Στο “The Angus Hudson” room, το καλαίσθητα πολυτελές αλλά cosy υπόγειο του 42 Barstronomy, η βραδιά εξελίχθηκε σε μύηση.

«Η Ουισκογνωσία δια της Ουισκοποσίας» θα μπορούσε να είναι το σύνθημα των δύο ωριαίων συναντήσεων γνωριμίας και εμβάθυνσης στο καλό ουίσκι που έγιναν στα πλαίσια του 1oυ Whisky Live Night μιας νέας διοργάνωσης του Whisky Live Greece , του Ελληνικού παραρτήματος του μεγαλύτερου διεθνούς θεσμού εκδηλώσεων γύρω από το whisky, για όσους λίγους και εκλεκτούς φίλους του εκλεκτού ποτού μπορούσαν να χωρέσουν άνετα στο “The Angus Hudson” room, το καλαίσθητα πολυτελές αλλά cosy υπόγειο του 42 Barstronomy στη στοά του “Κεντρικόν” το Σάββατο 18 Μαϊου.

Οικοδεσπότες και αρχιπότες της βραδιάς ήταν πέντε απολύτως ειδήμονες του καλού ουίσκι και της καλής συζήτησης, ο Rob Allanson, πρόεδρος των World Whiskies Awards και Editor του Whisky Magazine, ο Dr. Sam Simmons, Whisky Maker, World Judge and Keeper of the Quaich, ο Dr. Nicolas Morgan, Head of Whisky Outreach for DIAGEO και Master of the Quaich and Member of World Whiskies Awards Hall of Fame (2018), ο Simon W Roser, Whisky Expert, World Whiskies Awards Judge και η Cat Spencer, ex Global Brand Manager for WILLIAM GRANT AND SONS, η οποία όμως δεν μίλησε, όχι γιατί ήταν αγορίστικη η βραδιά, αλλά γιατί, όπως θα αποκαλύψουμε στο τέλος του άρθρου, φύλαγε τη φωνή της για αργότερα.

Το ουίσκι δε θέλει βιασύνες. Χρειάζεται ένα σωστό ποτήρι, κατά προτίμηση κλειστό προς τα επάνω για να μη ξεφεύγουν τα αρώματα.

Φυσικά, αν νομίζετε ότι θα μπορούσατε να μάθετε όλα όσα χρειάζεται για το ουίσκι σε αυτήν την μία ώρα, μπορώ να πω ότι δεν θα βγείτε ιδιαίτερα γελασμένοι, καθότι είναι πάντα χρήσιμο να (ξανα)μαθαίνεις τα βασικά της καλλιεργημένης απόλαυσης σε μια συμπυκνωμένη παρουσίαση από τους ειδικούς, ενώ οι επιλογές τους έπιασαν ένα ευρύ πανόραμα από τα καλύτερα δείγματα του uisge beatha, δηλαδή του νερού της ζωής στη γλώσσα των Κελτών Σκώτων. Οπότε επιλέξτε και εσείς ένα καλό μπουκάλι, και ακολουθήστε τις οδηγίες τους.

Το κέφι ανάβει, το ουίσκι ρέει, ο χρόνος παγώνει. Ευτυχώς…

Καταρχήν, το ουίσκι δε θέλει βιασύνες. Χρειάζεται ένα σωστό ποτήρι, κατά προτίμηση κλειστό προς τα επάνω για να μη ξεφεύγουν τα αρώματα. Αφήστε το ουίσκι να καθίσει στο κάτω μέρος του ποτηριού αφήνοντας το επάνω ελεύθερο για να κυκλοφορήσουν οι μεθυστικές μυρωδιές. Πάρτε άνετη θέση και ξεκινήστε ενεργοποιώντας την όσφρηση. Φέρτε το ποτήρι κοντά στη μύτη και εισπνεύσετε, αργά και συστηματικά.

Σε κάθε εισπνοή τα ρουθούνια θα καθαρίζουν περισσότερο, και όσο οσφρητικά τυφλοί (ή μπουκωμένοι) και αν είστε, μετά από λίγες εισπνοές ο εγκέφαλός θα έχει ενεργοποιηθεί χάρις σε αυτήν την λίγο παραμελημένη αίσθηση. Τότε πλέον θα είστε έτοιμοι για το βήμα υπ’ αριθμόν 2, την καθαυτό γευστική δοκιμή, η οποία θέλει και αυτή την μέθοδό της.

Είτε προσθέτοντας μια σταγόνα νερό στο ποτήρι είτε αφήνοντας το ποτό αδιάλυτο, πάρτε μια γουλιά χωρία να καταπιείτε και κυκλοφορήστε το ουίσκι στο στόμα. Έτσι επιτρέπετε στους αισθητήρες της γεύσης να γνωριστούν καλύτερα με το ποτό σας. Αν είστε ανυπόμονος, μετρήστε ως το δέκα, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι να σας γίνει συνήθεια και να το κάνετε αυτόματα. Ένας κανόνας λέει μετρήστε έναν αριθμό για κάθε χρονιά παλαίωσης, εκτός και αν είναι ουίσκι 30ετίας, οπότε θα καταντούσε λίγο κουραστικό. Ενώ σκέφτεστε αφηρημένα αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο, θα ενεργοποιηθούν οι σιελογόνοι αδένες και θα αρχίσουν τις επωφελείς εκκρίσεις που θα αναμειχθούν ως φυσικό διαλυτικό με το ουίσκι και θα το κάνουν πιο ευκολόπιοτο για τον οργανισμό σας, οπότε είστε πλέον έτοιμοι για την κατάποση. Πιείτε.

Ποιο μπουκάλι να πρωτοδιαλέξεις;

Αν μετά από όλα αυτά το ουίσκι σας καίει τον ουρανίσκο ή το λαρύγγι, δεν υπάρχει λόγος να παιδεύεστε, μπορείτε απλά στην επόμενη γουλιά να το αραιώσετε με λίγο νερό. Το αραίωμα είναι ένα από τα θέματα που τέθηκαν στη συζήτηση. Η γνώμη των ειδικών είναι να μη διστάζετε, έτσι κι αλλιώς το ουίσκι που αγοράζετε είναι ήδη αραιωμένο από τον κατασκευαστή, προκειμένου το αρχικό απόσταγμα να φτάσει στον καταναλωτή στον επιθυμητό βαθμό αλκοόλ. Εσείς όμως μπορείτε να μειώσετε ακόμα περισσότερο την περιεκτικότητα για να ταιριάξει καλύτερα στη δική σας γεύση, προσθέτοντας όσο νερό χρειάζεται, μέχρι να φτάσετε στην πυκνότητα που σας φαίνεται ιδανική.

Προσοχή όμως κάθε φορά να προσθέτετε από λίγες σταγόνες με επιφύλαξη, αφού μπορείτε να προσθέσετε όσο νερό θέλετε, αλλά όχι να αφαιρέσετε, και θα είναι κρίμα με μια αδέξια κίνηση να μετατρέψετε το (ενδεχομένως πανάκριβο) ουίκσι σας σε νερομπούλι. Προσοχή και υπομονή και… νηφάλιες κινήσεις!

Εκτός από νερό, μπορούμε να αναμείξουμε το ουίσκι μας με κάτι άλλο; Καθώς ζούμε σε εποχή που τα “πρέπει” δεν είναι δημοφιλή και ο καταναλωτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποθαρρύνεται, οι ειδικοί απέφυγαν να απορρίψουν ευθέως την ανάμειξη με πάγο, σόδα, γκαζόζα, κόκα-κόλα, κτλ. Στο πώς απολαμβάνει ο καθένας “δεν υπάρχουν κανόνες, απλά συμβουλές” ήταν η διπλωματική απάντηση. Στην πράξη πάντως, μείναμε στο νερό.

Οι μεγάλες εταιρείες έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντέχουν πειραματισμούς ή να συντηρούν μικρά αποστακτήρια.

Οι ετικέτες που δοκιμάσαμε ήταν όλων των ηλικιών, από τα πιο απλά, αυτά που σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό νόμο πρέπει να έχουν μείνει τουλάχιστον τρία χρόνια στο βαρέλι, μέχρι και τριακονταετίας. Προσοχή εδώ, μια σημαντική λεπτομέρεια. Οι χρόνοι παλαίωσης αφορούν τον ελάχιστο χρόνο, αλλά όχι τον μέγιστο. Ένα ουίσκι δωδεκαετίας είναι τουλάχιστον δώδεκα ετών, αλλά όχι κατ’ ανάγκην μόνο δώδεκα ετών.

Ο παραγωγός μπορεί να αναμείξει και αποστάγματα μεγαλύτερης ωρίμανσης για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, οπότε υπάρχει μια μικρή υστεροβουλία στο να προτιμάτε παραγωγούς που διαβαθμίζουν τις ετικέτες τους σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις. Αν κάποιος βγάζει ουίσκι 12 και 15 ετών, τότε το 12αρι μπορεί να έχει αποστάγματα ως 14 ετών. Αν βγάζει 12 και 24, το 12άρι μπορεί να έχει και αποστάγματα παρά μία ημέρα 24χρονης ωρίμανσης.

Σε αυτό το σημείο η συζήτηση ανοίγει δύο νέα θέματα. Πόσο σημαντική είναι η παλαιότητα; Το single malt είναι καλύτερο από το blend; Η απάντηση είναι ότι όλα αυτά είναι παράμετροι και όχι εγγυήσεις της επιτυχίας. Το βασικό κριτήριο είναι η εμπειρία και τα πρότυπα ποιότητας του παραγωγού και το ταίριασμα με τη υποκειμενική προτίμηση του καθενός. Ένα καλοφτιαγμένο νεαρό ουίσκι μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από ένα άλλο που παλαίωσε άσχημα και ένα καλό blend πολύ ανώτερο από ένα άτυχο single. Το τελικό αποτέλεσμα εναπόκειται πάντοτε στην τέχνη του Master – και αξιολογείται στη σχέση τιμής/ποιότητας, φυσικά.

Ερωτήματα που αποτελούν πάντα μια καλή αφορμή για συζήτηση over a glass of whisky: υφίσταται ακόμα η έννοια του τοπικού ύφους και αναγνωρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε ένα ουίσκι π.χ. Cambeltown (για κάποιους είναι τα καλύτερα) και ένα ουίσκι από άλλο μέρος της Σκωτίας; Η προέλευση της πρώτης ύλης είναι πιο σημαντική από την τοποθεσία του αποστακτηρίου, η τελευταία παίζει κανέναν ρόλο έτσι κι αλλιώς; Το νερό παίζει κάποιο ρόλο, είναι όλες οι μέθοδοι απόσταξης εξίσου καλές; Το ουίσκι της Ινδίας, της μεγαλύτερης παραγωγού και καταναλώτριας διεθνώς, είναι ουίσκι εφόσον δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας;

Η μουσική βοήθησε να κυλήσει ακόμη πιο όμορφα η βραδιά

Ένα άλλο ερώτημα που “καίει” είναι αν ένα ουίσκι μικρού παραγωγού είναι προτιμότερο από τα προϊόντα των πολυεθνικών κολοσσών που σήμερα παράγουν και διακινούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Και εδώ δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Επισημάνθηκε πάντως ότι οι μεγάλες εταιρείες έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντέχουν πειραματισμούς ή να συντηρούν μικρά αποστακτήρια που ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις μάλλον δεν θα επιβίωναν στη σημερινή αγορά. Εντέλει, τα πάντα εξαρτώνται από το αν υπάρχει αγορά πρόθυμη να προτιμήσει και να υποστηρίξει το ποιοτικό προϊόν.

Εμείς πάντως εκείνο το βράδυ τιμήσαμε την ποιότητα επί 14 σε μια γευσιγνωσία που είχε απ’ όλα. Είναι εντελώς προσωπική επιλογή ότι για εμένα ξεχώρισαν το Talisker 30ετιας και το Oban Distillers Edition, ή ότι αγάπησα τα πολύ βαριά Glen Scotia Victoriana των 54,8 βαθμών και το That Boutique-y Whisky Islay #1 των 56,9 βαθμών. Άλλοι θα προτιμήσουν την πολύ πιο εκλεπτυσμένη γεύση του Johnnie Walker Blue Label Ghost & Rare Port Ellen, του Glengoyne 21yo ή του Lagavulin 12yo. Αντίθετα, το μοναδικό μπέρμπον που παρείσφρησε στο συμπόσιο δεν με κέρδισε παρά την πολύχρονη ωρίμανση – βρήκα ότι είχε πολύ έντονο το άρωμα της μπανάνας. Όμως η γνώμη ενός ενθουσιώδους τρίτου χρησιμεύει απλά ως εισαγωγή, ως ένα σημείο εκκίνησης. Όσο πιο έμπειρος γίνεται κανείς τολμώντας και δοκιμάζοντας, τοσο περισσότερο θα εμπιστεύεται τις δικές του αισθήσεις, και όχι τις ψευδαισθήσεις….

Χάρις στην καθοδήγηση, την επιλογή και την άρτια οργάνωση βγήκαμε από τα δύο απανωτά sessions σώοι και νηφάλιοι. Άλλωστε δεν υπήρχε βιασύνη και μολονότι κάθε γευσιγνωσία διαρκούσε μία (διεσταλμένη) ώρα, όλοι ήταν ελεύθεροι να πάρουν τα ποτήρια τους για να συνεχίσουν χαλαρά επάνω στο bar ακούγοντας την The Whisky Band, το συγκρότημα που έφτιαξαν οι πέντε ουισκολόγοι μας, με την Cat Spencer στο τραγούδι. Δεν ήταν καθόλου κακοί, προφανώς το ουίσκι όχι μόνο ομορφαίνει, κάνει τους ανθρώπους και καλύτερους μουσικούς.

Αναλυτικά οι ετικέτες ήταν οι εξής:

Πρώτη γευσιγνωσία

1. Johnnie Walker Blue Label Ghost & Rare Port Ellen
2. Cardhu 18yo
3. Glenmorangie 18yo
4. Lagavulin 12yo
5. Mortlach 16 yo
6. Oban Distillers Edition
7. Talisker 30yo

Δεύτερη γευσιγνωσία

1. Dalmore King Alexander III
2. Glen Scotia Victoriana
3. Glengoyne 21yo
4. Jack Daniel’s No27 Gold
5. Octomore Dialogue
6. That Boutique-y Whisky Islay #1
7. Whisky Magazine Special Selection Editor’s Blend 2018

 

Διαβάστε ακόμα: H Κρήτη εμπνέει πέντε κορυφαίους bartenders να φτιάξουν ελληνικά κοκτέιλ με Metaxa.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top