selida103

Ο Αντώνης Μπενάκης μυήθηκε στο ντύσιμο των gentlemen στο Λίβερπουλ, στους καλύτερους ράφτες του Νησιού. Διέθετε κούκλα-ομοίωμα σ’ ένα από αυτά τα ραφτάδικα, για να ράβονται εκεί τα κοστούμια του και κατόπιν να αποστέλλονται στην Ελλάδα. Φωτογραφία: © Μουσείο Μπενάκη

Το 2004, στο πλαίσιο του αφιερώματος του Μουσείου Μπενάκη για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του ιδρυτή του, πραγματοποιήθηκε η έκθεση «Ομοιότητα περίπου», όπου αρκετοί Έλληνες εικαστικοί κλήθηκαν να δημιουργήσουν τις δικές τους εκδοχές πάνω στο πορτρέτο του Αντώνη Μπενάκη. Το έργο ως σύνολο (που έχει σήμερα, μεταφερθεί σε μια κομψή, έντυπη έκδοση) υπερέβη τις προσδοκίες των επιμελητών ‒όχι μονάχα όμως για την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του αξία, αλλά και για τις πολλαπλές αναγνώσεις που, εκ των υστέρων, τροφοδοτεί: καθεμιά από τις εικαστικές μεταμορφώσεις της εικόνας του είναι και ένας πικρός σαρκασμός του παρόντος κοινωνικού και αισθητικού τοπίου. Και πάνω απ’ όλα, είναι η παιγνιώδης έκφραση του «Τρελαντώνη» που μας θυμίζει πώς μοιάζει η ελληνική ψυχή ‒αλλά, όπως εύγλωττα περιγράφει ο τίτλος, είναι μια ομοιότητα, περίπου.

Διότι ο Αντώνης Μπενάκης ήταν ένας «ξένος». Πορφυρογέννητος Αιγυπτιώτης, που μεγάλωσε με γκουβερνάντες σε έπαυλη του αλεξανδρινού Quartier Grec και μαθήτευσε υπό τη δεσποτική κατήχηση των καθολικών Frères σε γαλλικό σχολείο, για να αποβληθεί ως απείθαρχος και να συνεχίσει εσώκλειστος στο Rossall School του Λίβερπουλ. Εκεί ήταν που μυήθηκε στον προσκοπισμό, την ιστιοπλοΐα αλλά και στο ντύσιμο των gentlemen, στους καλύτερους ράφτες του Νησιού. Μέχρι τον θάνατό του, άλλωστε, διέθετε κούκλα-ομοίωμα σ’ ένα από αυτά τα ραφτάδικα, για να ράβονται εκεί τα κοστούμια του και κατόπιν να αποστέλλονται στην Ελλάδα.

Όπως όλοι φερέλπιδες νέοι του παροικιακού ελληνισμού, έβλεπε την πατρίδα των παππούδων του υπό ένα πρίσμα φαντασιακού και ιδεαλιστικού προτάγματος: να αποκτήσει η Ελλάδα την εθνική της αξιοπρέπεια και να συναντήσουν οι Έλληνες το ιστορικό πεπρωμένο τους. Γι’ αυτό και πριν την εμπλοκή του με την πολιτική –ακόμη και πριν την ενεργό συμμετοχή του πατέρα του, Εμμανουήλ Μπενάκη στην κεντρική πολιτική σκηνή– πολέμησε, ως εθελοντής, στον ατυχή πόλεμο του 1897 και ξανά, το 1912, στους Βαλκανικούς πολέμους. Η πατρίδα ήταν το παιδικό βίωμα από τα καλοκαίρια στην Καστέλα, όπου ο «Τρελαντώνης» ήταν ο «σκάνταλος και πεισματάρης» γιος που δεν συμβιβαζόταν με τους άκαμπτους κανόνες του αστικού καθωσπρεπισμού.

Όταν εγκαταστάθηκε οριστικά, στην Ελλάδα, ο Μπενάκης ήταν ένας χορτασμένος μεσήλικας με δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Έφερε μαζί του, σε μια φτωχή βαλκανική χώρα, τον προσκοπισμό και το ναυταθλητισμό, ενώ αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στο πάθος του για τη συλλογή έργων τέχνης και εθνικών κειμηλίων. Αλλά, κι όταν του ανατέθηκε το χαρτοφυλάκιο του Υφυπουργού Οικονομικών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν άλλαξε συνήθειες. Παρέμεινε «le beau Grec», όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι φίλοι του στη Νίκαια, κοσμοπολίτης και αρχοντικός, όπως τότε που θριάμβευε ως παίκτης του polo με την ομάδα του Alexandria Sporting Club.

Το όνειρό του για το Μουσείο ήταν κάτι περισσότερο από ένα δείγμα της παραδοσιακής «ευποιίας» που χαρακτήριζε τους Μπενάκηδες. Φιλοδοξούσε να γίνει μια πνευματική κιβωτός για την χώρα που, στο πέρασμα του χρόνου, θα ακτινοβολεί ζωντάνια και νεανικό ενθουσιασμό. Όπως, δηλαδή, διήγε τον βίο του και ο ίδιος. Και ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να το εγγυηθεί αυτό, ήταν φυσικά η ρητή επιθυμία που άφησε στους κληρονόμους του: «Παραγγέλλω να εντοιχίσετε την καρδιά μου εις την είσοδον».

Σήμερα, ο επισκέπτης του Μουσείου της οδού Κουμπάρη –που ήταν το πατρικό του σπίτι– αισθάνεται, πράγματι, τον παλμό της καρδιάς του ιδρυτή του. Εκεί, άλλωστε, πήγαινε καθημερινά, από το πρωί, ο Αντώνης Μπενάκης με το άψογο, πρωινό του κοστούμι, εκεί επέστρεφε το απομεσήμερο, με το απογευματινό του κοστούμι.

Όταν κατέρρευσε το αλβανικό μέτωπο το 1941 και έγινε η γερμανική εισβολή, φρόντισε να φυγαδεύσει τα εκθέματα και να καλύψει με σακιά τα παράθυρα και τις πόρτες του Μουσείου. Και, βέβαια, έδωσε όλα του τα κοστούμια πρωινά, απογευματινά, βραδινά, στους εξαθλιωμένους στρατιώτες που μόλις είχαν επιστρέψει από το μέτωπο. Από εκείνη την ημέρα –όπως αφηγήθηκε ο επί χρόνια διευθυντής του Μουσείου, Μανώλης Χατζηδάκης στον Χρήστο Γιανναρά– και για τα τριάμισι χρόνια που διήρκησε η Κατοχή, ο Αντώνης Μπενάκης κυκλοφορούσε με το ίδιο, ένα και μοναδικό κοστούμι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top