Χρήστος Λούλης: Επικίνδυνες ισορροπίες
Με αφορμή την παράσταση «Παραλλαγές Θανάτου», όπου πρωταγωνιστεί, ο Χρήστος Λούλης εξηγεί πόσο δύσκολο είναι (αν δεν βαυκαλίζεσαι διαρκώς πως είσαι μικρό παιδί που δεν φταίει σε τίποτα) να ισορροπείς στο θέατρο, στις σχέσεις, στις επιλογές –στην ίδια σου τη ζωή.
Απόγευμα Τετάρτης ο Χρήστος Λούλης με περιμένει στο Εθνικό Θέατρο της οδού Πειραιώς, όπου –στο περιθώριο της παράστασης «Παραλλαγές Θανάτου» στο θέατρο Πορεία– κάνει πρόβες για το έργο «το δεκαήμερο του Βοκάκιου»που θα ανέβει τον Μάρτιο, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Ενας λαμπερός νους με τη ματιά στραμμένη στην κοινωνία, ένας εξαιρετικός ηθοποιός, από τους πιο ταλαντούχους της γενιάς του. «Το ταλέντο είναι κάτι σαν μια πρωινή καλημέρα. Δεν μετριέται, δεν μπαίνει σε γυάλα, δεν πρέπει να μένεις σε αυτό. Δεν επαναπαύτηκα ποτέ στις ευκολίες μου. Θέλω να γίνομαι καλύτερος. Αναγκαστικά, δουλεύω περισσότερο και εξελίσσομαι. Σε οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να συμβαίνει αυτό. Αλλιώς τελματώνεις».
Τον γνώρισα το 2004, ένα χρόνο μετά από όταν πήρε τον χρυσό σταυρό του Χορν, μια τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στην παράσταση «Ερωτόκριτος». Έκτοτε ακολούθησαν Γκαίτε, Ευριπίδης, Αισχύλος, Ρακίνας, Μίλερ, Βογιατζής, Χουβαρδάς, Αντύπας, Κονιόρδου, Μοσχόπουλος, Μαστοράκης. Κάθε ρόλος κι ένα άλλο σύμπαν, πρόβες στις πρόβες. Ασταμάτητα. «Είναι και λίγο η χαρά του παιχνιδιού. Αν δεν μου άρεσε πάρα πολύ, θα ήμουν ηλίθιος για να συνεχίσω να την κάνω. Πολύ δύσκολη δουλειά, επισφαλής και κακοπληρωμένη. Ονειρεύτηκα να ασχολούμαι με το θέατρο με τους όρους που με εκφράζουν. Για τα δικά μου κριτήρια, είμαι επιτυχημένος. Πέρα από την τύχη, την οποία δεν άφησα να φύγει ανεκμετάλλευτη, προσάρμοσα τις καταστάσεις σε μένα. Σε μια δυσκολία, θα κατηγορήσω πρωτίστως εμένα που δεν την πρόβλεψα. Θα αναζητήσω το πρόβλημα, θα βρω τη λύση, θα την εφαρμόσω. Δεν μπορώ να κατηγορώ για τα δεινά μου τους άλλους. Βιώνουμε την κρίση ως παιδική αρρώστια και όχι με στάση ενήλικα. Τριάντα χρόνια τώρα ήταν στο χέρι μας. Στην ψήφο μας. Δεν γνωρίζαμε ποιους βάζαμε στη Βουλή τα τελευταία σαράντα χρόνια; Γιατί τον ψηφίσαμε, τι θα κερδίζαμε… Δεν θέλει πολύ νιονιό. Αντιδρούμε σαν παιδιά. “Τα θέλω όλα και φταις εσύ που δεν μου τα δίνεις”. Μικρά παιδιά. “Τα παιδιά δεν φταίνε!”. Δώσαμε, ως άνθρωποι, μάχες για να διεκδικήσουμε ωράριο, παροχές και σεβασμό από τον εργοδότη, φοβάμαι όμως ότι, για πολλούς, δεν συμψηφίστηκαν όλα αυτά με την ηθική υποχρέωση της παραγωγής και της επαγγελματικότητας».
Σωπαίνει λίγο. Και μετά: «Τα πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ αργά. Ήλπιζα ότι αυτή η πόλη, η χώρα, ο κόσμος θα αλλάξει μόνο αν γίνει κάτι τεράστιο. Ήρθε η βόμβα και τώρα συνειδητοποιούμε ότι το τέρας της νοοτροπίας μας δεν θα αλλάξει ποτέ. Θα περίμενε κάποιος ότι η κρίση θα μας άλλαζε. Ο πατέρας μου συνηθίζει να λέει: “ήμουνα νιος και γέρασα περιμένοντας να γίνουν κάποια πράγματα”, που τελικά δεν έγιναν ποτέ. Φτάσαμε σε μια κατάσταση εκτός ορίων, να εξαρτόμαστε από άλλους. Πάψε να γκρινιάζεις, φταις εσύ! Αν υποθέσουμε ότι έτσι είμαστε ως λαός, μεσογειακός και χαλαρός και δεν μπορούμε να είμαστε Γερμανοί, τότε ας μην έχουμε όσα έχουν οι Γερμανοί».
Τη δεύτερη φορά που τον συνάντησα, ήταν το 2010 για μια συνέντευξη που δεν τυπώθηκε ποτέ. Άτιμη κρίση… Τότε δεν ήταν ακόμη μπαμπάς. «Η κρίση με έχει επηρεάσει πρωτίστως ψυχολογικά. Στο αποκορύφωμα, δε, της πλήρους ανατροπής των ζωών μας, τότε το 2010, περιμέναμε το πρώτο μας παιδί και είχαμε μόλις αποφασίσει να αγοράσουμε ένα σπίτι. Προς Θεού μην ακουστεί ως παράπονο, έχω δουλειά, η οικογένειά μου έχει να φάει». Σ΄ εκείνη τη συνέντευξη που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, μου μιλάει για τον έρωτα και την επιλογή του γάμου. «Δεν είναι επιλογή ακριβώς. Ήμασταν πολλά χρόνια με την Έμιλυ (Κολιανδρή), θεωρήσαμε ότι θα ήταν ωραίο να παντρευτούμε». Μήπως αποτελεί αντίβαρο στην ανασφάλεια της δουλειάς; «Μα ούτε στον γάμο γνωρίζεις τι θα συμβεί. Δεν μπορείς να ανεβείς τη σκάλα της ζωής ή της καριέρας αν δεν πιστεύεις στα πόδια σου και στη δύναμη του σκαλιού. Δεν ξέρεις ποτέ αν θα τελειώσει ή πότε θα τελειώσει ο γάμος. Είναι μια υπόσχεση για το μέλλον τη στιγμή που το αποφασίζεις, το θέλεις. Δεν μπορείς να μην το κάνεις από φόβο. Αλλιώς να μην ζούμε καθόλου αφού ξέρουμε πως θα πεθάνουμε».
Η φύση τον προίκισε με μια έμφυτη, φυσική περιέργεια προς πάσα κατεύθυνση: από το τι συμβαίνει στη Σαχάρα μέχρι το ποιες είναι οι νέες ανακαλύψεις της Φυσικής, τα οποία μαθαίνει μέσα από ντοκιμαντέρ και εξειδικευμένα περιοδικά στα οποία είναι συνδρομητής. Παρατηρεί τους ανθρώπους, τις συμπεριφορές, προβληματίζεται κι αγωνιά. «Θυμάμαι όταν ήμουν στο Ναυτικό, είχα γνωρίσει έναν πιτσιρίκο που κόμπαζε ότι έχει μέσο και έτσι θα έμπαινε στο Λιμενικό. “Αν μπω στο Λιμενικό, τέλειωσα! Στα σαράντα θα πάρω σύνταξη και τότε να δεις τι θα κάνω”. Το όνειρό του ήταν να μείνει παιδί μέχρι τα σαράντα χωρίς ποτέ να έχει τεστάρει τη δύναμη, τη δημιουργικότητα, τα όρια και τα όνειρά του. Πόσους τέτοιους δεν βλέπουμε, ανεξαρτήτως ηλικίας. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να μείνεις πάντα παιδί. Θέλει κόπο να μην το κάνεις».
Στην παράσταση «Παραλλαγές Θανάτου», όπου πρωταγωνιστεί, υποδύεται τον Θάνατο. Έχει μια αύρα Μπραντ Πιτ στο «Fight Club», παρουσιάζεται ως φίλος, εραστής, θελκτικός κι απόμακρος. «Σπουδαίο έργο. Θέλει υπομονή για να το κάνεις. Δεν έχει πατήματα, πλοκή, πληροφορίες για τους χαρακτήρες». Το σκηνικό αποτελείται από μια λευκή επιφάνεια, την οποία πεδιλοδρομεί με μαεστρία. Είναι το ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. «Σαν να είναι το καταφύγιο του ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα κρύο τίποτα, όπως φαντάζεται κάποιος τον θάνατο, το πιο δυνατό σύμβολο του τέρματος, της στασιμότητας. Της άρνησης». Τον ρωτάω πόσο κοντά είναι ο έρωτας στον θάνατο. «Ο έρωτας είναι μετακίνηση. Αφήνεις τον εαυτό σου για να γίνεις ο άλλος, το αντικείμενο του έρωτά σου. Σκέψου πόσο μοιάζει η λέξη έρωτας με την ερώτηση: ρωτάς από περιέργεια τόσο μεγάλη που είσαι έτοιμος να ξεχάσεις όσα ήξερες και να μάθεις τον κόσμο του άλλου».
Αναρωτιέμαι ποια είναι η δική του άποψη για το αναπόφευκτο. «Λόγω του γιου μου, φοβάμαι περισσότερο τον θάνατο. Δεν φοβόμουν ποτέ για μένα. Πλέον είμαι πιο προσεκτικός, δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα μεγαλώσει μόνος του και ότι θα χάσω αυτή την ωραία σχέση που έχουμε. Ότι δεν θα τον ξαναδώ. Ο ερχομός ενός παιδιού σε κάνει ταυτόχρονα πιο ώριμο και πιο παιδί. Η ευθύνη και το παιχνίδι μαζί με τόσα άλλα που δεν περιγράφονται. Κάθε μέρα και μια νέα ανακάλυψη».
Με τον Χρήστο είμαστε συνομήλικοι. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Πειραιά για να γίνει ηθοποιός. Σπούδασα στο Ναυτιλιακό του Πειραιά, το οποίο μπορεί να μην εγκατέλειψα, αλλά δεν αγάπησα ποτέ. «Ο πατέρας μου έχει μια επιχείρηση με υπολογιστές. Σκεφτόμουν τότε ότι θα ακολουθούσα τα χνάρια του. Μια παλιά ελληνική αντίληψη, είχα πείσει τον εαυτό μου ότι μου άρεσε». Αν γινόταν υπάλληλος, θα ήταν δυστυχής, ή «θα έλεγα ψέματα στον εαυτό μου ότι είμαι ικανοποιημένος και την ευτυχία μου θα την κάλυπτα με ανούσια πράγματα. Με γεμίζει τόσο αυτό που κάνω που δεν με νοιάζει να βγω Σάββατο βράδυ, να πάω στα μπουζούκια. Να ξεσπάσω, να ξεδώσω να βγάλω από μέσα μου αυτό που καταπιέζεται».
Είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος; «Αισθάνομαι ένας ισορροπημένος άνθρωπος. Η ευτυχία δεν είναι μια διαρκής κατάσταση. Χαίρομαι τις στιγμές ευτυχίας, που αν τύχει να έχουν και περιοδικότητα, λες “έχω μια ευτυχισμένη ρουτίνα”. Προφανώς δεν είμαι ο Γκάντι ή ο Βούδας, έχω τα θέματά μου. Αλίμονο αν δεν τα είχα…
//«Παραλλαγές Θανάτου», σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς, θέατρο «Πορεία», Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, Αθήνα, πλατεία Βικτωρίας, τηλ. 210 8210991. Παραστάσεις έως 28 Φεβρουαρίου.
Ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία το παγοδρόμιο του ”Athens Heart” (Πειραιώς 180, Κόμβος Χαμοστέρνας, 210-3414105).