Είχε τη φαλάκρα ενός Βέγγου, τις φαβορίτες ενός Μπαρτ Ρέινολντς κι ένα φανταχτερό μουστάκι που δεν ταίριαζε στο γελαστό του πρόσωπο, αλλά λες και τό ‘χε κολλήσει επίτηδες για να πάρει μέρος σε κάποια αριστοφανική παράσταση. (Φωτογραφία: In Vogue Locations)

Με καταγωγή από την Τήνο, γεννήθηκε στην Αθήνα, και σ’ όλη του τη ζωή χάρισε στους γύρω του το παιχνιδιάρικο και κατεργάρικο πνεύμα του, το οποίο θα χαρακτηρίσει και τους διαδόχους του.

Από πολύ νεαρή ηλικία, το πρόωρο πάθος του για τη ζωγραφική θα βρει σύμμαχο την οικογένειά του, η οποία –πράγμα σπάνιο- στάθηκε δίπλα του σ’ όλη του τη ζωή. Φοιτητής στην Καλών Τεχνών, οι δικοί του, παρά τη φτώχια και την πείνα της εποχής, θα δώσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν για να του αγοράσουν σε αστρονομικές τιμές τα πολύτιμα σωληνάρια χρωμάτων.

Για τον Γαΐτη, οι σπουδές στη Σχολή «Εξουδετερώνουν παρά απελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις». Πηγαίνει εκεί σπάνια και προτιμάει να δουλεύει στο ατελιέ του, ανοιχτό σε όλους, μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα γεμάτη ιδέες και πάθη. Μια ζωή το λάτρευε αυτό, διαθέτοντας ένα απαράμιλλο ταλέντο φιλοξενίας, ακόμα και σε καιρούς γλίσχρους.

Η σχέση του Γαΐτη με τη ζωγραφική είναι μια σχέση σωματική και ενστικτώδης: σπάνια ακούει μουσική και το μοναδικό βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα διάβασε ποτέ είναι η βιογραφία του Van Gogh. Η φιλία, η αγάπη για τις γυναίκες, η εξωστρέφεια και η βαθιά κατανόηση του κόσμου, τρέφουν, καθησυχάζουν, αλλά και ενισχύουν την εσωτερική του φωνή, την όρεξή του για ζωή.

Συχνά δουλεύει γυμνόστηθος με τις παλάμες και τα δάχτυλά του, στο πάτωμα, μ’ ένα πάθος αντίστοιχο με κείνο του Πικάσο και μια ταχύτητα που θύμιζε το πηλαλητό των μυρμηγκιών.

Το 1944, οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση σπίτι του. Τη νύχτα, εν μέσω γερμανικής κατοχής, καλύπτει με τους ΕΠΟΝίτες καλλιτέχνες φίλους του, τους τοίχους της πρωτεύουσας με αφίσες που στηρίζουν τον αγώνα. Η ακρίβεια του σχεδίου του και η ταχύτητα της εκτέλεσης τον κάνουν διάσημο.

Η σχέση του Γαΐτη με τη ζωγραφική είναι μια σχέση σωματική και ενστικτώδης: σπάνια ακούει μουσική και το μοναδικό βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα διάβασε ποτέ είναι η βιογραφία του Van Gogh. (Γιάννης Γαΐτης, αυτοπροσωπογραφία, 1974)

Το σπίτι του γίνεται ένα από τα σπάνια λιμάνια όπου μπορούν να συγχρωτιστούν καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές και ένα σωρό άλλοι, παθιασμένοι με τις νέες τάσεις που απεχθάνονται την ακαδημαϊκή αντίληψη. Όταν δουλεύει, χρησιμοποιεί το σώμα του· συχνά ζωγραφίζει γυμνόστηθος με τις παλάμες και τα δάχτυλά του, στο πάτωμα, μ’ ένα πάθος αντίστοιχο με κείνο του Πικάσο και μια ταχύτητα που θύμιζε το πηλαλητό των μυρμηγκιών πάνω στα βότσαλα ενός μονοπατιού. «Η ζωγραφική είναι σαν τη γυναίκα, έλεγε. Απ’ αυτήν περιμένω, πάνω απ’ όλα, την ηδονή».


Διαβάστε ακόμα: Αντώνης Μπενάκης (1873-1954)


Γράφει ο Jean-Marie Drot: «Τον φίλο μου τον Γαΐτη θα τον βλέπω πάντα να κάνει τις βόλτες του στην Ίο […] με το βήμα του αγωγιάτη, τα πόδια σαν λυγισμένα τόξα, το σώμα βαρύ, το μάτι ζωηρό, προσέχοντας και την παραμικρή ομορφιά, υπολογίζοντας από μακριά τη στρογγυλάδα ενός μηρού, τ’ αστραφτερό κάποιου γοφού, ενός στήθους μεστού γνωρίζοντας το βάρος».

Κι είχε τη φαλάκρα ενός Βέγγου, τις φαβορίτες ενός Μπαρτ Ρέινολντς κι ένα φανταχτερό μουστάκι που δεν ταίριαζε στο γελαστό του πρόσωπο, αλλά λες και τό ‘χε κολλήσει επίτηδες για να πάρει μέρος σε κάποια αριστοφανική παράσταση. Έκοβες το κεφάλι σου ότι ήταν συγγενής του Σπαθάρη. Και μετά τα ρούχα: σακάκι, ζιβάγκο, παντελόνι. Ό,τι του βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, ό,τι τον βόλευε για να ξεμπερδεύει.

Το 2001, αντίγραφο έργου του εγκαταστάθηκε στην αποβάθρα του μετρό στο Σταθμό Λαρίσης.

Επηρεασμένος από τον κυβισμό και το σουρεαλισμό, εκθέτει τη δουλειά του στο κοινό για πρώτη φορά το 1947. Το εγχείρημα είναι τολμηρό, ξεσπάει σκάνδαλο και οι κριτικοί τον υποχρεώνουν σε ένα είδος καλλιτεχνικής παρανομίας.

Καμωμένος από πάστα εξερευνητή, ο Γαΐτης βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά, παρά τη μοναξιά και τη φτώχεια του, που πλέον μοιράζεται με τη γυναίκα του, την καταπληκτική γλύπτρια Γαβριέλα Σίμωσι. Το Παρίσι υποδέχεται το ζεύγος το 1954, όπως και πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες εκείνα τα χρόνια. Βοηθήματα και κρατικές υποτροφίες του επιτρέπουν να ζήσει αξιοπρεπώς στην Πόλη του Φωτός. «Στην Ελλάδα, είπε, ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά. Εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω». Ωστόσο, εκθέτει το έργο του σ’ όλον τον κόσμο με πάνω από 70 ατομικές εκθέσεις: Παρίσι, Γερμανία, Ιταλία, Βραζιλία, Λονδίνο…

Αυτοπροσωπογραφία του Γιάννη Γαΐτη.

Ώσπου, τη δεκαετία του ’60, επισυμβαίνει μια ενστικτώδης μετάλλαξη: από μια αφηρημένη ζωγραφική περνάει σε μια παραστατική. Μέσα απ’ αυτήν, αναδύονται τα ριγέ «Ανθρωπάκια» του, η τυποποίηση της ανθρώπινης μορφής που αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Σήμα κατατεθέν του Γαΐτη, μοναδικά και πολλαπλά ταυτόχρονα, αστεία και αγχωτικά, σοβαρά και σαρκαστικά. Το στυλιζάρισμά τους, με την αυστηρή κονστρουκτιβιστική οργάνωση, τελειοποιείται τη δεκαετία του ’70, δημιουργώντας ανθρώπινα τοπία μικροαστισμού, και του χαρίζουν παγκόσμια φήμη.

Τέσσερα χρόνια αργότερα αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο του, παίρνοντας «Τα Ανθρωπάκια» του παραμάσχαλα. Αλλά οι εκθέσεις πολλαπλασιάζονται: Βρυξέλλες, Ιταλία, Νέα Υόρκη… Ώς το 1984, χρονιά της αναδρομικής του έργου του στην Αθήνα, για την οποία συγκεντρώνει τις τελευταίες του δυνάμεις που το τσιγάρο, παντοτινός του σύντροφος, δεν του είχε στερήσει. Αντέχει ώς τα εγκαίνια, για να σβήσει λίγες μέρες μετά. Το 2001, αντίγραφο έργου του εγκαταστάθηκε στην αποβάθρα του μετρό στο Σταθμό Λαρίσης.

Οι αναφορές είναι ελάχιστες, αλλά για μένα «Τα Ανθρωπάκια» του Γαΐτη, που έχουν χάσει τα χαρακτηριστικά τους και να έχουν μεταβληθεί σε απρόσωπη μάζα, είναι το τελειότερο και ευφυέστερο σχόλιο της εποχής μας 50 χρόνια μετά.

 

Διαβάστε ακόμα: Στρατής Ελευθεριάδης–Tériade (1897-1983)

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top