Photo: Wikipedia.com

Με πρώτο τον ίδιο τον Λακόστ, η φίρμα επένδυσε σε αυτούς που αργότερα περιγράφηκαν ως «πρεσβευτές της μάρκας», δηλαδή σε όλους όσοι με τις νίκες τους στα κορτ, αλλά και το απαράμιλλο στυλ τους, επέλεξαν να φορέσουν το «κροκοδειλάκι». Photo: Wikipedia.com

Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Ρενέ Λακόστ δεν ήταν γεννημένος για πρωταθλητισμό. Η φύση δεν τον είχε προικίσει με εξαιρετικά σωματικά προσόντα ούτε η τεχνική του υποδήλωνε κάποιο σπάνιο ταλέντο. Στην πραγματικότητα, ο Λακόστ δεν είχε πιάσει ποτέ ρακέτα στα χέρια του ως τα δεκαπέντε του χρόνια. Ήταν, τότε, το 1919, που σε ένα ταξίδι με τον πατέρα του στην Αγγλία θα γνώριζε το άθλημα που τον συγκίνησε και με το οποίο θα συνέδεε ολόκληρη τη ζωή του.

Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας του Παρισιού, ο νεαρός Ρενέ προοριζόταν για μία λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα ή έστω για μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις, δίπλα στον πατέρα του, διευθυντή μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες αυτοκινήτων της εποχής. Η απόφασή του να ασχοληθεί αποκλειστικά με το τένις δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει σοκ στον συντηρητικό πατέρα του, ο οποίος τελικά πείστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του με έναν όρο: ο Ρενέ θα γινόταν παγκόσμιος πρωταθλητής μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια!

Ο πατέρας του πείστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του να ασχοληθεί με το τένις υπό τον όρο ότι ο Ρενέ θα γινόταν παγκόσμιος πρωταθλητής μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια!

Η ευλάβεια με την οποία αντιμετώπιζε το ίδιο το άθλημα, διαβάζοντας και παρατηρώντας οτιδήποτε είχε σχέση με αυτό, η σκληρή προπόνηση, η αφοσίωση, η πειθαρχία, αλλά και η «στρατηγική» ικανότητα και ευφυΐα του στο παιχνίδι αποτέλεσαν για τον ίδιο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα με τα οποία υπερκάλυπτε την έλλειψη των τεχνικών χαρισμάτων που διέθεταν οι αντίπαλοί του. Άλλωστε, κρατούσε σημειωματάριο με όλα τα ειδικά χαρακτηριστικά και τα αδύνατα σημεία οποιουδήποτε είχε να αντιμετωπίσει. Οι νίκες διαδέχονταν η μια την άλλη και ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του ’20 είχε καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον των φιλάθλων και του Τύπου.

René Lacoste (δεξιά), μαζί με τον Otto Froitzheim, 1929 σε αγώνα στο Βερολίνο

Με τον Otto Froitzheim, στο Βερολίνο, το 1929.

Η αναγνώριση από τους αντιπάλους του δεν άργησε να έρθει. Το 1923 κλήθηκε στην ομάδα που εκπροσωπούσε τη Γαλλία στο διάσημο Davis Cup, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αποτελώντας το τέταρτο μέλος μιας παρέας που λίγο αργότερα θα αποκαλούνταν και «επίσημα» ως οι «Τέσσερις Σωματοφύλακες». (Από τότε και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα κατακτούσε τα πάντα: δύο φορές το Wimbledon και το U.S. Open, τρεις φορές το French Open, ανάμεσα στους δέκα καλύτερους του κόσμου για έξι συνεχόμενα χρόνια, νούμερο ένα τις χρονιές 1926-1927).

Διαβάστε ακόμα: Αυτό είναι τo πιο κομψό καπέλο του κόσμου. Απαλό, αέρινο, ασύγκριτο, cult.

Όπως έλεγε ο ίδιος ο Ρενέ Λακόστ, η ένταξή του στην ομάδα τένις της Γαλλίας, το 1923, σηματοδότησε και την αρχή μιας ακλόνητης φιλίας με τους Jean Borotra, Henri Cochet και Jacques Brugnon, τρεις από τους σπουδαιότερους τενίστες της εποχής. Πιστός στην ιδέα της ευγενούς άμιλλας και του σεβασμού του αντιπάλου, έγινε στα μάτια των δημοσιογράφων ο τέταρτος «Σωματοφύλακας». Στην ιστορία του τένις δεν έμεινε μόνο η θριαμβευτική νίκη τους στο Cup Davis το 1927, αλλά και η εν γένει παρουσία τους στα κορτ, που προς τιμήν της δικής του συμβολής ονομάστηκε «Γενιά Λακόστ».

«Το πνεύμα Λακόστ»

Αυτό που είχε καταφέρει ο Λακόστ στους αγωνιστικούς χώρους σε τόσο μικρή ηλικία αποτελούσε θαύμα από μόνο του. Ωστόσο, αυτό που τελικά τον ξεχώρισε ήταν όλα όσα κόμισε στο άθλημα, αλλά και στο στυλ τού άντρα που αγαπάει τα σπορ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργού παρουσίας του στα κορτ, δούλευε πυρετωδώς πάνω σε ιδέες που θα διευκόλυναν την προπόνηση και την αγωνιστική δράση ενός επίδοξου πρωταθλητή.

Από τους περισσότερους ειδικούς κατοχυρώνεται σε αυτόν η επινόηση και η κατασκευή του μηχανήματος που εκτοξεύει αυτόματα και διαδοχικά μπαλάκια του τένις και επιτρέπει την προπόνηση χωρίς την παρουσία παρτενέρ. Ο Λακόστ εισήγαγε και τη νέα, εύχρηστη ρακέτα από χάλυβα, που αντικαθιστούσε τη μέχρι τότε ξύλινη. Η πραγματική επανάσταση, ωστόσο, ήταν το λευκό, κοντομάνικο πουκάμισο, φτιαγμένο από ελαφρύ πλεκτό ύφασμα, που βοηθούσε στην αποβολή της υγρασίας λόγω της θερμότητας και το οποίο ο ίδιος φορούσε κατά τη διάρκεια του U.S. Open του 1927 – όπου και κέρδισε πανηγυρικά. Για το ύφασμα αυτό, που επέτρεπε στο σώμα να αναπνέει, είχε υποχρεωθεί να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο και να συμβουλευτεί τους περίφημους Αγγλοσάξονες ράφτες.

Διαβάστε ακόμα: Πώς κρατιέται σε φόρμα ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία του τένις στην Ελλάδα, Κωνσταντίνος Οικονομίδης

Ο Rene Lacoste σε διαφήμιση του L12.12.

Ο Rene Lacoste σε διαφήμιση του L12.12. shirt, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα προϊόντα της παγκόσμιας μόδας.

Πίσω στο Παρίσι, ο Λακόστ ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό του. Απευθύνθηκε στον Andre Gillier, ιδιοκτήτη της τότε μεγαλύτερης και παλαιότερης γαλλικής knitwear βιοτεχνίας και τον έπεισε για την παραγωγή μιας σειράς από λευκά πουκάμισα με σήμα το «κροκοδειλάκι». Τον Ιούνιο του 1933, η εταιρεία «La Chemise Lacoste» ήταν πραγματικότητα. Σε αυτό το πρώτο petit piquet μπλουζάκι δόθηκε ο κωδικός αριθμός «1212» και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα προϊόντα της παγκόσμιας μόδας.

Η επιθυμία του Λακόστ ήταν τα «πουκάμισά» του να ντύνουν τους αθλητές του τένις, του γκολφ και της ιστιοπλοΐας, αφού θεωρούσε πως το πνεύμα αυτών των σπορ ταυτιζόταν με τις δικές του αξίες.

Στην πραγματικότητα, ήταν η πρώτη φορά που ένα ρούχο στολιζόταν σε εμφανές σημείο με το brand της εταιρείας που το παρήγαγε. Το σλόγκαν που συνόδευε το λανσάρισμά του ήταν απλό και εύγλωττο: «Το πνεύμα Lacoste».

Rene_Lacoste_1922a

Η εταιρεία «La Chemise Lacoste», με την οποία ο ιδρυτής της θα έγραφε ιστορία και στο στυλ, έγινε πραγματικότητα τον Ιούνιο του 1933.

Με πρώτο τον ίδιο τον Λακόστ, η φίρμα επένδυσε σε αυτούς που αργότερα περιγράφηκαν ως «πρεσβευτές της μάρκας», δηλαδή σε όλους όσοι με τις νίκες τους στα κορτ, αλλά και το απαράμιλλο στυλ τους επέλεξαν να φορέσουν το «κροκοδειλάκι».

Επιθυμία του Λακόστ ήταν τα «πουκάμισά» του να ντύνουν τους αθλητές του τένις, του γκολφ και της ιστιοπλοΐας, αφού θεωρούσε πως το πνεύμα αυτών των σπορ ταυτιζόταν με τις δικές του αξίες. Κάπως έτσι, μέσα σε μερικά χρόνια, η υπογραφή του έφτασε να εκφράζει μια «εκδημοκρατισμένη πολυτέλεια» την οποία μπορούσαν να μοιραστούν όλοι. Η ιδέα του, άλλωστε, να «κλέψει» από το πόλο, το κατεξοχήν αριστοκρατικό άθλημα, τη φόρμα της στολής και να την προσαρμόσει στις ανάγκες του τένις επιβεβαιώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του.

Η εταιρεία εφάρμοσε μια στρατηγική συνεργασιών με ικανότατους εταίρους και εξειδικευμένους σχεδιαστές που μοιράζονταν τις ίδιες αξίες με τον ιδρυτή της. Η πραγματική έκρηξη της φίρμας έγινε, όμως, μετά το 1951, όταν εξαπλώθηκε και έξω από τα σύνορα της Γαλλίας. Η Lacoste ήταν πλέον ο εφευρέτης του sportswear, που έβρισκε μιμητές σε όλη την Ευρώπη. Σύντομα το «tennis white» εγκαταλείφθηκε ως αποκλειστικό σχέδιο και προστέθηκε μια σειρά από έντονα χρώματα που όρισαν το νέο στυλ. Ειδικά στην Αμερική της δεκαετίας του ’70, το μπλουζάκι της Lacoste έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της preppy γκαρνταρόμπας της νέας επιχειρηματικής ελίτ.

Ο Μπερνάρ Λακόστ, ο γιος του Ρενέ και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας από το 1964 έως το 2005, έχει πει ότι η ιστορία της Lacoste μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: «Από τη γέννησή της έως τις αρχές του ’60, πρόκειται για μια μάρκα πουκαμίσων. Ανάμεσα στο 1960 και το 1990, για μια μάρκα ρούχων. Από εκεί και ύστερα είναι η έκφραση ενός τρόπου ζωής».

Henri_Cochet_1922-wiki

Ο Ρενέ Λακόστ μαζί με τους Ανρί Κοσέτ (στη φωτογραφία), Ζακ Μπρουνόν, Ζαν Μποροτρά και Ανρί Κοσέτ, άφησαν εποχή ως «οι τέσσερις σωματοφύλακες του γαλλικού τένις».

Σε αυτό το σχεδόν αδιαμφισβήτητο γεγονός έχει συντελέσει κυρίως η προσήλωση στην αυθεντικότητα, δεδομένου ότι η παραγωγή καθενός από τα διάσημα μπλουζάκια «1212» τηρείται ευλαβικά, μια ιεροτελεστία στην κατασκευή τους, δεκαετίες τώρα. Εφαρμόζοντας ένα ιδιότυπο savoir-faire, η εταιρεία, μέσω των συνεργατών της, θα προμηθευτεί (αποκλειστικά από Pima cotton) βαμβακερά υφάσματα από την Αίγυπτο, τις Η.Π.Α. και το Περού, από τα οποία θα χρειαστούν 75 κιλά για κάθε κιλό επεξεργασμένου τελικού προϊόντος. Οι 65 χρωματικές αποχρώσεις του περνούν από ένα τελευταίο «χημικό μπάνιο», ώστε να διατηρούν αψεγάδιαστη την ποιότητα και την ανθεκτικότητά τους στο χρόνο, ενώ τα σεντεφένια κουμπιά συμπληρώνουν μια εκλεπτυσμένη εκδοχή της πολυτέλειας.

Για τους επιγόνους του «1212», η ταυτότητα αυτού του προϊόντος είναι μοναδική και δεν επιδέχεται συγκρίσεις: Είναι το αρχετυπικό «πουκάμισο Lacoste», όχι ένα πόλο μπλουζάκι: συμβολίζει το συνδυασμό της αστικής κουλτούρας με τον αθλητισμό, έχει χαρακτήρα οικουμενικό και απευθύνεται σε όλους, παραμένοντας το ίδιο χρήσιμο για τους ανθρώπους που αγαπούν τα σπορ, αφού σχεδιάστηκε από έναν σαν αυτούς.

Σήμερα, η γκάμα των προϊόντων της Lacoste περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα, από ρούχα και παπούτσια έως γυαλιά και αρώματα, όλα «υπογεγραμμένα» με το πράσινο «κροκοδειλάκι», ένα σύμβολο σχεδόν μυστικιστικό, τη γοητεία του οποίου δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ούτε ο ίδιος ο «πατέρας» του.

Διαβάστε ακόμα: Ο Πιρς Μπρόσναν παραδίδει μαθήματα στυλ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top