ob_ac4980_mlp205351

Μουστάκι και μαλλιά λευκά, σκούρο γκρι σακάκι, ο Γιάννης Κουνέλλης έδειχνε τόσο λιτός όσο και το έργο του. Ένα έργο ακατέργαστης κομψότητας. (Φωτογραφία: michellunardelli.com)

Έφυγε παρέα με τον Δημήτρη Μυταρά την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου, στα 80 του χρόνια, για το νέο του ταξίδι. Μουστάκι και μαλλιά λευκά, σκούρο γκρι σακάκι, ο Γιάννης Κουνέλλης έδειχνε τόσο λιτός όσο και το έργο του. Ένα έργο ακατέργαστης κομψότητας που έμπλεκε ατσάλινα φύλλα, κάρβουνο και σακιά από κάνναβη. Λιθάρια και επενδύτες κρεμασμένους από σιδερένια άγκιστρα. Είναι μια ασκητική αυστηρότητα που εκπέμπουν οι εμφαντικές του σκηνογραφίες, οι οποίες, ενώ με την πρώτη ματιά φαντάζουν ερμητικές, αποδεικνύονται βαριές νοήματος.

Στα 20 του, αυτός ο γιος ναυτικού που γεννήθηκε στον Πειραιά, σηκώνει άγκυρες για τη Ρώμη, και αρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Είναι η εποχή των ανακαλύψεων: πίνακες από σακιά του Alberto Burri, μονοχρωμίες σκισμένες με ξυράφι του Lucio Fontana, οι εννοιολογικές εκκεντρικότητες του Piero Manzoni… Πολύ γρήγορα, ο Κουνέλλης ζωγραφίζει τα πρώτα του έργα: πίνακες καλυμμένους από τεράστια μαύρα γράμματα, αριθμούς, βέλη, σύμβολα. Η ιδέα; Να δείξει την τέχνη ως μία γλώσσα σημείων.

Τη δεκαετία του’60, αντιλαμβάνεται ότι η ζωγραφική δεν περιγράφει την πολυπλοκότητα του κόσμου. Οπότε ο Κουνέλλης βγαίνει από το πλαίσιο, αντικαθιστώντας τους καμβάδες με φύλα από ατσάλι και τις μπογιές με αντικείμενα διευθετημένα μέσα στο χώρο. Καθώς είναι και συγγραφέας, ο καλλιτέχνης μετατρέπει αυτά τα στοιχεία σε λέξεις του οπτικού του λεξικού, το οποίο ξαναχρησιμοποιεί και συνδυάζει επ’ άπειρον. Κι έτσι γίνεται, χωρίς να το επιδιώξει, ένας από τους πρωτοπόρους της Arte Povera.

Η δημιουργία νοήματος. Αυτή είναι ο βασικός σκοπός του Κουνέλλη και της Arte Povera. Το 1969 στη Ρώμη, δημιουργεί τεράστιο θόρυβο εκθέτοντας 12 ζωντανά άλογα και μετατρέποντας την γκαλερί σε ιπποφορβείο.

Το κίνημα αρχίζει να σχηματοποιείται το 1967, υπο την επίδραση του κριτικού τέχνης Germano Celant, κατά τη διάρκεια μια ομαδικής έκθεσης στη Gênes. Μια ντουζίνα καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων ο Κουνέλλης, ο Giovanni Anselmo, ο Mario Merz και ο Giuseppe Penone) έρχεται σε αντίθεση με τη διακοσμητική πλευρά (πολύ εμπορική) της pop-art και την ουδετερότητα (πολύ άγονη) του μινιμαλισμού. Ελάσματα, μαλλί, ξύλο, σφαγμένα ζώα: τα ταπεινά και καθημερινά υλικά έχουν την τιμητική τους, στο πλαίσιο αυτού του ανταρτοπόλεμου που ξέσπασε ενάντια στην κοινωνία της κατανάλωσης και την ηγεμονία της αμερικανικής αγοράς τέχνης.

jk_sarajevo_2003-copy

Πάντα συνδεδεμένη με την Ιστορία και τη μνήμη, η ποιητική τέχνη του Κουνέλλη κουβαλάει τα σημάδια του πολέμου – όπως ακριβώς και το θέατρο του Samuel Beckett, απ’ το οποίο εμπνέεται. (Φωτογραφία: elisabettacipriani.com)

Η δημιουργία νοήματος. Αυτή είναι η κύρια έγνοια του Κουνέλλη κι ο βασικός σκοπός της Arte Povera. Το 1969 στη Ρώμη, ο Έλληνας δημιουργεί τεράστιο θόρυβο εκθέτοντας 12 ζωντανά άλογα και μετατρέποντας την γκαλερί Attico σε ιπποφορβείο. Μια άγρια σύγκρουση μεταξύ φύσης και κουλτούρας. Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το άσπιλο λευκό του χώρου της έκθεσης διαλύονται. Ως ζωντανά σημάδια, τα άλογα παραπέμπουν στους πίνακες με τα ιππικά θέματα της κλασικής τέχνης, την οποία ταυτόχρονα δυναμιτίζουν. Η τέχνη δεν αναπαριστά πλέον, παριστά.

Παλτό, καρέκλες: Όλα, στον Κουνέλλη παραπέμπουν στον Άνθρωπο, επίκεντρο και μέτρο του παντός. Οι ατσαλένιες πλάκες; Έχουν το στάνταρ μέγεθος ενός μεταλλικού σομιέ. Συχνά κρεμασμένα, τα αντικείμενα υπογραμμίζουν τη δύναμη της βαρύτητας που συνδέει τον άνθρωπο με τη γη. Σπάθες του Δαμοκλέους, κουζινικά ή όπλα εγκλήματος, τα μαχαίρια είναι αναφορές στη βία, τραγικά καθημερινή, της ύπαρξης. Σύμβολο του ελέγχου της φωτιάς και της βιομηχανικής επανάστασης, το κάρβουνο με τη σειρά του παραπέμπει στην ανθρωπότητα. Και οι δεμένες μεταξύ τους χλαίνες στην αλληλεγγύη.

Σ’ αυτόν τον μέγα γνώστη των ελληνικών τραγωδιών, αντικείμενα και υλικά έχουν πολιτικό νόημα. Πάντα συνδεδεμένη με την Ιστορία και τη μνήμη, η ποιητική τέχνη του Κουνέλλη κουβαλάει τα σημάδια του πολέμου – όπως ακριβώς και το θέατρο του Samuel Beckett, απ’ το οποίο εμπνέεται. Σοκολατάκια με αέριο που φτύνουν φωτιά, καπνός που βγαίνει από θραύσματα κλασικών γλυπτών, εντοιχισμένες πόρτες, καμπάνες τυλιγμένες σε σάβανα… Ο Γιάννης Κουνέλλης ήθελε να εκφράσει την ταραχή, το πέρασμα του χρόνου, το μυστήριο της ύπαρξης. Το θάνατο, αλλά και την ανασυγκρότηση. Χωρίς εξηγήσεις και συχνά χωρίς τίτλους, δεν σταμάτησε να μας φέρνει αντιμέτωπους με την αγνότητα (και την ωμότητα) των έργων του, την οποία ανανέωνε ασταμάτητα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ιάννης Ξενάκης (1922-2001), ο πολύτοπος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top