Αν και η «πίστα» έχει αλλάξει «στα σημεία», π.χ. ανάμεσα στις στροφές (Bureau de) Tabac και La Rascasse, για να χωρέσει η μεγάλη πισίνα και να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για τα pits, η βασική διαδρομή παραμένει όπως ήταν και το 1929 (Photo by Mark Thompson/Getty Images).

Μια βροχερή, κρύα νύχτα του Ιανουαρίου του 1297 δυο δυστυχισμένοι, μουσκεμένοι Φραγκισκανοί μοναχοί, ζητώντας καταφύγιο από το κρύο, χτύπησαν την πόρτα του κάστρου της Γενοβέζικης οικογένειας που διαφέντευε τη μικρή πόλη στον μυχό του βραχώδη όρμου της Μεσογειακής ακτής που είναι γνωστή σήμερα ως Riviera.

Με το που μπήκαν στο κάστρο, ο Francesco Grimaldi, γνωστός με το παρατσούκλι “Il Malizia” (ο Μοχθηρός), διαβόητος Γενοβέζος πειρατής, φόβος και τρόμος της Μεσογείου, και ο εξάδελφός του Rainier πέταξαν τα ράσα, έβγαλαν τα σπαθιά τους και ανάγκασαν τους φρουρούς να ανοίξουν την πύλη για να μπει και η υπόλοιπη κομπανία. Μάλιστα, το γεγονός απαθανατίζεται στον θυρεό της πόλης το οποίο απεικονίζει δυο μοναχούς ζωσμένους τα σπαθιά τους.

Από τον εξάδελφο Rainier λοιπόν που, στον ελεύθερο χρόνο του, ήταν και Λόρδος της γειτονικής πόλης Cagnes, ξεκίνησε η δυναστεία των Grimaldi, πριγκίπων του Μονακό. Το δε πριγκιπάτο πήρε το όνομά του από τον Μόνοικο, αποικία των Φωκαεών της Μασσαλίας, αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε.

Τον Ιανουάριο του 1911, ξεκίνησε το Ράλλυ Μόντε Κάρλο με 23 συμμετοχές από 11 πόλεις.

Σήμερα, 722 χρόνια μετά, οι Grimaldi παραμένουν άρχοντες του μικρότερου –και πιθανότατα πλουσιότερου– ανεξάρτητου κράτους στον κόσμο και φημισμένου φορολογικού παραδείσου. Το οποίο αποτελείται από τρία χωριά που, με τα χρόνια, ενώθηκαν σε ένα: το Μονακό, στον βράχο όπου βρίσκεται και το κάστρο/παλάτι των Grimaldi, το Μόντε Κάρλο, στον απέναντι λόφο και τη Λα Κονταμίν, το μικρό λιμάνι ανάμεσα στα δυο.

Το 1ο Grand Prix του Μονακό, το 1929, αγώνα που διήρκεσε τέσσερις σχεδόν ώρες και 100 γύρους, κέρδισε ο Willy “W Williams” Grover (Bugatti #12) μετά από μάχη με τον Rudi Caracciola (Mercedes #34)(photo Bugatti).

Πολύ πριν το 1956, όταν ο Rainier III παντρεύτηκε τη Grace Kelly, το Μόντε Κάρλο ήταν γνωστό για το καζίνο του που, ανοίγοντας το 1863, είχε μετατρέψει το πριγκιπάτο από μαγευτικό τόπο παραθερισμού, με μεσογειακό κλίμα και ήπιους χειμώνες, σε «καταφύγιο» εκατοντάδων διασημοτήτων.

Σημαντική στη δημιουργία της λαμπερής εικόνας του Μονακό ήταν η συμβολή των Noghès, πάμπλουτης οικογένειας καπνεμπόρων και, σημαντικότερα, φίλων και αργότερα συγγενών των Grimaldi. Ο Alexandre Noghès, πρόεδρος του Sport Automobile Vélocipédique Monegasque, της τοπικής λέσχης αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας, ήταν αυτός που είχε την ιδέα ενός αγώνα που θα ξεκινούσε από διάφορα σημεία της Ευρώπης και θα συγκέντρωνε τα αυτοκίνητα στο Μόντε Κάρλο. Έτσι ξεκίνησε, τον Ιανουάριο του 1911, το Ράλλυ Μόντε Κάρλο με 23 συμμετοχές από 11 πόλεις.

Το 1925, το SAVM μετονομάστηκε σε Automobile Club de Monaco και, τρία χρόνια αργότερα, ο γιος του Alexandre, Anthony, πρότεινε να διοργανώσει το Μονακό ένα Grand Prix. Η ιδέα άρεσε στον πρίγκιπα Louis II, που έσπευσε να χρηματοδοτήσει τη διοργάνωση, και στον Μονεγάσκο οδηγό Louis Chiron που ανέλαβε να προσκαλέσει άλλους οδηγούς.

Έτσι, στις 14 Απριλίου του 1929, διεξήχθη το 1ο Grand Prix του Μονακό με 16 προσκεκλημένους οδηγούς και σειρά εκκίνησης που καθορίστηκε μετά από κλήρωση. Τον αγώνα, που διήρκεσε τέσσερις σχεδόν ώρες και 100 γύρους, κέρδισε ο Βρετανός “W Williams” (nom-de-volant του Βρετανού William “Willy” Grover, μετέπειτα γνωστού ως Willy Grover-Williams, για την εντυπωσιακή, «ανδρική» ζωή του οποίου δείτε αυτό) στο τιμόνι της προσωπικής του Bugatti –βαμμένης μάλιστα σε British Racing Green για να μη θεωρηθεί εργοστασιακή συμμετοχή– μετά από επική μάχη με την 7λιτρη Mercedes του ανερχόμενου Γερμανού αστέρα Rudi Caracciola που τερμάτισε 3ος.

Το 1933 οι Ιταλοί Achille Varzi (Bugatti) και Tazio Nuvolari (Alfa Romeo) είχαν μια από τις ιστορικότερες μονομαχίες τους στους δρόμους του πριγκιπάτου, ενώ στο Grand Prix του 1934 η σύντομη καριέρα του αδικοχαμένου, αργότερα τον ίδιο χρόνο, νεαρού Γαλλο-Αλγερινού Guy Moll (Alfa Romeo) έφτασε στο ζενίθ της, μετά την επικράτησή του επί πολύ εμπειρότερων οδηγών.

Πέντε από τις 14 νίκες του Graham Hill σε Grand Prix ήταν στο Μονακό. Εδώ μετά τον τερματισμό το 1968 (photo lastflag.com).

Ο αγώνας φυσικά σταμάτησε στα χρόνια του Πολέμου αν και, στις 5 Αυγούστου του 1945, εννέα δηλαδή μέρες πριν την παράδοση των Ιαπώνων, η Αμερικανική 36η Μεραρχία Πεζικού [διότι εδώ κάνουμε έρευνα, δεν γράφουμε απλώς «κάτι Αμερικανοί στρατιώτες»] διοργάνωσαν εκεί αγώνα ακριβείας (régularité) για στρατιωτικά Jeep και φορτηγά GMC!

Το Μονακό είναι μια «πίστα» όπου ο οδηγός παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το αυτοκίνητο.

Η αγωνιστική δράση αναγεννήθηκε το 1948, αλλά, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, το Grand Prix έχασε την αίγλη του – το 1952, για παράδειγμα, έγινε για αυτοκίνητα σπορ. Το 1955 ωστόσο επανήλθε στο Πρωτάθλημα F1 μ’ έναν δραματικό αγώνα που είδε τη Lancia του Alberto Ascari, στο πολύ πιο γρήγορο τότε σικέιν, να βουτάει στα νερά του λιμανιού και τη νίκη να καταλήγει στη Ferrari του Maurice Trintignant, θείου του ηθοποιού Jean-Louis Trintignant.

Το Μονακό πάντως είναι μια «πίστα» όπου ο οδηγός παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το αυτοκίνητο [μάλιστα λέγαμε, την εποχή των “ground effects”, ότι στο Μονακό υπερνικούν τα “cockpit effects”]. Έτσι, το Grand Prix του Μονακό, κατά κανόνα, κερδίζεται από τους ικανότερους: ο Ayrton Senna νίκησε έξι φορές μεταξύ 1987 και 1993, ο “Mister Monaco”, Graham Hill, πέντε, τη δεκαετία του ’60, όσες και ο Michael Schumacher, ο Alain Prost τέσσερις και από τρεις φορές οι Stirling Moss, Jackie Stewart και Nico Rosberg.

Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν λείψει και οι εκπλήξεις. Το 1972, για παράδειγμα, ο Jean-Pierre Beltoise (BRM) ήταν άπιαστος στη βροχή, χωρίς να καταφέρει να κερδίσει άλλο Grand Prix. Κάτι ανάλογο συνέβη και το 1996, σ’ έναν ακόμα βροχερό αγώνα, όταν ο Olivier Panis πέτυχε την πρώτη και μοναδική του νίκη σε Grand Prix – και την πρώτη της Ligier μετά από 15 χρόνια.

Νωρίτερα, το 1982, ο Riccardo Patrese (Brabham-Ford) κέρδισε έναν αγώνα που φαινόταν πως κανείς δεν μπορούσε να κερδίσει. Με τη βροχή (που ειδικά στο Μονακό μπορεί να αλλάξει τελείως τα δεδομένα) να πέφτει στους τρεις τελευταίους γύρους –και άρα πολύ αργά για να βάλει κανείς βρόχινα λάστιχα– ο Prost βγήκε από την πίστα, ο Patrese έκανε τετ-α-κε, οι Didier Pironi και Andrea de Cesaris έμειναν από βενζίνη(!) και ο Derek Daly έχασε τα λάδια του κιβωτίου του. Ο Patrese όμως κατάφερε να συνεχίσει και να περάσει τη γραμμή του τερματισμού θεωρώντας πως είχε χάσει τη νίκη – δεν την είχε χάσει.

Το 1972 ο Jean-Pierre Beltoise (BRM) ήταν άπιαστος στη βροχή. Αυτή ήταν η μόνη του νίκη σε Grand Prix (photo autoweek.com).

Έχουν όμως υπάρξει και τραγωδίες στο Μονακό. To 1967 η Ferrari του Lorenzo Bandini βγήκε από τον δρόμο στο σικέιν και πήρε φωτιά δίπλα στις αχυρόμπαλες – που έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Ακόμα χειρότερα τα έκανε και το ρεύμα αέρα από το ελικόπτερο της τηλεόρασης που εννοούσε να παραμένει ακριβώς από πάνω. Ένα «ρεσιτάλ» ανευθυνότητας, έλλειψης εκπαίδευσης, ανικανότητας και μοιραίας καθυστέρησης είχε συνέπεια ο Ιταλός να υποκύψει στα καθολικά εγκαύματά του τρεις μέρες αργότερα.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1994, στις ελεύθερες δοκιμές της Πέμπτης, ο Karl Wendlinger (Sauber-Mercedes) βγήκε από την πίστα στο ίδιο σημείο και χτύπησε στον τοίχο με 280 km/h! Τα τραύματα στο κεφάλι άφησαν τον νεαρό Αυστριακό σε κώμα για εβδομάδες και στην ουσία σήμαναν το τέλος της αγωνιστικής του καριέρας.

Το 1982 ο Riccardo Patrese (Brabham-Ford) κέρδισε έναν αγώνα που φαινόταν πως κανείς δεν θα κέρδιζε. Το σχόλιο του James Hunt, στην τηλεόραση τότε του BBC, τα λέει όλα (redbull.com).

Αν και με τα χρόνια, και με την εξέλιξη της πόλης, η «πίστα» έχει αλλάξει «στα σημεία» –μ’ ένα ανασχεδιασμένο κομμάτι ανάμεσα στις στροφές (Bureau de) Tabac και La Rascasse, για να χωρέσει η μεγάλη πισίνα και να δημιουργηθεί και περισσότερος χώρος για τα pits, το 1973– η  βασική διαδρομή παραμένει όπως ήταν και το 1929. Αργότερα, οι στροφές Sainte Devote και La Rascasse έγιναν πιο κλειστές για να μετριάσουν τις εκεί ταχύτητες, ενώ το 1986 «έκλεισε» κάπως και το σικέιν για τον ίδιο λόγο.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που φοβούνται πως, σε τέτοια διαδρομή και με τέτοιες ταχύτητες, το «κακό» δεν θα αργήσει να γίνει. Το Grand Prix του Μονακό ωστόσο, ένας απόλυτα αντιθεαματικός (για τους μη γνώστες τουλάχιστον) βιώσιμος αναχρονισμός, εξακολουθεί, χρόνο με τον χρόνο, όχι μόνο να επιζεί αλλά και να διακρίνεται, μολονότι υποδομές και μέτρα ασφαλείας υπολείπονται κατά πολύ κάθε άλλου σιρκουί.

Οι έξι νίκες του Ayrton Senna στο Μονακό (εδώ το 1989) είναι απίθανο να ξεπεραστούν στο άμεσο μέλλον. Από τους σημερινούς οδηγούς οι Hamilton και Vettel έχουν μόλις από δυο (photo reddit).

Γιατί το Grand Prix του Μονακό δεν είναι ένα ακόμα Grand Prix. Είναι το σημαντικότερο Grand Prix της χρονιάς και το μέρος όπου όλοι θέλουν να βρίσκονται τις μέρες του αγώνα.  Και μη γελιέστε, οι περισσότερες συμφωνίες ομάδων και οδηγών κλείνονται στο paddock του Μονακό, έστω και αν ανακοινώνονται αργότερα. Η δε λάμψη του Πριγκιπάτου αντανακλάται στη Formula 1 όπως και η γοητεία της Formula 1 αντανακλάται στην ίδια την πόλη.

«Αυτός ο τόπος μάς δίνει περισσότερα απ’ όσα του δίνουμε εμείς», είχε άλλωστε παραδεχτεί ο Bernie Ecclestone, αφεντικό της Formula 1 την προ-Liberty Media εποχή.

 

Διαβάστε ακόμα: Formula 1 – 28 λιγότερο γνωστές λεπτομέρειες για το Grand Prix του Μονακό.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top