Photo Credit: Ed Gallucci

Κασσαβέτης: Ένας Μπέργκμαν που κάπνιζε Marlboro και είδε στο μικροσκόπιο τα «συντρίμμια του θεού, που είναι ο άνθρωπος». Photo Credit: Ed Gallucci

Στην ταινία του 1967 «Και οι δώδεκα ήταν καθάρματα», ένας Αμερικανός συνταγματάρχης καλείται να κάνει στρατιώτες μια ντουζίνα βαρυποινίτες, προκειμένου να επιτεθεί στην Ανώτατη Διοίκηση της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Τζον Κασσαβέτης είναι το «νούμερο 11».

«What’s your name, son?» λέει με τη βροντώδη φωνή του ο Λι Μάρβιν. «Eleven» απαντά ο Κασσαβέτης, έχοντας πάντα εκείνο το σφιγμένο χαμόγελο με το οποίο ξεκίνησε και την καριέρα του, όταν του έλειπε ένα μπροστινό δόντι, παράσημο από κάποιον καβγά, και δεν είχε τα λεφτά να το φτιάξει.

Ο Τζον Κασσαβέτης γεννήθηκε από Έλληνες γονείς και μέχρι τα επτά του χρόνια μιλούσε μόνον ελληνικά. Μεγάλωσε στις πολυφυλετικές γειτονιές του Κουίνς και του Μπρούκλιν, προτού η οικογένεια μετακομίσει οριστικά στο Λόγκ Άιλαντ. Ο «Cassy» ήταν ένας τύπος που γούσταρε να κάνει συνέχεια πλάκες, αλλά είχε και μια «σοβαρή», συναισθηματική πλευρά.

Τη δεκαετία του ’60, ο Κασσαβέτης είχε ένα χολιγουντιανό χαμόγελο, ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο και μια καλλονή ηθοποιό για σύζυγο, αλλά καθόλου λεφτά.

Παράτησε τις σπουδές του στο κολλέγιο, τις οποίες με χίλια βάσανα χρηματοδοτούσε ο πατέρας του, και αποφάσισε να πάει εκεί που πήγαιναν «όλα εκείνα τα κορίτσια», σε μια σχολή υποκριτικής. Δεν επιζήτησε ποτέ να κάνει καριέρα, αλλά ερμήνευε με ένστικτο και σε βάθος τους χαρακτήρες, όσο σχηματικοί κι αν φαίνονταν στο χαρτί. Και ο φακός τον λάτρευε.

o John Cassavetes με την γυναίκα του Gena Rowlands

Μαζί με τη μούσα του και γυναίκα της ζωής του Τζίνα Ρόουλαντς, μαζί από το 1954.

Τη δεκαετία του ’60, ο Κασσαβέτης είχε ένα χολιγουντιανό χαμόγελο, ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο και μια καλλονή ηθοποιό για σύζυγο, αλλά καθόλου λεφτά. Αυτός ο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός σκορπούσε συστηματικά τα χρήματά του, δημιουργώντας ταινίες που δεν ενδιέφεραν κανέναν παραγωγό και κανέναν αιθουσάρχη. Ως «κάθαρμα», κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου, αλλά ως σκηνοθέτης εισέπραξε μόνον κριτικές που περιέγραφαν τις ταινίες του ως «ανόητες, πρόχειρα στημένες και κακοπαιγμένες».

Διαβάστε ακόμα: Ο περιβόητος έμπορος όπλων Μπάζιλ Ζαχάροφ.

Αργότερα, βέβαια, ο κινηματογράφος του Κασσαβέτη θα δικαιωνόταν πανηγυρικά. Οι «Σκιές», τα «Πρόσωπα», το «Μια γυναίκα εξομολογείται» είναι κομμάτια της σινεφίλ μυθολογίας, για τα εξπρεσιονιστικά «χρώματα» και τη μοντερνιστική τους αφήγηση. Ο Σπίλμπεργκ ακόμα θυμάται την παρουσία του στο χαοτικό και καλλιτεχνικά οργασμικό σετ της ταινίας «Πρόσωπα» ως μία ανεπανάληπτη φιλμική προϋπηρεσία.

«Θα μπορούσα να γυρίσω ένα μιούζικαλ. Αλλά μόνον ένα. Το “Έγκλημα και Τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι» είχε πει σ’ έναν Γάλλο δημοσιογράφο.

Ακόμα κι αν ήταν από «ατύχημα» (όπως σχολιάζουν οι πιο αυστηροί), αυτός ήταν ο αδιαφιλονίκητος πρωτοπόρος του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, ένας Μπέργκμαν που κάπνιζε Marlboro και είδε στο μικροσκόπιο τα «συντρίμμια του θεού, που είναι ο άνθρωπος». Στις ταινίες του, όπως και στη ζωή του –γυρνούσε, άλλωστε, τις ταινίες με τους φίλους του και τη γυναίκα του, πολλές φορές μέσα στο ίδιο του το σπίτι- περιφερόταν με χάρη ανάμεσα στην ανατριχίλα του μεσοαστικού lifestyle και τις μποέμ, υπαρξιστικές εμμονές του, πίνοντας το ποτό του με τους Πίτερ Φολκ και Μπεν Γκαζάρα- το εκλεκτικό rat pack της μετά-Βιετνάμ εποχής.

Gazzara Falk Cassavetes

Πίτερ Φολκ, Μπεν Γκαζάρα, Τζον Κασσαβέτης: το rat pack της μετά-Βιετνάμ εποχής.

«Θα μπορούσα να γυρίσω ένα μιούζικαλ. Αλλά μόνον ένα. Το “Έγκλημα και Τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι» είχε πει σ’ έναν Γάλλο δημοσιογράφο. Κι ήταν ίσως, ο μοναδικός που θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο και να μην ακούγεται σαν φάρσα. Αρκετές δεκαετίες μετά, κι ενώ όλοι οι χολιγουντιανοί σκηνοθέτες με τις ασύλληπτες αμοιβές δηλώνουν ότι χρωστούν την καριέρα τους σ’ αυτόν, κάθε άλλο παρά ιεροσυλία θα ήταν η διατύπωση της άποψης ότι το στυλ Κασσαβέτη προηγείται και επισκιάζει την κινηματογραφική σχολή Κασσαβέτη.

Είναι παραδόξως, μία ακόμη δικαίωση για τον άνθρωπο που φόρεσε λευκό tuxedo, για να βγάλει στην επιφάνεια τις πιο άβολες αλήθειες, και τον γιο των μεταναστών που στάθηκε αυθάδικα δίπλα στον εμβληματικό Λι Μάρβιν χωρίς να μοιάζει «λίγος». «Δεν σκηνοθετώ τις ταινίες μου» είχε πει, «στήνω την ατμόσφαιρα κι αυτή κάνει τη σκηνοθεσία». Κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο, για να περιγράψει το ύφος του.

Διαβάστε ακόμα: 15 χρόνια από το θάνατο του Τζον-Τζον.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top