Ο Θεμιστοκλής Νικολετόπουλος μας παρουσιάζει το Σαββατιανό, έναν αριστοκράτη μάγκα του Αττικού αμπελώνα. (Φωτογραφία: Μικροοινοποιΐα Μυλωνάς)

Η χρήση του Σαββατιανού σαν οινοποιήσιμη ποικιλία χάνεται στα βάθη του χρόνου. Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ως προς το βάθος χρόνου, ας μείνουμε στη σιγουριά ότι είναι μια λευκή ποικιλία απόλυτα εναρμονισμένη στο ξηροθερμικό κλίμα της Αττικής. Επειδή όμως είναι και ανθεκτική στις ασθένειες και παραγωγική, είναι η πιο διαδεδομένη ποικιλία της χώρας. Αυτές οι ευκολίες μαζί με την κακή φήμη που απέκτησε όντας η βασική ποικιλία παρασκευής της ρετσίνας, που στις μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν συνήθως κάκιστης ποιότητας οδήγησαν στο να μην τολμάει κανείς να αναφέρει το όνομα του στις ελάχιστες τότε εμφιαλώσεις.

Φυσικά υπήρχαν ελάχιστα καλά και πολύ καλά εμφιαλωμένα Σαββατιανά, αλλά χωρίς να το γράφουν στην ετικέτα: το λευκό και η κάβα Καμπά, η τελευταία με ωρίμαση σε βαρέλι και οινοποιημένη πολύ προσεκτικά για μακρά παλαίωση. Από το 1982 το Chateau Μάτσα της Ρωξάνης Μάτσα, μονοποικιλιακό Σαββατιανό, γνώρισε τεράστια επιτυχία που άφησε εποχή μέχρι το ’90 με πωλήσεις 200.000 φιαλών, κάτω από την ομπρέλα του Μπουτάρη. Ήταν εξαιρετικό λένε, δυστυχώς δεν το πρόλαβα, η γνωριμία μου με το Κτήμα Μάτσα άρχισε με το επίσης εξαιρετικό Λαουτάρι. Υπήρχαν και οι οινοποιήσεις των συνεταιρισμών των Μεσογείων στις μισόλιτρες φιάλες με μεταλλικό καπάκι, αλλά απ’ όσο ξέρω δεν ήταν μονοποικιλιακές, ούτε ανέγραφαν την ποικιλία. Ο λόγος είναι πως οι πέραν του πρωτοπόρου και δημιουργού Αντρέα Καμπά, που στη φαρέτρα του είχε τις πρώτες εμφιαλώσεις Μαντινείας, αφρώδους από Μοσχοφίλερο και δημιούργησε τον ΠΟΠ Σαββατιανό αμπελώνα της Κάντζας, τα περισσότερα αμπέλια ήταν μικροί κλήροι με διάφορες ποικιλίες, ο κόσμος τότε έκανε ένα κρασί για όλα τα φαγητά της χρονιάς.

Η κατάργηση του ΠΟΠ από την δισέγγονη του Καμπά Ρωξάνη Μάτσα επέτρεψε την φύτευση πολλών άλλων ποικιλιών και την ανάπτυξη των τοπικών οίνων. Προσπάθειες για αξιόλογες εμφιαλώσεις της ποικιλίας έγιναν από αρκετούς γνωστούς οινοποιούς (Χατζημιχάλης, Βασιλείου, Μάρκου, Αναγνώστου κ.’α.) μέχρι το 1990, αλλά η αγορά προτίμησε άλλα κρασιά με ακηλίδωτο το όνομα της ποικιλίας.Τα περισσότερα οινοποιεία των Μεσογείων έχουν σήμερα ηλικιωμένες φιάλες Σαββατιανού στα κελάρια τους, είναι όμως κρασιά που δεν είτε κατάφεραν να επιβληθούν στην αγορά, είτε δεν ανέφεραν ποικιλία, αλλά αοριστίες του τύπου …ένα εκλεκτό κρασί από τα καλύτερα σταφύλια των αμπελώνων μας με αρώματα τάδε…

Καμπάς, εποχή Ρωξάνης Μάτσα υπό την αιγίδα Μπουτάρη. (Φωτογραφία: YouTube)

Ξέρω πως για πολλούς αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, τώρα που όλοι θέλουν να πηδήξουν στο τραίνο του Σαββατιανού όπως επιταχύνει διαβολεμένα, αλλά θα διαφωνήσω: ο Θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες έλεγε ο Mies Van der Rohe. Αυτό το άρθρο εξετάζει τους ανθρώπους που πίστεψαν στην ποικιλία και πάλεψαν γι’ αυτήν.

Εδώ θα πρέπει να όμως να αναφέρω πως ήταν το πρώτο κρασί που είχε το μπαρ του, τη θρυλική Στροφιλιά, πίσω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, με τα ομώνυμα κρασιά του γνωστού οινοποιείου της Αναβύσσου. Ζήσαμε υπέροχα πάρτι πρωτοπορίας, αν και τότε δεν το λέγαμε έτσι, απλά χορεύαμε πολύ. Η λευκή Στροφιλιά τότε ήταν επίσης Σαββατιανό, παρόλο που επίσης δεν αναγραφόταν στην ετικέτα και ήταν πολύ μεγάλο χιτ.

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 δοκιμάσαμε στο Athenian wine club τα πρώτα δείγματα των new age μονοποικιλιακών εμφιαλώσεων του αμπελώνα της Σταμάτας από την Άννα Κοκκοτού, μία μεγάλη Αγγλίδα Κυρία του Ελληνικού κρασιού. Μαζί με το Βασίλη Παπαγιαννάκο, είναι από τους ελάχιστους που πίστεψαν και πάλεψαν για το παιδί. Έγινε ντόρος στον κύκλο των οινοφίλων με την πρωτόγνωρη φινέτσα του κρασιού, που ήταν ώς τότε συνώνυμο της βαριάς, υψηλόβαθμης ρουστικιάς, αλλά πάλι δεν είχαμε Σαββατιανό στην ετικέτα.

Στο γύρισμα του αιώνα, το Κτήμα Βασιλείου (το οινοποιείο έχει στα κελάρια του αρκετές χρονιές Δοκιμές Σαββατιανού προ 2000, όπως και Αμπελώνες Βασιλείου από Σαβ/Ροδίτη, αλλά χωρίς να αναγράφονται οι ποικιλίες) κυκλοφορεί με επιτυχία στην οινόφιλη αγορά τους Αμπελώνες Fume σε χαρμάνι με 20% Ροδίτη οινοποιημένους σε Γαλλικό βαρέλι, επίσης χωρίς τα ονόματα των ποικιλιών στην ετικέτα.

Ξερικό κλήμα 50+ περίπου ετών, Καλογέρι Μαρκοπούλου, Παπαγιαννάκος. (Φωτογραφία: Βιοκλιματικό οινοποιείο Παπαγιαννάκος)

Στο πρώτο Οινόραμα του 1995 εμφανίζεται ο Παπαγιαννάκος με ντιζαϊνάτο περίπτερο και το Κοκοράκι, το πρώτο Σαββατιανό νέας εποχής με το καταραμένο όνομα φάτσα κάρτα στην εξαιρετικά πετυχημένη ετικέτα (κυκλοφορεί ολόιδια σήμερα) και δικό του χαρακτήρα, με οξύτητα, σώμα και διακριτικά αρώματα. Παράλληλα κυκλοφορεί το Κτήμα, από ένα μόνο αμπελοτόπι 10 στρεμμάτων, με κρυοεκχύλιση, εξαιρετικό, ο πρόδρομος του σημερινού Vientzi.

Το Κοκοράκι χάρη στην και επιμονή και αποφασιστικότητα του ιδιοκτήτη του σαρώνει βραβεία, εδραιώνεται στην αγορά, τα καταφέρνει εκεί που τόσοι άλλοι απέτυχαν και μερικά χρόνια αργότερα ξεθαρρεύουν και κυκλοφορούν δειλά-δειλά και άλλες εμφιαλώσεις της ποικιλίας στα Μεσόγεια με το όνομα στην ετικέτα. Προφανώς μπορεί να ήταν και τυχερός ο Παπαγιαννάκος, αλλά αν ήταν μόνο αυτό, όποιος διαβάζει ιστορία ξέρει καλά πως σήμερα δεν θα ήταν εδώ. Το 2008 είναι μια εξαιρετική χρονιά για το Κτήμα και ο Βασίλης αποφασίζει να παλαιώσει 3.000 φιάλες, που σήμερα είναι συλλεκτικές. Άρχεται η παλαίωσις πολύ καλών χρονιών. Συνεχίζεται με το Κτήμα του 2012 και με τη σειρά Vientzi, δηλαδή το ίδιο single vineyard κρασί, αλλά πιο φρέσκο, χωρίς παλαίωση.

Όσο παλαιώνουν τα Σαββατιανά, τόσο πιο πολύπλοκα γίνονται, αποκτούν περισσότερο όγκο και διάρκεια, σε κάνουν να θέλεις να τα κρατήσεις στο στόμα σου περισσότερο.

Το 2009 διοργανώνεται από το cycling4wine o 1ος Ποδηλατικός Γύρος Οινοποιείων Αττικής με 50 χλμ, 87 συμμετοχές και 5 οινοποιεία. Αφετηρία και τερματισμός το οινοποιείο Αναγνώστου, προέδρου της ΕΝΟΑΑ τότε. Η μεγάλη επιτυχία του βοήθησε να εδραιωθούν σαν θεσμός οι ποδηλατικοί γύροι οινοποιείων και να απλωθούν στην Νεμέα, Αρκαδία, Στυμφαλία, Μαντινεία. Πλέον ενδεικτικά υπάρχουν μονοποικιλιακά Σαββατιανά από Αναγνώστου, Φράγκου, Μεγαπάνο, Μυλωνά, Αλλαγιάννη, Παπαχρήστου, εξαιρετική Ρετσίνα ζυμωμένη σε βαρέλι από τον Σκοτ, Σκωτσέζο γαμπρό του Κοντογιάννη (που αδυνατούσε να συλλάβει πως είναι δυνατόν να έχουμε στα χέρια μας ένα κρασί-θησαυρό 2500 ετών και να το περιφρονούμε) και πολλά άλλα.

Τα νεαρά λιοντάρια έχουν αναμπελώσει τους παλαιούς οικογενειακούς κυπελοειδείς αμπελώνες και ακονίζουν τα νύχια τους. Παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς, μαζεύουν βραβεία και στηρίζουν την ποικιλία. Κάποιοι το βλέπουν αλλιώς και κρατάνε παλιές χρονιές. Έχουν προσήλωση στο στόχο του Σαββατιανού, αλλά δε χάνουν και τη μόδα από τα μάτια τους, κυκλοφορούν και πιασάρικες ετικέτες, πειραματίζονται όμως με τις δυνατότητες της ποικιλίας , προσπαθούν να αναδείξουν το οινοπέδιο (τερουάρ), το χαρακτήρα του αμπελιού και το δικό τους, να τα χωρέσουν όλα στη φιάλη. Λίγο μετά το 2010 βλέπουμε πολύ καλές μονοποικιλιακές οινοποιήσεις από Μυλωνά, Φράγκου, Αμπελώνες Μάρκου στα Μεσόγεια και Σώκο στα Δερβενοχώρια, ενώ οι Αμπελώνες Μάρκου ήδη παλεύουν με τους Κλέφτες, ένα Σαββατιανό χωρίς την προστασία του θειώδους ανυδρίτη. Το Κτήμα Κοκκοτού επιστρέφει στο Σαββατιανό της Σταμάτας μετά από απουσία ετών και τα πάει πολύ καλά. Μυλωνάς και Μάρκου κρατάνε χρονιές να δουν την εξέλιξη και πειραματίζονται γενικώς. Υπάρχουν και άλλα οινοποιεία, αλλά η αιχμή του δόρατος του ψαξίματος, της υπέρβασης, της διεύρυνσης των ορίων είναι εδώ, αργότερα θα μπουν και άλλοι. Για την ώρα το 2015, 5 οινοποιεία που σκέφτονται και λειτουργούν σε παράλληλες τροχιές συμπράττουν στα Winεs of Athens σε μια προσπάθεια να ενώσουν δυνάμεις, να συμπτύξουν το κόστος και να λειτουργήσουν δυναμικά με εξωστρέφεια σε παγκόσμιο επίπεδο, να κάνουν γνωστή την ποικιλία σε όλον τον κόσμο: Παπαγιαννάκος, Κοκκοτού, Μάρκου, Μυλωνάς, Φράγκου.

Πίθος-οινοποιητής. Προσδίδει δομή στην παλαίωση, δίχως να επεμβαίνει με δευτερογενή. (Φωτογραφία: Μικροοινοποιΐα Μυλωνάς)

Σε μια φθινοπωρινή βόλτα στα ανηφόρια της Αττικής περνάμε 2-3 οινοκένταυροι του cycling4wine με τα ποδήλατα ένα Σάββατο πρωί του 2013 από τον Παπαγιαννάκο και δοκιμάζουμε last year’s Κοκκοράκι. Αποκάλυψη. Δοκιμάζω ένα Ελληνικό λευκό, πλην Ρετσίνας, που στ’ αλήθεια ζητάει λευκά κρέατα περισσότερο από ψάρια. Τροπικά αρώματα μάνγκο, λίτσι, ανανά, πλην των γνωστών εσπεριδοειδών και πράσινου μήλου, πολύ πιο πολύπλοκο και σχεδόν σαν άγνωστη Γαλλική ποικιλία. Έγινε η αρχή, ανακάλυψα την αλλαγή του χαρακτήρα της ποικιλίας καθώς παλαιώνει και από τότε κρατάω και εγώ χρονιές. Επειδή, όσο παλαιώνουν αυτά τα Σαββατιανά, τόσο πιο πολύπλοκα γίνονται, αποκτούν περισσότερο όγκο και διάρκεια, σε κάνουν να θέλεις να τα κρατήσεις στο στόμα σου περισσότερο, να σταματήσεις το φαγητό, για να κρατήσεις τη γεύση ατόφια μέχρι τα μηνίγγια. Τα καλύτερα του είδους μένουν αξέχαστα, όπως τα μεγάλα Ασσύρτικα Σαντορίνης, οπότε τι εννοώ ακριβώς, μια και συνήθως ακριβολογώ; Ποια είναι αυτά τα αξέχαστα;

Μα, όπως όλα τα αξέχαστα, τα καθαρόαιμα, είναι απλά κρασιά από αμπέλια που μεγάλωσαν στο καλύτερο γι αυτά έδαφος (που πρέπει να είναι φτωχό, για να φτιάξουν χαρακτήρα, αλλά και με τα κατάλληλα συστατικά για την ποικιλία) και μικροκλίμα (που να τους επιτρέπει να επιζούν σε ξηρασίες, βροχές και υψηλές θερμοκρασίες) και το σημαντικότερο, με έναν οινοποιό-αμπελουργό που θα έχει επιλέξει τα προηγούμενα και θα τα φροντίζει άγρυπνα, θα τα καθοδηγεί μέχρι τον τρύγο και μετά στο οινοποιείο, ώστε το όραμά του/της να πάρει σάρκα και οστά (τι, δεν έχετε ακούσει για κρασιά με ραχοκοκκαλιά;)

Ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια παραπάνω για την ποικιλία.

Αρδευόμενη μπορεί να δώσει 2-3 τόνους μεγάλα τσαμπιά στο στρέμμα. Τα κρασιά θα είναι ευχάριστα, με ίχνη αχλαδιού πράσινου μήλου και εσπεριδοειδών (συνήθως και άλλα, με τη βοήθεια ξένων ζυμομυκήτων) στη μύτη, ελαφρύ σώμα και κοντή επίγευση. Τα κρασιά που πίνεις στην ταβέρνα με φίλους και μετά ξεχνάς. Παλιά αμπέλια κυπελοειδή, ξερικά, αλλά και νέα σε γραμμικούς αμπελώνες, αρδευόμενους, αλλά με στόχο την ποιότητα, οπότε και διαφορετικά κλαδεμένα για μικρά τσαμπιά, με μικρότερες ρώγες και μικρότερη στρεμματική απόδοση, 350-700 κιλά/στρέμμα οδηγούν σε κρασιά με μεγαλύτερη πυκνότητα, όγκο και αρωματικό πλούτο και πλέον με δυνατότητα μακρόχρονης παλαίωσης. Ο Σολομών στο Άσμα Ασμάτων δεν διευκρινίζει το μέγεθος του βότρυος στον γνωστό στίχο, δεν θέτει θέμα ποιότητας,άρα είναι μάλλον θέμα γούστου, ενώ εδώ τα μικρά τσαμπιά υπερέχουν σαφώς: αξέχαστα εν τέλει. Η Αττική με κέντρο τα Μεσόγεια, αλλά με πολύ δυναμικές περιοχές την Κερατέα, την Σταμάτα και τον Κιθαιρώνα, δημιουργεί Σαββατιανά με υπογραφή καλλιγραφίας και αυτό θα συνεχιστεί πιο έντονα στο άμεσο μέλλον.

Αλλά αν δεν διαβάζεις ιστορία, μπορεί να είναι βαρετά όλα αυτά, οπότε πού βρισκόμαστε σήμερα;

Ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης διευθύνει με την εξαιρετική μπαγκέτα του την εκδήλωση με τους επικεφαλής των Wines of Athens. Από αριστερά, Μάρκου, Κοκκοτού, Μυλωνάς, Φράγκου, Παπαγιαννάκος.

Το στίγμα το έδωσε η καταπληκτική εκδήλωση των Wines of Athens για τη γνωριμία του Σαββατιανού στο ξενοδοχείο Electra Palace, διοργανωμένη από το WSPC υπό την μπαγκέτα του Κωνσταντίνου Λαζαράκη. Δοκιμάζω χρόνια πλέον Σαββατιανά σε περασμένες και τρέχουσες χρονιές, αλλά αυτή τη βραδιά έμαθα πράγματα που δεν ήξερα, πιστεύω και άλλοι. Παράλληλα και κάθετα flights, βαρέλια και μη, παλαιώσεις που ορκίζεσαι πως έχουν βαρέλι αλλά δεν, κρασιά σε διαφορετικές χρονιές με παρόμοιο χαρακτήρα, αλλά και το αντίστροφο, οινοποιήσεις με ελάχιστο θειώδες ή καθόλου, φυσικές ή γηγενείς ζύμες, 21 κρασιά!

Διαπίστωσα για άλλη μία φορά ότι το Σαββατιανό δεν χρειάζεται βαρέλι, τουλάχιστον όχι το κλασσικό, λίγο ή πολύ καπνισμένο Γαλλικό βαρέλι. Η πολυπλοκότητα που αναπτύσσει το κρασί παλαιώνοντας, υπερβαίνει σε εκφραστικότητα το βαρέλι, ενώ χάνει μέρος της από την επαφή του με το ξύλο. Ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης (ο πρώτος Έλληνας Master of Wine) παραδέχτηκε πως ξεγελάστηκε με δύο από τα παλαιωμένα και θεώρησε πως είχαν οινοποιηθεί σε βαρέλι. Αυτό δεν σημαίνει πως τα κρασιά που είχαν οινοποιηθεί σε βαρέλι δεν άρεσαν ή ήταν υποδεέστερα, αντιθέτως. Απλά πιστεύω πως χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση που να ενισχύει το σώμα και τη δομή του κρασιού χωρίς να επεμβαίνει στα τριτογενή ή να προσθέτει δευτερογενή.

Διαπιστώσαμε πως οι πιο φυσικές οινοποιήσεις (εννοώντας λιγότερα θειώδη, φυσικές ή γηγενείς ζύμες) αρχίζουν πλέον να βρίσκουν το δρόμο τους σιγά-σιγά και να είναι σε θέση να αντιπαραθέσουν ένα διαφορετικό, αλλά εξ ίσου πολύπλοκο χαρακτήρα με τις συμβατικές και συνιστούν πλέον μία αξιόλογη πρόταση για το ειδικό κοινό στο οποίο απευθύνονται και όχι μόνο. Εδώ θα προσθέσω πως ενώ συνήθως σε πολλαπλές δοκιμές βρίσκω αυτά τα κρασιά ελαττωματικά, έως δυσάρεστα, εδώ τα 3 των Μυλωνά, Παπαγιαννάκου και ιδιαίτερα οι Κλέφτες των Μάρκου με αρκετές χρονιές πίσω τους πλέον, έχουν βρει ένα σίγουρο βήμα. Είναι πιο κομψά, φινετσάτα από τα άλλα, εκφράζουν διαφορετικά τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας και μου αρέσουν πολύ, αν και προτιμώ τα πιο γεμάτα γκάζια των άλλων.

Πολύ σημαντικό, διαπιστώσαμε την ύπαρξη όχι μόνο κοινού παρονομαστή της ποικιλίας ανάμεσα στα κρασιά, αλλά και σαφείς διαφορετικούς χαρακτήρες λόγω τερουάρ ανάμεσα στη Σταμάτα, τα Σπάτα, το Μαρκόπουλο και την Κερατέα. Έχοντας εδαφολογικά στοιχεία στη διάθεσή μας διαπιστώσαμε πως οι διαφορές των κρασιών στην οξύτητα, ph, φυτικότητα και ορυκτότητα αντιστοιχούσαν εν μέρει στις εδαφολογικές διαφορές ανάμεσα στις περιοχές και το μικροκλίμα των αμπελοτοπιών. Έτσι σε γενικές γραμμές τα κρασιά της Κοκκοτού και του Μυλωνά ήταν διαφορετικά από τα πιο θερμά των Μάρκου, Φράγκου και Παπαγιαννάκου, αλλά πάλι του Μυλωνά ήταν πιο νευρώδη, φυτικά και ορυκτώδη, ενώ της Κοκκοτού πιο κομψά. Επίσης το βαρέλι του Μυλωνά είναι σχεδόν αόρατο, δεν είναι αυτό που ξέρουμε, ούτε αυτό που νομίζουμε, είναι όμως αυτό που θέλω να γνωρίσω καλύτερα, νομίζω προσπαθεί να δώσει δομή και διάρκεια στο περιεχόμενο χωρίς να αλλοιώνει, να κουρεύει και γενικά να αλλάζει τη γεύση, δηλαδή ένα Σαββατιανό παλαίωσης με βαρέλι, αλλά χωρίς βαρέλι.Του Παπαγιαννάκου αντίστοιχα διέφεραν από τα υπόλοιπα θερμά στη δομή και την εξέλιξη, ενώ τα φυσικά όλων διέφεραν ακόμα περισσότερο μεταξύ τους. Το γεγονός πως η Αττική έχει ήδη σαφείς ενδείξεις τερουάρ, την ώρα που η Νεμέα ψάχνεται, είναι αξιοπρόσεκτο, τουλάχιστον.

Ήλθε η ώρα να πω ότι δεν πιστεύω πως η διατήρηση του αμπελώνα της Αττικής είναι εφικτή με την παραγωγή απλά φτηνών κρασιών, αλλά με την αξιοποίηση του με ΠΟΠ και κρασιά κατηγορίας premium, ανάδειξη του χαρακτήρα του οινοπεδίου και του οινοποιού, δημιουργία κρασιών παλαίωσης και άλλων.

Οι δύο φιάλες δεκαετίας του ’60 του Κτήματος Μάτσα που σφράγισαν τη βραδιά.

Δύο Σαββατιανά 1962 & 1964 του Κτήματος Μάτσα (Clos Matsa blanc sec) εμφιαλωμένα από τον Κουρτάκη, από το κελάρι της κυρίας Ρωξάνης Μάτσα, έκλεισαν τη βραδιά. Υπέροχα κρασιά πενήντα κάτι ετών με υπέροχη δομή, απίστευτα εξελιγμένα (και καθόλου ληγμένα) αρώματα και μεταξωτή οξείδωση που θα ζήλευαν τα ακριβότερα Σέρι, ανεκτίμητες φιάλες, μία σπάνια ευκαιρία να εκτιμηθεί η απίστευτη ικανότητα παλαίωσης της ποικιλίας ( ποιο άλλο Ελληνικό λευκό είναι ικανό για τέτοια παλαίωση;) και μία αρχοντικά γενναιόδωρη χειρονομία.

Μία συναρπαστική βραδιά, που παρουσιάστηκαν η αφρόκρεμα της αναζήτησης, της εξωστρέφειας, του δυναμισμού από 5 οινοποιεία που έχουν κάνει το Σαββατιανό σημαία, της Ελλάδας που παλεύει σταθερά, με επιμονή, στόχο και όραμα να ξεπεράσει όχι μόνο την κρίση, αλλά και τον εαυτό της, όπως της αρμόζει. Το βάθος και η πολυπλοκότητα της δοκιμής, τα οριζοντίως και καθέτως των κρασιών που δοκιμάσαμε άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε οι περισσότεροι την ποικιλία. Και αυτά τα δύο κρασιά ήταν ο καλύτερος επίλογος. Εδώ θα επαυξήσω στην ευχή του Κ. Λαζαράκη στο κλείσιμο, να δούμε και άλλα αξιόλογα οινοποιεία να στοιχίζονται με τα Wines of Athens. Όσο για την παραίνεση-επισήμανση της κυρία Άννας Κοκκοτού πως οι παρευρισκόμενοι είμαστε πρεσβευτές του Σαββατιανού, είναι τιμή μας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ προσωπικά στα Wines of Athens, το WSPC και τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη και τέλος την δύσκολη, αλλά μεγάλη κυρία του Αττικού αμπελώνα Ρωξάνη Μάτσα για το ανεκτίμητο κλείσιμο της βραδιάς.

 

//Ο Θεμιστοκλής Νικολετόπουλος είναι ο εμπνευστής της διοργάνωσης Cycling4Wine.

 

Διαβάστε ακόμα: Ανοιχτόχρωμα ροζέ, μια ευκαιρία για την Ελλάδα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top