Το κρέας: άλλοτε επιθυμητό και περιζήτητο, κι άλλοτε απεχθές κι απαγορευμένο. Η αμφιθυμία μας έχει να κάνει με το όριο ανάμεσα στο ένα κτήνος και το άλλο. Credit: anotherpintplease

Το κρέας: άλλοτε επιθυμητό και περιζήτητο, κι άλλοτε απεχθές κι απαγορευμένο. Η αμφιθυμία μας έχει να κάνει με το όριο ανάμεσα στο ένα κτήνος και το άλλο. Credit: anotherpintplease

Το να χώνεις τα δόντια σου σε μια καλή μπριζόλα είναι μια πράξη πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι δείχνει. Το τρώγειν είναι ο τόπος κάθε φόβου, κάθε άγχους, κάθε εξέγερσης. Αφελώς νομίζουμε ότι είναι απλώς μια αδήριτη ανάγκη που διέπεται από μια αισθητική της απόλαυσης (τρώω γιατί είναι καλό) και ελέγχεται από τον ορθολογισμό της υγιεινής (τρώω γιατί κάνει καλό).

Ούτε η λογική ούτε η απόλαυση μετράνε όταν σκύβουμε πάνω από μια πιατέλα. Αλλά τα τοτέμ και τα ταμπού. Δεν υπάρχει φυλή τόσο υποταγμένη στις σκοτεινές δυνάμεις της μαγείας όσο αυτή των παροικούντων τα σουπερμάρκετ. Αναζητώντας εναγωνίως κονσέρβες cholesterol free και μηδέν λιπαρά.

Κι αυτό γιατί, σ’ όλες τις κοινωνίες, οι άνθρωποι μοιράζονται μια πίστη που ακούει στο όνομα «αρχή της ενσωμάτωσης». Συνειδητά ή μη, θεωρούμε ότι, τρώγοντας κάτι, ενσωματώνουμε τις πραγματικές, αλλά και τις φανταστικές του αρετές. Πίνεις ένα Perrier και νομίζεις ότι είσαι ο Οβελίξ στο ιαματικό καζάνι. Τρως ένα T-bone steak 20Χ30 στο Μπουένος Άιρες και νιώθεις ερωτιάρης σαν χορευτής αργεντίνικου ταγκό.

Ακριβώς την ίδια αρχή αξιοποιεί και η διαφήμιση. Οι δοξασίες αυτές δεν είναι μονοπώλιο κάποιων Νεαντερτάλιων. Όλοι λίγο-πολύ πιστεύουμε πως «είμαστε αυτό που τρώμε». Το όνειρο του ανθρώπου ήταν πάντα να ορίζει αυτό που είναι, ελέγχοντας αυτό που καταπίνει. Γι’ αυτό και η διατροφή βρίσκεται στην καρδιά της θρησκείας, της ιατρικής και της εξουσίας. Παρά τον εξορθολογισμό, οι σύγχρονοι καταναλωτές, ακόμα κι όταν δεν είναι σε δίαιτα, αναφέρονται στη διατροφή τους λες και μιλάνε στον εξομολογητή τους.

Η σάρκα είναι το υλικό απ’ το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Γι’ αυτό και η σχέση μας με το κρέας συνδέθηκε στενά με τη θρησκευτική ηθική.

Απ’ όλα τα τρόφιμα, το κρέας προκαλεί τις πιο ακραίες αντιδράσεις: άλλοτε επιθυμητό και περιζήτητο, κι άλλοτε απεχθές κι απαγορευμένο. Η αμφιθυμία μας έχει να κάνει με το όριο ανάμεσα στο ένα κτήνος και το άλλο. Ο καλύτερος τρόπος να προστατέψεις ένα ζώο είναι να το βαφτίσεις.

Οι εκτροφείς δεν δίνουν ποτέ όνομα στα ζώα που προορίζονται για το σφαγείο. Διότι η σάρκα είναι καταρχήν το υλικό απ’ το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Γι’ αυτό και η σχέση μας με το κρέας συνδέθηκε στενά με τη θρησκευτική ηθική. Ενώ η φασολάδα και το σκόρδο μόνο με τη συζυγική.

Το κρέας είναι φίσκα στις πρωτεϊνες, γι’ αυτό και η διατροφική του αξία είναι τεράστια. Οι μοναχοί του Μεσαίωνα, οι οποίοι πρέσβευαν τις αυστηρές πρακτικές της στέρησης, όταν δεν ήταν περίοδος νηστειών, έτρωγαν τον αγλέουρα. Μιλάμε για καθημερινές μερίδες των 5 και 6.000 θερμίδων, σχεδόν το τριπλάσιο απ’ ό,τι σήμερα. Credit: anotherpintplease

Το κρέας είναι φίσκα στις πρωτεϊνες, γι’ αυτό και η διατροφική του αξία είναι τεράστια. Οι μοναχοί του Μεσαίωνα, οι οποίοι πρέσβευαν τις αυστηρές πρακτικές της στέρησης, όταν δεν ήταν περίοδος νηστειών, έτρωγαν τον αγλέουρα. Μιλάμε για καθημερινές μερίδες των 5 και 6.000 θερμίδων, σχεδόν το τριπλάσιο απ’ ό,τι σήμερα. Credit: anotherpintplease

Ωστόσο, ο εξανθρωπισμός άρχισε με το ξεκοκάλισμα. Δεν θα είχαμε γίνει homo sapiens αν δεν είχαμε φάει κρέας. Όσο περισσότερες θερμίδες, λίπη ή σάκχαρα έχει ένα τρόφιμο, τόσο πιο νόστιμο είναι. Το κρέας είναι φίσκα στις πρωτεϊνες, γι’ αυτό και η διατροφική του αξία είναι τεράστια.

Από το απολύτως συναρπαστικό βιβλίο του Massimo Montanari «Πείναι και Αφθονία στην Ευρώπη» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1997) μαθαίνουμε ότι οι μοναχοί του Μεσαίωνα, οι οποίοι πρέσβευαν τις αυστηρές πρακτικές της στέρησης, όταν δεν ήταν περίοδος νηστειών, έτρωγαν τον αγλέουρα. Μιλάμε για καθημερινές μερίδες των 5 και 6.000 θερμίδων, σχεδόν το τριπλάσιο απ’ ό,τι σήμερα.

Ο πιστός Εϋνάρδος, βιογράφος του Καρλομάγνου, ισχυρίζεται ότι το καθημερινό του δείπνο «αποτελείτο μόνο από τέσσερα πιάτα». Ας σημειωθεί η αντίθεση μεταξύ του αντικειμενικά μεγάλου αριθμού των πιάτων (τέσσερα) και του επιρρήματος «μόνο». Πόσο μάλλον όταν δεν περιλαμβάνονται στο λογαριασμό τα ψητά.

Μεταξύ 14ου και 16ου αι., ακόμα και τα κατώτερα στρώματα (στη δύση) έφτασαν να καταβροχθίζουν στην καθισιά τους 100 κιλά κρέας το χρόνο. Νούμερο τεράστιο για την ανθρώπινη φυσιολογία. Και, σύμφωνα με τον Hilton, «η δημοτικότητα των μύθων όπως αυτός του Ρομπέν των Δασών αντικατοπτρίζει όχι μόνο τη γοητεία που ασκούσε η περιπέτεια στα σύνορα του πολιτισμού, αλλά και την ουτοπική εικόνα ενός κόσμου στον οποίο θα μπορούσε κάποιος να κυκλοφορεί ελεύθερα και να τρώει κρέας». Γι’ αυτό και στη Φλωρεντία του 17ου αι., οι ιεροεξεταστές γύριζαν τους δρόμους τις μέρες της υποχρεωτικής νηστείας, για να βεβαιωθούν από τη μυρωδιά μήπως κάποιος είχε φάει κρέας.

Σήμερα, οι νέοι ισχυροί υιοθετούν άλλες στρατηγικές για να ξεχωρίσουν: λίγο φαγητό, κυρίως χορταρικά… Η σχέση με το φαγητό αντιστρέφεται. Ο κίνδυνος και ο φόβος της πείνας αντικαθίστανται από τον κίνδυνο και το φόβο της υπερβολής. Στο κάτω-κάτω, διαθέτουμε πέντε αισθήσεις και δεν μας χοντραίνουν όλες. Έτσι, μέχρι πρόσφατα, καταναλώνουμε 1.000 θερμίδες λιγότερες απ’ ό,τι στις αρχές του αιώνα.

Όπως, έλεγε ο Barthes, το να τρως λίγο είναι σημάδι και εργαλείο αποτελεσματικότητας και κατά συνέπεια εξουσίας. Έναντι πινακίου φακής.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top