PetropoulosParis

Η φιγούρα του με την πυκνή γκρίζα γενειάδα και την ρεπούμπλικα, καθώς κατηφόριζε την παρισινή Rue de Seine για να πάει στην Pallete, το αγαπημένο του μπιστρό, το αυστηρό αλλά καθαρό βλέμμα, το περιπαικτικό ενίοτε χαμόγελο, ήταν όλα το ύφος ενός ελεύθερου ανθρώπου.

Τον Σεπτέμβριο του 2003, στο αποτεφρωτήριο του νεκροταφείου Père Lachaise στο Παρίσι, την «εξόδιο ακολουθία» έψαλε ένας μουσικός με το μπουζούκι του, τραγουδώντας ένα από τα αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια του Ηλία Πετρόπουλου. Στη συνέχεια, οι στάχτες του, όπως ρητώς είχε παραγγείλει ο συγχωρεμένος(;), πετάχτηκαν σ’ έναν υπόνομο. Εκείνη τη μέρα, οι λίγοι φίλοι και οι χιλιάδες αναγνώστες του δεν αποχαιρέτησαν τον «μεγάλο αιρετικό», αλλά έναν άνθρωπο που γεννήθηκε «υποχρεωτικώς» Έλληνας και βάλθηκε πεισματικά να αποκαταστήσει την τιμή του νεοελληνικού πολιτισμού στο όνομα των ανθρώπων του «υπογείου», που τόσο αγάπησε: «τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες…»

Πάνω απ’ όλα όμως, όπως παρατήρησε ο Ζακ Λακαριέρ την ώρα της αποτέφρωσής του, ο Ηλίας Πετρόπουλος υπήρξε ό,τι και ο σοφός γέροντας των αφρικανικών φυλών που όταν πεθαίνει είναι «μια βιβλιοθήκη που καίγεται». Το ποιητικό αλλά κυρίως το λαογραφικό του έργο για όλα όσα διαχρονικά περιφρονούσε το ακαδημαϊκό κατεστημένο, πρόσφεραν έναν ανεκτίμητο θησαυρό στις επόμενες γενιές. Όχι χωρίς κόστος, βέβαια.

Με ατίθαση γενειάδα, αγριωπό βλέμμα και μεφιστοφελικά φρύδια, ακτινοβολούσε την αψάδα και τον πριμιτιβισμό του επιζώντος σε μια ζούγκλα.

«Τα ρεμπέτικα τραγούδια», η πρώτη σοβαρή ανθολόγηση της μουσικής των τεκέδων και των μαχαλάδων, κυκλοφόρησε με δικά του έξοδα και χωρίς την έγκριση της λογοκρισίας, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας! Έτσι κι αλλιώς, τα προηγούμενα χρόνια, είχε ξαναπεράσει από φυλακές και δουλειά δεν μπορούσε να βρει ως «χαρακτηρισμένος» –ο πατέρας του είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και το πτώμα του δεν το βρήκε ποτέ.

Διαβάστε ακόμα: Το ακαταμάχητο στυλ του Νίκου του «Τρελάκια»

Μετά την αποφυλάκισή του το 1968, στρώθηκε να γράψει ένα ακόμη «μιαρό» ανάγνωσμα. Για πρώτη φορά, ένα ευρύ ακροατήριο θα μάθαινε «Τα Καλιαρντά», την επινοημένη γλώσσα των ομοφυλόφιλων, φανερώνοντας εμμέσως τις αποσιωπημένες ιστορίες τους. Κόντρα στη μικροαστική ηθική, την καθεστωτική τρομοκρατία, αλλά και τον «συντροφικό» κομφορμισμό –στη φυλακή θα έκανε παρέα (και ταυτόχρονα, έρευνα) με ποινικούς και όχι με πολιτικούς κρατημένους. Ο φέρελπις νεαρός με τις λογοτεχνικές ευαισθησίες και την πνευματικότητα που του είχε κληροδοτήσει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, γινόταν τώρα ένα «δαιμονικό» πρόσωπο: με μακριά μαλλιά και ατίθαση γενειάδα, αγριωπό βλέμμα και μεφιστοφελικά φρύδια, ακτινοβολούσε την αψάδα και τον πριμιτιβισμό του επιζώντος σε μια ζούγκλα!

Συνέχισε να δουλεύει άοκνα στο πεδίο της λαογραφίας, περισυλλέγοντας το υλικό του με ασκητική στοχοπροσήλωση και αψηφώντας τους περιορισμούς και τις νόρμες. Απαίτησε –και πέτυχε! – από το χουντικό καθεστώς να αποκτήσει ταυτότητα με την αναγραφή «άθεος» και παρέμεινε μέχρι τέλους προκλητικά ενοχλητικός για να καταδείξει «στους δούλους ότι ακόμα και οι ισχύοντες φασιστικοί νόμοι παρουσιάζουν πολλά εκμεταλλεύσιμα ρήγματα και περιθώρια»…

Το 1975, μετά την πτώση της Χούντας, θα έπαιρνε το δρόμο για το Παρίσι, παίρνοντας μαζί του το πλούσιο υλικό του (κυρίως αποθηκευμένο στην εκπληκτική μνήμη του) και αφήνοντας πίσω τις εκκρεμοδικίες για προσβολή της θρησκείας. Στο Παρίσι, άλλωστε, μπορούσε να σπουδάσει Τουρκολογία, γιατί «δεν ξέραμε σχεδόν τίποτα για τους καπανταήδες της Ισταμπούλ· ούτε καν το γλωσσικό τους ιδίωμα». Δούλεψε απερίσπαστος τα ποιήματά του, αλλά και τις μελέτες του για τους Έλληνες ζωγράφους που θαύμαζε και η αξία του αναγνωρίστηκε από την ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια, χωρίς ωστόσο να διαπραγματευτεί ούτε στιγμή την καλλιτεχνική του αυτονομία.

Στην Ελλάδα δεν θα επέστρεφε ποτέ. Αλλά όσο αποστρεφόταν ακόμα και το άκουσμα της λέξης «νοσταλγία», άλλο τόσο θα ενδιαφερόταν και θα παρακολουθούσε στενά τις περιπέτειες της μικρής βαλκανικής χώρας: προμηθευόταν μέχρι και επαρχιακά έντυπα και «εφημεριδάκια που έγραφαν αναρχικοί και φασίστες». Ήταν εξάλλου, ο Έλληνας λογοτέχνης που πλησίαζαν οι νέοι ζωγράφοι, διανοούμενοι, φωτογράφοι, αλλά και οι φοιτητές που σπούδαζαν στο Παρίσι, κι εκείνος τους περιέβαλε με τρυφερότητα, αλλά χωρίς να τους χαρίζεται. «Δεν τους εκτιμώ τους Έλληνες φοιτητές», έλεγε, «γιατί είναι φλώροι και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τα λεφτά του μπαμπά, της μαμάς, της θείας, της γιαγιάς…»

Ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν επέτρεψε ποτέ να τον δούμε σαν καρικατούρα μιας τυπολογίας του εξτρεμιστή και του αποσυνάγωγου. Φορούσε ωραίες γραβάτες, αγορασμένες από ένα κατάστημα για εκλεπτυσμένα γούστα στη Ρώμη και σε χρώματα και σχέδια φωτεινά και χαρούμενα, γιατί, όπως είχε πει ο Μοράβια, η γραβάτα είναι το μοναδικό «γυναικείο» αξεσουάρ στο αντρικό ντύσιμο. Η φιγούρα του με την πυκνή γκρίζα γενειάδα και την ρεπούμπλικα, καθώς κατηφόριζε τη Rue de Seine για να πάει στην Pallete, το αγαπημένο του μπιστρό, το αυστηρό αλλά καθαρό βλέμμα, το περιπαικτικό ενίοτε χαμόγελο, ήταν όλα το ύφος ενός ελεύθερου ανθρώπου. Γι’ αυτό και η κηδεία του είχε μια άλλη θεατρικότητα απ’ αυτή του θρησκευτικού τελετουργικού: ήταν η γελοιοποίηση του θανάτου.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top