6panag

«Ο πατέρας μάς απαθανατίζει να χαζεύουμε τα σκυλόψαρα που είχε αραδιάσει ο μπαρμπα-Γιάννης μπροστά στη βάρκα του προς τέρψη των παραθεριστών…».

Στην ταβέρνα του μπαρμπα-Γιάννη δεν έμπαινα ποτέ με το κεφάλι ψηλά. Το απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, αφού ακόμα και το δέλεαρ μιας παγωμένης ΕΨΑ δεν ήταν ικανό να διασκεδάσει τον τρόμο που μου προκαλούσε η κιτρινισμένη φωτογραφία στον τοίχο.

Η ταβέρνα του μπαρμπα-Γιάννη ήταν το τελευταίο κτίσμα στο τελευταίο χωριουδάκι του Παγασητικού πριν το Τρίκερι. Λίγα μέτρα πριν την ταβέρνα τελείωνε η άσφαλτος. Από κει συνέχιζε ένας χωματόδρομος μέχρι τον ταρσανά και το κάμπινγκ, όπου έμεναν οι χίπηδες, τουτέστιν Γερμανοί που έφταναν οδικώς ως εκεί, με κάτι υπέροχα φορτηγάκια Volkswagen, βαμμένα με φωτεινά χρώματα και κουρτινάκια στα παράθυρα. Πιο πέρα από το κάμπινγκ δεν μας άφηναν να πάμε. Εκεί, σύμφωνα με τις διηγήσεις των μεγάλων δούλευε η ΜΟΜΑ −που τη φανταζόμουν σαν μια αχόρταγη, χοντρή γριά μάγισσα− που άνοιγε τον δρόμο για το Τρίκερι.

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε ψαράς. Ένας μαυριδερός, λιγομίλητος άντρας, με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο και χέρια από γρανίτη. Τον θυμάμαι καθισμένο μπροστά στην ταβέρνα, μ’ ένα άφιλτρο τσιγάρο κολλημένο λες κάτω από το παχύ μουστάκι του, να καρφιτσώνει μεθοδικά τα αγκίστρια στον φελλό γύρω απ’ το χείλος ενός ρηχού καλαθιού μέσα στο οποίο κουλουριαζόταν η πετονιά. Πότε θα ’ρθεις να ρίξουμε παραγάδι, μου ’λεγε κάθε φορά. Δεν απαντούσα. Ο μπαρμπα-Γιάννης με τρόμαζε λιγάκι. Ήταν που δεν έλεγε πολλά και που δεν φοβόταν μην τρυπήσει τα δάχτυλά του με τ’ αγκίστρια.

«Θυμάμαι τον μπαρμπα-Γιάννη να καρφιτσώνει μεθοδικά τα αγκίστρια στον φελλό γύρω απ’ το χείλος ενός ρηχού καλαθιού μέσα στο οποίο κουλουριαζόταν η πετονιά. Πότε θα ’ρθεις να ρίξουμε παραγάδι, μου ’λεγε κάθε φορά».

Την ταβέρνα την κρατούσε η κυρα-Γαρουφαλλιά, με το μουστάκι της κι εκείνη, την κρεατοελιά κάτω από το πιγούνι και κάτι κατάμαυρα μεγάλα μάτια − τόσο μεγάλα που σου έδιναν την εντύπωση πως, λίγο να πλησίαζες, θα μπορούσες να δεις μέσα της. Τη βοηθούσε κι ο μικρός της γιος, ένα καλόκαρδο, χαμογελαστό παιδί. Ο άλλος, ο μεγάλος, ήταν στρατιωτικός. Δεν τον είχαμε δει ποτέ − μιλάω για τη Χούντα τώρα.

Μπροστά στην ταβέρνα υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι να σκιάζει τα λιγοστά τραπέζια που έφταναν ως την αμμουδιά, κι από κει ξεκινούσε μια σιδερένια, σκουριασμένη σκάλα με φαγωμένα σανίδια. Αν καθόσουν στα τραπέζια έμοιαζε με μισοτελειωμένη γέφυρα που, αν ποτέ τελείωνε, θα ένωνε την παραλία με τον Αλατά, το κατάφυτο νησάκι απέναντι. Σ’ αυτή τη σκάλα έδενε τη βάρκα του ο μπαρμπα-Γιάννης. Εκεί ανεβαίναμε κι εμείς και κάναμε βουτιές, όποτε δεν έβλεπε η μάνα, γιατί πίστευε ότι με τις βουτιές κάνεις ωτίτιδες.

Μέσα, η ταβέρνα δεν είχε πολλά πράγματα. Κάτι τελάρα στοιβαγμένα, με μπίρες, ρετσίνες κι αναψυκτικά. Στο βάθος είχε ένα μεγάλο ψυγείο με βιτρίνα και πίσω του μια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. Στον τοίχο αριστερά υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης, γερτός, με τη ζωγραφιά μιας χαμογελαστής κοπέλας που κρατούσε το υπέροχο, μπιρμπιλωτό μπουκάλι της ΕΨΑ. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε μονάχα μια φωτογραφία, κιτρινισμένη απ’ τον καιρό − η πιο τρομακτική φωτογραφία που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έδειχνε, αλλά αυτό ήταν που την έκανε ακόμα πιο τρομακτική. Τόσο τρομακτική που αρνιόμουν να μπω στην ταβέρνα. Κι αν ποτέ έμπαινα, έμπαινα σκυφτός για ν’ αποφύγω το τρομερό θέαμα.


Διαβάστε ακόμα: «Πώς ο πατέρας μου έστειλε τον Νέμο με τον Ναυτίλο του για να με σώσει»


Δεν είχα πει τίποτε σε κανέναν. Τους αληθινά μεγάλους φόβους δεν τους μοιράζεσαι. Αν το κάνεις παύουν να είναι τόσο μεγάλοι. Νομίζω πως τους μεγάλους φόβους τους έχουμε ανάγκη. Κατά κάποιον τρόπο μας θυμίζουν πως είμαστε ζωντανοί.

Χρόνια πολλά μετά, κοιτώντας κάτι παλιές φωτογραφίες, ήρθε η κουβέντα στις διακοπές μας στο Πήλιο. Με πληροφόρησαν ότι ο μπαρμπα-Γιάννης κι η κυρα-Γαρουφαλλιά είχαν πεθάνει από καιρό. Ήταν αναμενόμενο, αλλά στεναχωρήθηκα. Για να ξεσφίξω τον κόμπο στο στήθος, ρώτησα τον πατέρα, τάχα αδιάφορα, αν είχε υπόψη του τι ήταν εκείνη η φωτογραφία στον τοίχο. Έγνεψε χαμογελαστός. Πού τη θυμάσαι; μου είπε.

1PANAG

«Η ξεδοντιασμένη σκάλα μπροστά στην ταβέρνα του μπαρμπα-Γιάννη –φόβος και τρόμος των γονιών, αληθινή πρόκληση για μας…», θυμάται ο συγγραφέας (αριστερά στη φωτογραφία, κοιτώντας τον φακό και αποστηθίζοντας…).

Οι χωριανοί, λέει, είχαν τα ζώα τους πάνω στον Αλατά. Εκείνα έβοσκαν ελεύθερα κι οι χωριανοί δεν είχαν έγνοια. Για ό,τι χρειαζόταν, το κρέας τους, το γάλα τους, περνούσαν απέναντι με τη βάρκα. Ένα πρωί, στα απόνερα ενός άγριου χειμώνα, σηκώθηκαν αλαφιασμένοι, καθώς από τον Αλατά ακούγονταν επίμονα βελάσματα. Μπήκαν στις βάρκες κι όπως πλησιάζαν είδαν τον λύκο να ’χει βάλει πλώρη για να γυρίσει στη στεριά. Τονε κυκλώσανε δυο τρεις και, καθώς μέσα στο νερό ήταν ανήμπορος ν’ αντιδράσει, του περάσαν μια θηλιά και τονε βγάλαν έξω. Ένας δυο που ’χαν βγει στο νησί τούς έφεραν τα άσχημα μαντάτα. Ποιος ξέρει από πότε νηστικός, ο λύκος είχε περάσει απέναντι και είχε πνίξει όσα ζώα πρόλαβε − σφαγή κανονική. Τον έγδαραν επιτόπου ζωντανό απ’ τον λαιμό και κάτω.

Σ’ εκείνη τη φωτογραφία έβλεπες το αλλόκοτο ζώο στη μέση, γδαρμένο, ένα πλάσμα βγαλμένο από εφιάλτη, και τους χωρικούς δεξιά κι αριστερά, να καμαρώνουν σε απόσταση ασφαλείας. Δυο απ’ αυτούς κρατούσαν μακριά κοντάρια με γάντζο στο ένα τους άκρο, ώστε, τραβώντας από δυο μεριές, να σφίγγουν τη θηλιά στον λαιμό του λύκου, κρατώντας τον ακίνητο για χάρη του φωτογράφου που απαθανάτιζε τη σκηνή.

Σύμφωνα με τον πατέρα, ανάμεσα στους χωρικούς ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο μεγάλος του γιος, που όταν έπεσε η Χούντα πέρασε στρατοδικείο κι έκανε κάμποσα χρόνια φυλακή, γιατί είχε τσακίσει στο ξύλο έναν φαντάρο.

//Από το νέο βιβλίο (ένα γλυκόπικρο flash back στην παιδικότητα) του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Γραφικός χαρακτήρας», εκδ. Μεταίχμιο, Απρίλιος 2016. «Μια συλλογή», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, «από 67 μικρές –έως μικροσκοπικές– ιστορίες, όπως εκείνες που ξεπηδούν απρόσκλητες καθώς ξεφυλλίζεις, ας πούμε, το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες».

 

Διαβάστε ακόμα: Top 10 ποιήματα για την παιδικότητα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top