Τι διαφοροποιεί μια στάνταρ βότκα των €15-20 από μια άλλη, super-premium, των €35 ή των €50; Προφανώς (αλλά όχι πάντα), η γεύση (xperiencepoland.com)

Κατεβάζεις στα τυφλά καμιά ντουζίνα σφηνάκια (και παραπάνω, αν ξέρετε τον μπάρμαν). Κάποια στιγμή, υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι δεν θα τα πίνεις μονορούφι, αλλά θα τα απολαμβάνεις αργά, απλώς θα βρέχεις τα χείλη σου, θα τ’ αφήνεις να μουδιάζουν γλυκά τη γλώσσα σου. Και, στο τέλος, θα μένεις καρφωμένος στο σκαμπό σου, μπερδεμένος, σαν την κότα μπροστά σ’ ένα μπαστούνι του σκι.

Πού είναι η βότκα που καταβροχθίζει 3 κ. πατάτες στην καθισιά της και ανά φιάλη; Ποια είναι αυτή η πολωνέζα “rare” Dankowski από χρυσή σίκαλη; Η κριθαρένια φινλανδέζα «που ωριμάζει κάτω από τον ήλιο του μεσονυχτίου»; Η καναδέζικη κάσερ και χωρίς γλουτένη που φιλτράρεται πάνω σε κρυστάλλους διαμαντιών; Η ρώσικη που κρησαρίζεται πάνω σε χρυσά δίχτυα; Η super-premium που αποστάζεται 7 φορές προτού στριφογυρίσεις τη γλώσσα σου στο στόμα;

Τι διαφοροποιεί μια στάνταρ βότκα των €20 από μια άλλη, super-premium, των €35 ή των €50; Προφανώς (αλλά όχι πάντα), η γεύση. Η βότκα είναι το οινοπνευματώδες εκείνο που φέρνει περισσότερο στο καθαρό αλκοόλ –δεν κάνει για να απολυμάνετε τις πληγές, εκτός κι αν αυτές βρίσκονται στο μέρος της καρδιάς. Και το κόστος παραγωγής της δεν είναι υψηλό, δεν έχει προβλήματα συντήρησης ούτε παλαιώνει. Πού πάνε τα €20-35 της διαφοράς;

Ενώ γλυκοπίνει μια κομψή Belvedere Unfiltered, ο Romain Chassang επιδίδεται στο παιχνίδι των 5 διαφορών: «Μπορούμε να διακρίνουμε τις βότκες σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, λέει ο διευθυντής της Drinking Better, μιας σχολής μπαρτέντερ που βρήκα. Την προέλευσή τους, τις πρώτες ύλες της (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, πατάτες, ρύζι…), τον αριθμό και τον τύπο των αποστάξεων, και ενδεχομένως τον τρόπο του αρωματισμού τους (χημικό ή φυσικό). Αλλά το να «πουλάς» μια βότκα βάσει της γεύσης της είναι πολύ πρόσφατο. Από τότε που έγινε απαραίτητη στη μιξολογία, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι μπαρτέντερς αναζητούσαν κυρίως την ουδετερότητά της, βάσει της οποίας μπορούσαν να παίζουν χτίζοντας γεύσεις και αρώματα». Και φυτεύοντας ομπελίτσες.

Ακόμα κι αν ο κανόνας δοκιμάζεται από ωραιότατες εξαιρέσεις, για μια στάνταρ βότκα αποστάζονται συνήθως σιτηρά γενικών καθηκόντων και πατάτες. Για τις premium και τις super-premium βότκες, χρησιμοποιείται κυρίως το επιλεγμένο σιτάρι και η σίκαλη.

Αν ο αριθμός των αποστάξεων και των φιλτραρισμάτων μάς αφήνει με στόμα ανοιχτό, καλύτερα να αγοράσετε τη βότκα σας στο φαρμακείο. Όσο αποστάζουμε τόσο εκλεπτύνουμε το προϊόν… και τόσο εξοντώνουμε τη γεύση του.

«Κατόπιν, η διαφοροποίηση γίνεται όχι μέσω του αριθμού των αποστάξεων, αλλά της ποιότητάς τους, διευκρινίζει ο Fabien Michaud της αξιέραστης Stolichnaya: Η καρδιά της απόσταξης που κρατάμε στις βότκες περιωπής είναι πιο περιορισμένη, ώστε να είναι λιγότερες κι οι μεθανόλες –τα «κακά» μόρια του οινοπνεύματος – και να διατηρήσουμε τη γεύση της πρώτης ύλης. Το ίδιο και για το φιλτράρισμα: δεν παίζει τόσο ρόλο ο αριθμός τους όσο τα διάφορα μέσα που χρησιμοποιούνται, γιατί καθένα τους επιτρέπει να αφαιρέσουμε από τη βότκα μας συγκεκριμένα ανεπιθύμητα συστατικά. Η Stoli φιλτράρεται 4 φορές, μία πάνω σε quartz και 3 πάνω σε κάρβουνο ρωσικής σήμυδας». Είσαι στο τσακ να πιστέψεις ότι η εθνικότητα του πυρπολημένου ξύλου μετράει…

«Υπάρχουν 2 είδη βότκας. Αυτές που έχουν γεύση κι αυτές που δεν έχουν. Οι δεύτερες είναι για να γινόμαστε γκολ», λέει ο Nicholas Sikorski (xperiencepoland.com).

Αν ο αριθμός των αποστάξεων και των φιλτραρισμάτων που αναγράφονται στη φιάλη μάς αφήνει με στόμα ανοιχτό από έκσταση –ουάου!-, καλύτερα να αγοράσετε τη βότκα σας στο φαρμακείο, ως οινόπνευμα 90ο. Όσο αποστάζουμε τόσο εκλεπτύνουμε το προϊόν… και τόσο εξοντώνουμε τη γεύση του.

«Υπάρχει ένα κυνήγι του ρεκόρ, γιατί αυτό είναι ένας τρόπος επικοινωνίας κάθε μάρκας», αναγνωρίζει ο Benoît Combrexelle που διακινεί τη Cîroc, την πρώτη βότκα από 100% σταφύλι, με γεύση φρουτώδη που εκρήγνυται στο στόμα, αποσταγμένη στο Cognac. «Η Cîroc προτείνει κάτι άλλο: terroir, φινέτσα, γαλλική γαστρονομία, πολυτέλεια». Σε τιμή που αρμόζει σ’ ένα προϊόν πολυτελείας που σέβεται τον εαυτό του.

Στη Maison du Whisky, ο Nicholas Sikorski, ένας Σκοτζέζος πολωνικής καταγωγής (ή το ανάποδο), κάνει μια άλλη ριζική ταξινόμηση: «Υπάρχουν 2 είδη βότκας. Αυτές που έχουν γεύση κι αυτές που δεν έχουν. Οι δευτεράτζες είναι για να γινόμαστε γκολ. Όσο για τις διαφορές στην τιμή μεταξύ μιας βότκας και μιας άλλης, λέει ανάμεσα στα δόντια του, εξηγούνται από τα τρελά ποσά που έχουν ξοδευτεί από τις μάρκες χάριν της εικόνας, του μάρκετινγκ, του design της φιάλης, και όχι λόγω ποιότητας μεταξύ premium, ultra-premium, mega-super-archi-premium και δεν ξέρω ‘γω τι».

Η Grey Goose, η γαλλική βότκα που λανσαρίστηκε το 1997 για την αμερικανική αγορά με την απαγορευτική τιμή, ήταν εκείνη που ξεκίνησε την κούρσα. «Ξάφνου, η βότκα έγινε ένδειξη status. Πάμε μια Grey Goose ή μια Belvedere στους φίλους κι αμέσως έχουμε ελεύθερη πρόσβαση στο VIP Room», σαρκάζει ο 39χρονος Romain Chassang της Drinking Better. Σε ό,τι με αφορά, ομολογώ, βρήκα τη διαφορά στη βελούδινη φινέτσα της Level (Absolut), ενώ νοσταλγώ τη νοστιμιά μιας στάνταρ που ανακάλυψα στη Μυτιλήνη, της Kubanskaya (δυστυχώς, δεν εισάγεται πλέον).

 

Διαβάστε ακόμα: Οδηγός του μοντέρνου gentleman για τα old school κοκτέιλ με ουίσκι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top