ΑΛΦΟΝΣ

«Νομίζω πως αγαπάς αληθινά έναν τόπο μονάχα όταν σέβεσαι και τον πιο μικρό σβόλο απ’ το χώμα του. Το λέω τώρα που έγινα κι εγώ γνήσιος Έλληνας», έγραφε το 1979, στο ημερολόγιό του.

Νιώθω κύματα από έρωτα να με κατακλύζουν όταν το χωρίς ρούχα σώμα μου έρχεται σε επαφή με το χώμα. Τότε το γενετήσιο ένστικτο φουντώνει. Μπορείς να φανταστείς την εικόνα; Αυτές τις στιγμές με κυριεύει η σκέψη ότι είμαι ο απόλυτος άντρας. Ένας άντρας αιμομίκτης με τη μητέρα γη. Κι αν κάπου-κάπου έρχονται να φωλιάσουν μέσα μου οι αμφιβολίες μήπως αυτό δεν είναι φυσιολογικό (αλλά ποιος μπορεί να ορίσει τι είναι φυσιολογικό; Οι θρησκείες μήπως;) μια εσωτερική φωνή δικαιολογεί την πράξη μου. Την ακούω να με ονομάζει “Παν”». Ο Αλφόνς Χοχάουζερ, αυτός ο «τελευταίος των Κενταύρων», εξηγούσε σε κάποια επιστολή του, πώς γίνεται να ερωτευτείς, κυριολεκτικά, την ελληνική φύση.

Γυμνός περπατούσε και όταν έπιανε βροχή, από το Βένετο ως τον Βόλο, φορτωμένος την κασέλα με τα ψάρια για να τα πουλήσει. Διασχίζοντας μονοπάτια του Πηλίου, που μόνο εκείνος γνώριζε, επέστρεφε στο χωριό, στεγνός, αφού προηγουμένως, είχε κάνει ένα μπόγο τα ρούχα του και τα έχωνε μες στην κασέλα. «Μάθε ότι κάθε ζώο ημερεύει άμα σε δει γυμνό» έγραφε.

Ο γεννημένος στην Αυστρία Αλφόνς εξομολογήθηκε ότι η «ζωή του σώθηκε μόλις έγινε η βαρκάδα στις ακτές του Πηλίου». Ήταν η εποχή της «ντόλτσε βίτα», όπως έλεγε ο ίδιος, στα μέσα της δεκαετίας του είκοσι. Το είχε σκάσει από το σπίτι του στα δεκαεφτά του, για να γυρίσει τις χώρες της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, σε μια περιπλάνηση χωρίς πυξίδα, αλλά με το πρακτικό πνεύμα ενός μοντέρνου Οδυσσέα. Εκεί, στο Ανατολικό Πήλιο, ο ψηλόλιγνος νέος έφτασε με ένα γυλιό στον ώμο και μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Ένας βοσκός, που δεν κατάλαβε το όνομά του, τον «βάφτισε» Ξενοφώντα.

Για τα επόμενα δεκατρία χρόνια, ο Ξενοφών θα πρωταγωνιστούσε στην ανασύσταση ενός «αρχαϊκού κόσμου» στη λεκάνη του Παγασητικού, κάνοντας τις πιο ταπεινές δουλειές (ψαράς, χοιροβοσκός, ταβερνιάρης) και προσελκύοντας διανοουμένους να γράψουν για ένα από τα τελευταία παρθένα μέρη της Ευρώπης. «Στις Άλπεις, ίσως να υπάρχουν ακόμη παρόμοιες περιοχές, αλλά όχι με το ελληνικό φως, τη θάλασσα και τους μύθους για τους Κενταύρους, τις Νεράιδες και τις περιοχές όπου οι θεοί γιόρτασαν τους γάμους τους», τους εξηγούσε. Το 1939, όταν ο πόλεμος ήταν προ των πυλών και με τον φόβο μήπως απελαθεί ως Αυστριακός υπήκοος, ο Ξενοφών άφησε την φωτογραφική του μηχανή σε μια ταβέρνα του Αγίου Κωνσταντίνου και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. «Τα μόνα πράγματα που πήρα μαζί μου ήταν ένα κανάτι, ένα καλαθάκι και ένα κιλίμι. Αυτά ήταν για μένα η πατρίδα μου».

Ένας βοσκός που δεν κατάλαβε καλά το όνομά του τον βάφτισε «Ξενοφών». Και όταν, μετά τον πόλεμο, βρέθηκε σ’ ένα εξερευνητικό πλοίο στην άλλη άκρη του κόσμου, επέμενε να τον φωνάζουν όλοι «Ξενοφών».

Την επιστράτευση τη γλίτωσε αρχικά, πιάνοντας δουλειά σε ένα καράβι ως θερμαστής. Όταν όμως, σε ένα ατύχημα, το σωστικό συνεργείο τον μάζεψε από τα παγωμένα νερά του Νέβα, το Γ’ Ράιχ διέταξε την κατάταξη του Αλφόνς Χοχάουζερ στον γερμανικό στρατό. Η εντολή ήταν να σταλεί στην Ελλάδα, με τον λόχο των διερμηνέων. Και η μοίρα του φέρθηκε αρκετά σαδιστικά, ώστε ο Υποδεκανέας των Ναζί Χοχάουζερ να τοποθετηθεί στον Βόλο…

Δεκάδες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι ο Αλφόνς χρησιμοποίησε την ιδιότητά του για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Το 1942, κατάφερε να αποσπαστεί στην αποστολή του Αυστριακού Χανς Χας, που υπήρξε επιστήμονας, πρωτοπόρος δύτης και μπον βιβέρ, για να εξερευνήσουν τον βυθό του Παγασητικού και θα παρέμενε μέλος του πληρώματός του και στις πολυάριθμες αποστολές του στις θάλασσες του κόσμου, και μετά τον πόλεμο. Μόνο που τώρα, όλοι στο εξερευνητικό πλοίο θα τον φώναζαν Ξενοφών…

ΑΛΦΟΝΣ1

Με το δωρικό του γένι, την ευθυτενή, περήφανη κορμοστασιά του, αλλά και τη λιτότητα της εμφάνισής του υπήρξε η ενσάρκωση της ακραίας αυτάρκειας και ταυτόχρονα ενός αυτοκαταστροφικού ναρκισσισμού.

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο Πήλιο, είχε ήδη ταξιδέψει στις εσχατιές του κόσμου, από την Αφρική ως τα νησιά Γκαλαπόγκος. Στο Παλαιό Τρίκερι, στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν ως τόπος εξορίας, εμφανίστηκε με τιρολέζικο καπέλο και το «θράσος» να το αξιοποιήσει ως μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και υδροδότηση, όταν ακόμα ο όρος «αγροτοτουρισμός» δεν είχε επινοηθεί. Για τα επόμενα 12 χρόνια, πληρώνοντας το αντίτιμο για την ενοικίαση στη Μητρόπολη, θα προσέφερε στους Ευρωπαίους φιλοξενούμενούς του μια πρωτόγνωρη εμπειρία εναλλακτικών διακοπών, με επισκέψεις στις πιο απόκρημνες θαλάσσιες σπηλιές, πεζοπορίες στα χνάρια του Παυσανία, εκδρομές με άλογα στο δάσος. Ο ίδιος και η μετέπειτα γυναίκα του Χαρίκλεια, θα φρόντιζαν για την καθαριότητα, το μαγείρεμα και την ψυχαγωγία των επισκεπτών. Ο τότε διευθυντής της Μερσεντές, οι Ρότσθιλντ, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας έβλεπαν τον Αλφόνς ή Ξενοφών ή Ανδρέα (όπως ήταν το βαφτιστικό όνομα που του δόθηκε όταν έγινε Ορθόδοξος) να ζυμώνει και να φουρνίζει το ψωμί που θα έτρωγαν, ακούγοντάς τον να λέει για τα τείχη της αρχαίας Κασθαναίας και τον γάμο της Θέτιδος με το βασιλιά της Ιωλκού, Πηλέα. Από εδώ πέρασε για ένα βράδυ και η ακριβοθώρητη Γκρέτα Γκάρμπο. «Ύστερα από πολύ καιρό κατάφερα και κοιμήθηκα. Όλα σε εσάς εδώ είναι τόσο διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο» έγραψε στο βιβλίο των επισκεπτών.

Ο Αλφόνς όσο μεγάλωνε, αν και λιπόσαρκος, κατάφερε να θυμίζει, στο ύφος τους, τους αρχαίους θεούς που τον στοίχειωναν. Σαν εκείνον που αναπαριστά το μεγαλοπρεπές μπρούντζινο άγαλμα που ανέλκυσε ένα καράβι ψαράδων-αρχαιοκάπηλων(;) έξω από το Αρτεμίσιο της Εύβοιας το 1928 και οι αρχαιολόγοι δεν ξέρουν αν αποδίδεται στον Δία ή τον Ποσειδώνα. Στο καταπληκτικό του βιβλίο, «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (εκδ. Μεταίχμιο) ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος μας παρουσιάζει ντοκουμέντα και μαρτυρίες που πιστοποιούν ότι ο Αλφόνς πρωταγωνίστησε στην ανεύρεση αυτού του θησαυρού, όπως άλλωστε και τα ημερολόγιά του, που αποτελούν μια συγκινητική παρακαταθήκη για την επανεφεύρεση της ταυτότητας του Έλληνα.

Με το δωρικό του γένι, την ευθυτενή, περήφανη κορμοστασιά του, αλλά και τη λιτότητα της εμφάνισής του υπήρξε η ενσάρκωση της ακραίας αυτάρκειας και ταυτόχρονα ενός αυτοκαταστροφικού ναρκισσισμού. Που κορυφώθηκε, όταν άρρωστος πια, τον Γενάρη του 1981, επέλεξε να περπατήσει μέχρι το ύψωμα της Κορομηλιάς του Πηλίου και να αφεθεί να πεθάνει εκεί, από το ψύχος…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top