Φωτογραφημένος από τον Μάριο Βίτι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Πίσω στο ελάχιστα μακρινό 2009, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο άνθρωπος που ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος με το θαυμαστό Μουσείο Μπενάκη, δέχεται την πρόσκληση της δημοσιογράφου Βίβιαν Ευθυμιοπούλου να διαλέξει εκείνος εστιατόριο και μενού για να του κάνει θέμα (σ.σ.: για λογαριασμό της Lifo).

Εκείνος αποδέχεται την πρόταση και πράττει αναλόγως. Επιλέγει το εστιατόριο «Φιλίππου» στο Κολωνάκι και το μενού που προτιμάει να συνοδεύσει τη συζήτησή τους είναι μια έκπληξη για όσους δεν τον γνωρίζουν και μια φυσιολογική επιλογή για τους άλλους που ξέρουν πολύ καλά την ιδιοσυστασία και το εύρος του ανδρός. Τα αγαπημένα του πιάτα ήταν: μπριάμ, κόκορας με μακαρόνια, ντοματοσαλάτα με φέτα, μπίρες και λίγο ψωμί. Σύνολο: 29,9 ευρώ.

Δεν χρειάζεται να αναζητεί κανείς τις υποσημειώσεις στο βίο ενός ανδρός ή, ακόμα περισσότερο, τις τρανταχτές στιγμές του για να διαπιστώσει το ειδικό βάρος του, τη βαθιά ελληνικότητά που κουβαλάει και το ιδιοσυγκρασιακό στιλ του. Από κάτι τέτοια μικρά πράγματα καταλαβαίνεις πολλά περισσότερα. Ο Άγγελος Δεληβορριάς, σεπτό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, άνθρωπος που ερχόταν σε επαφή με επιχειρηματίες, υπουργούς, καλλιτέχνες και απλούς ανθρώπους, ήταν ίδιος και ατόφιος σε κάθε έκφανση της ζωής του.

Ο Άγγελος Δεληβορριάς είχε την αύρα ενός ανθρώπου που αν και χορτασμένος από εμπειρίες και ζωή, διατηρούσε μέσα του το μικρόβιο της δημιουργίας.

Έχει περάσει ακριβώς ένας χρόνος από τον θάνατό του και η απώλειά του εξακολουθεί να προκαλεί ένα μεγάλο κενό. Ορισμένοι άνθρωποι είναι πραγματικά αναντικατάστατοι. Δίχως να το καταλαβαίνουν φέρουν όλες τις ωραίες ιδιότητες της φυλής. Είναι ρωμαλέοι δίχως να το επιδεικνύουν, αβροί δίχως να επιβάλλονται, δημιουργικοί και συνάμα χαμηλόφωνοι, έχουν ανάστημα κι όχι ύψος (όπως έγραφε και ο ποιητής Αργύρης Χιόνης).

Ο Άγγελος Δεληβορριάς είχε την αύρα ενός ανθρώπου που αν και χορτασμένος από εμπειρίες και ζωή, διατηρούσε μέσα του το μικρόβιο της δημιουργίας. Αν και πολίτης του κόσμου, πώς αλλιώς από τη στιγμή που η ταύτισή του με τη μεγάλη τέχνη του άνοιξε τους ορίζοντες, αλλά και συνάμα βαθύτατα ελληνικός. Αυθεντικά ελληνικός κι όχι μονοσήμαντα όπως καταλήγουν να γίνονται οι ακραιφνείς εθνικιστές.

Ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Mε κατηγορούν για ελληνομανία. Ε, λοιπόν σας ενημερώνω ότι είμαι περήφανος για αυτήν». Αρχαιολόγος, ενεργός ανασκαφέας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, Ακαδημαϊκός, ο Άγγελος Δεληβορριάς έφυγε από τη ζωή στα 81 του χρόνια. Προηγουμένως, όμως, είχε προλάβει να ζήσει όπως ήθελε, να ακολουθήσει το όραμά του, να το δει να παίρνει σάρκα και οστά. Ήταν ένας πλήρης, ακέραιος άνθρωπος. Με τη βραχνή φωνή του -κάπνιζε πολλά τσιγάρα-, με το αιχμηρό του χιούμορ, τις καίριες τοποθετήσεις του για τα ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας, την έμφυτη ευγένειά του, αλλά και την ευθύτητά που πάντα τον χαρακτήριζε.

Επί τέσσερις δεκαετίες στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη, ο Άγγελος Δεληβοριάς αποδείχθηκε εξαίρετος μάνατζερ. Κι όχι μόνο (Menelaos Myrillas / SOOC).

Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Άγγελος Δεληβορριάς πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία (1956). Το 1965 διορίσθηκε στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπηρέτησε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1973 ανακηρύχθηκε πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, στη σχολή École Pratique des Hautes Études.

Ένα χρόνο αργότερα (1973) του ανατέθηκε η διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας, του οποίου εισηγήθηκε την άμεση, ριζική ανάπλαση, που ολοκληρώθηκε έπειτα από 27 έτη (2000). Το 1992 αναγορεύτηκε καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο».

Επί των ημερών του το Μουσείο Μπενάκη μπαίνει στην κορυφή της πρωτοπορίας, γίνεται ένας φορέας πολιτιστικής δράσης

Στις 31 Οκτωβρίου 2014, σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου, ανακοινώθηκε η αποχώρησή του από τη θέση του διευθυντή, καταλαμβάνοντας πλέον μια θέση στη Διοικητική Επιτροπή του ιδρύματος. Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογία-Μουσειολογία.

Δεν είναι λίγο πράγμα να διοικείς επί 41 συναπτά χρόνια έναν φορέα όπως το Μουσείο Μπενάκη και να μην είσαι ένας απλός διαχειριστής, αλλά ένας εμπνευσμένος μάνατζερ. Διότι ο Άγγελος Δεληβορρίας έλαβε μια βαριά κληρονομιά και δεν την άφησε να σκορπιστεί με τα χρόνια. Αντίθετα, τη μεγέθυνε, της έδωσε αέρα να αναπνεύσει, να έρθει σε επαφή με το πλατύ κοινό.

Αίφνης, επί των ημερών του το Μουσείο Μπενάκη μπαίνει στην κορυφή της πρωτοπορίας, γίνεται ένας φορέας πολιτιστικής δράσης που μόνο σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού μπορείς να συναντήσεις. Η απόφασή του να δημιουργήσει πολλαπλά παραρτήματα του Μουσείου έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετούς δωρεοδόχους να συνεισφέρουν, ενώ συνάμα έχτισε γέφυρες ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του ελληνικού πολιτισμού.

Είτε με κόκκινο κασκόλ είτε με επίσημο κοστούμι, ο Άγγελος Δεληβορριάς δεν έχανε ποτέ την αυθεντικότητά του (Menelaos Myrillas / SOOC).

Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου, υπήρξε ο μακροβιότερος (διεθνώς) επικεφαλής Μουσείου, αλλά ταυτόχρονα και ο μάνατζερ, ο «δημιουργός πόρων» (fundraiser) και ο επιστημονικός υπεύθυνος, όπως και ο άνθρωπος που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τις πάσης φύσεως επαφές με τις διοικητικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους.

Έχει φωτογραφηθεί για κάμποσες συνεντεύξεις. Πάντοτε χαμογελαστός, ευθυτενής, με τη δική του χάρη. Είτε με απλό πουκάμισο, είτε με κοστούμι ή με ένα απλό τζιν, ο Άγγελος Δεληβορριάς ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση του ανδρός που μπορούσε να αναδεικνύει το στιλ του. Δεν είναι τυχαίο, καθώς η αισθητική είναι ένα αδιαίρετο σύνολο διαφορετικών πραγμάτων. Από το μπριάμ που γράφαμε στην αρχή έως τη γραβάτα ή το κόκκινο κασκόλ η απόσταση δεν είναι μεγάλη όσο φαίνεται. Πρόκειται για αυθεντικό class που δεν κραυγάζει, που δεν χρησιμοποιείται για να ενδυθεί μια κενή περσόνα, αλλά ενοποιεί ένα όλον. Αυτός ακριβώς ήταν ο Άγγελος Δεληβορριάς. Ένα όλον που μας λείπει.

 

Διαβάστε ακόμα: Το ευγενές στυλ του Κώστα Γαβρά.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top