xiot4

Ένας δανδής του ρεμπέτικου.

Ανάμεσα στα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τον λαϊκό πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας, η μορφή του Μανώλη Χιώτη είναι  εκείνη που, δίχως αμφιβολία, τον εκφράζει αυθεντικότερα. Κι αυτό γιατί ο αξεπέραστος βιρτουόζος του μπουζουκιού όρισε τα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής φινέτσας, αξιοποιώντας με τόλμη τη βαριά παράδοση του ρεμπέτικου.

Γιός ενός ζόρικου μάγκα με όνομα στους μαχαλάδες και μιας καπάτσας Ναυπλιώτισσας, ιδιοκτήτριας ενός από τα πιο αριστοκρατικά μπαρ της πόλης, ο Χιώτης είχε το σπάνιο προνόμιο να γνωρίσει τόσο τον κόσμο των χαμαιτυπείων, όσο και τους τρόπους της καλής κοινωνίας. Οι βιογράφοι του έχουν να λένε για τα χάδια και τις φροντίδες που απολάμβανε στ’ Ανάπλι από τις κοπέλες που δούλευαν στο μαγαζί της μάνας του, οι οποίες ήταν οι ομορφότερες και κομψότερες της πόλης. Αργότερα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει ταβέρνα στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου, θα βίωνε μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο αψύς Διαμαντής Χιώτης είχε χαστουκίσει έναν κουτσαβάκη που πούλαγε χασίς έξω απ’ την πόρτα του μαγαζιού του κι εκείνος, μια εβδομάδα αργότερα, θα τον σκότωνε για να ξεπλύνει τη ντροπή.

Το μουσικό ταλέντο του Μανώλη Χιώτη δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με τους ομότεχνούς του της ίδιας περιόδου και αναγνωρίστηκε, ευτυχώς, πολύ νωρίς από εξαιρετικούς δασκάλους. Ο σπουδαιότερος ίσως, απ’ αυτούς, ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος, που τον φιλοξενούσε για καιρό σπίτι του, ήταν ένας ιδιόρρυθμος δανδής του ρεμπέτικου, που όμως χαραμίστηκε από τις καταχρήσεις. Εκείνος ήταν που του έβαλε την ιδέα για την τέταρτη (διπλή) χορδή στο μπουζούκι και τα διαφορετικά κουρδίσματα, χάρη σε ένα κιθαρομπούζουκο (εριβάν) που είχε (ποιος ξέρει από πού) στο σπίτι του.

Στην εμφάνισή του εγκατέλειψε, όταν χρειάστηκε, την αυστηρότητα των μαύρων κουστουμιών για χάρη του «τεχνικολόρ» των φιλόδοξων ελληνικών ταινιών της εποχής.

Δεν ήταν όμως μόνο τα περίτεχνα ακόρντα και η αστραπιαία ταχύτητα με την οποία έβγαζε καθαρές τις νότες ο λόγος που έκανε τον κόσμο (και τον Τζίμι Χέντριξ, κάποτε στο Σικάγο) να υποκλιθεί στο πρόσωπό του. Ο Μανώλης Χιώτης επέβαλε τολμηρές καινοτομίες στην παρουσίαση του λαϊκού τραγουδιού και αναβάθμισε στην πράξη την αξία του: κρέμασε το μπουζούκι στο λαιμό του και στάθηκε όρθιος στο πάλκο, ανέδειξε τις γυναίκες τραγουδίστριες πασπαλίζοντάς τες με τις απαραίτητες δόσεις «χρυσόσκονης», απαίτησε ομοιόμορφο, επίσημο ντύσιμο στην ορχήστρα. Κατά κάποιον τρόπο, επινόησε την εξευγενισμένη μορφή του «κοσμικού κέντρου» με λαϊκή μουσική που τότε εντυπωσίαζε την Μαρία Κάλλας και την Γκρέις Κέλι και απέχει έτη φωτός από τη σημερινή εκδοχή των «μπουζουκιών».

Φυσικά, δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ το αρχοντικό του στυλ, είτε είχε απέναντί του το λαϊκό ακροατήριο των φτωχογειτονιών είτε τον Μίκη Θεοδωράκη είτε τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, του οποίου υπήρξε καλεσμένος στον Λευκό Οίκο. Δεν αποχωρίστηκε ποτέ το μονόπετρο δαχτυλίδι και την ασημένια αλυσίδα του και φρόντιζε να φοράει τα κοστούμια του ένα λεπτό πριν βγει στη σκηνή, προκειμένου να είναι κατά κυριολεξία ατσαλάκωτος. Εξάλλου, όπως και με τα τραγούδια του, για τα οποία πειραματίστηκε με εξωστρέφεια και δίχως συμπλέγματα, πλουτίζοντας την ελληνική μουσική με λάτιν και τζαζ ηχοχρώματα, έτσι και στην εμφάνισή του εγκατέλειψε, όταν χρειάστηκε, την αυστηρότητα των μαύρων κουστουμιών για χάρη του «τεχνικολόρ» των φιλόδοξων ελληνικών ταινιών της εποχής. Αλλά δεν έπαψε να είναι ο αρχετυπικός μάγκας που σέβονταν οι πάντες, ένα πρότυπο της γενιάς του. Δεν είναι μυστικό ότι ακόμα και ο Καζαντζίδης ξύρισε το παχύ μουστάκι που είχε στο ξεκίνημα της καριέρας του όταν ο Χιώτης του είπε «κόψε, ρε Στέλιο, αυτή τη βούρτσα»!

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top