euzones

Έλληνες εύζωνοι στην Βουλή και ο Τζέραρντ Μπάτλερ.

Η φούστα στο δυτικό κόσμο δεν αποτελεί αποδεκτή επιλογή για τον σύγχρονο άνδρα – αντιθέτως «σκίζει» ως το πλέον εύκολο μέσο αμφισβήτησης του ανδρισμού όποιου τολμήσει να τη φορέσει. Υποσημείωση: Στο δυτικό κόσμο. Διότι στα υπόλοιπα 2/4 του πλανήτη, η φούστα και οι εκατοντάδες παραλλαγές της είναι ένα καθημερινό ρούχο που δεν χαρακτηρίζει σε καμία περίπτωση τη σεξουαλικότητα κάποιου, αλλά υπηρετεί την άνεση και την παράδοση.

Φούστες και φουστοειδή έχουν φορέσει πολέμαρχοι και αδιαμφισβήτητοι άνδρες, macho σύμβολα του σεξ και πρότυπα ανδρισμού. Από τον ήρωα φουστανελά του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μέχρι τον (αρχετυπικό 007) Σκοτσέζο Σον Κόνερι, και από τον αυτοκράτορα σογκούν με τους πιστούς σαμουράι μέχρι τον Σάκη Ρουβά με τις πιστότερες «Ρουβίτσες». Προσοχή, όμως, δεν μιλάμε για cross dressing. Στην Αφρική, ο διάσημος φωτογράφος Πίτερ Μπίαρντ κυκλοφορούσε σχεδόν μόνιμα με sarong και φωτογραφιζόταν με ιθαγενείς καλλονές – για όσους δεν το κατάλαβαν. Ποιος θα τολμούσε να τον αμφισβητήσει;

Μικ Τζάγκερ και Σόν Κονερι

Μικ Τζάγκερ και Σον Κόνερι.

Στα ’60s, ο Μικ Τζάγκερ προκαλούσε τα βρετανικά ήθη, βγαίνοντας στη συναυλία των Rolling Stones στο Hyde Park με κοντό μίνι φουστάκι-πανωφόρι, την ίδια ακριβώς εποχή που μοιραζόταν με τον Κιθ Ρίτσαρντς την κουκλίτσα Μάριαν Φέιθφουλ (αν και αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Κι αργότερα, όμως, ο loverman των αμερικανικών κολλεγίων Μπον Τζόβι θα τιμούσε στα ’80s την καμπάνια του Versace, φορώντας ένα dress-like ένδυμα πάνω στο γυμνό κορμί του, αλλά και ο Μπραντ Πιτ θα πόζαρε στο φακό του Μαρκ Σέλιγκερ για το εξώφυλλο του Rolling Stone, φορώντας ένα καρό ξώπλατο φόρεμα, με μπούστο, τιραντάκια και όλα τα εξαρτήματα της γυναικείας αυτοκρατορίας – αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, google it.

Στην Ιαπωνία το λένε «χακάμα», στη Σκοτία «κιλτ», στην Ταϊλάνδη «πακόμε», στη Σαμόα «λάβα-λάβα», στη Βραζιλία «κάνγκα», στην Κένυα «κικόι» – η λίστα θα μπορούσε να γεμίσει τηλεφωνικό κατάλογο.

Βασικά, το ανατρεπτικό δίδυμο «άνδρας-φούστα» έχει περάσει από κάμποσα κύματα στην πάροδο του χρόνου. Κι αν δεις το πράγμα γεωγραφικά, όλοι οι λαοί έχουν να προσθέσουν το κατιτίς τους. Μονάχα το όνομα αλλάζει κάθε φορά. Στην Ιαπωνία το λένε «χακάμα», στη Σκοτία «κιλτ», στην Ταϊλάνδη «πακόμε», στη Σαμόα «λάβα-λάβα», στη Βραζιλία «κάνγκα», στην Κένυα «κικόι» – η λίστα θα μπορούσε να γεμίσει τηλεφωνικό κατάλογο. Ο Τζιμπρίλ Σισέ, ερωτηθείς για τη στυλιστική επιλογή του να φορέσει πλισέ μακριά φούστα στους «Άντρες της Χρονιάς» στην Αθήνα πριν λίγα χρόνια, το είπε όσο πιο απλά γινόταν: «Κύριοι, κατάγομαι από την Αφρική και εκεί το να φορέσει ένας άνδρας φούστα είναι συνηθισμένο».

Στη Δύση κάτι τέτοιο παραμένει… ποινικό αδίκημα κατά της ανδροπρέπειας. Ο λόγος; Ευνόητος, προφανής. Τα ρούχα του δυτικού «μιλάνε» πολύ. Δεν είναι το μέσο για να κρύψει τη γύμνια του, αλλά η φυσική του ταυτότητα. Ο τρόπος που αποκαλύπτει στους γύρω του το φύλο, την κοινωνική τάξη, την αισθητική του. Επιλέγοντας ένα χαρακτηρισμένο «γυναικείο ρούχο» –όπως η φούστα– προκαλεί μόνο αμφισβήτηση. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Είναι τελικά η φούστα ένα γυναικείο ρούχο, ένα πραγματικό «άβατο» για τους άνδρες;

ο Κολοκοτρώνης, (ΣΚΑΙ-φωτογραφία: Νίκος Νικολόπουλος)

Υποδυόμενος τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, (ΣΚΑΙ – φωτο: Νίκος Νικολόπουλος)

Η ιστορία είναι η πρώτη που διαφωνεί. Και δεν χρειάζεται καν να ανατρέξει κάποιος στα προφανή παραδείγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που κατέκτησε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο με τα πόδια ακάλυπτα, ούτε στους φουστανελάδες του 1821 που καμιά ανδροπαρέα δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει. Το παντελόνι –όπως το ξέρουμε σήμερα– άρχισε να κερδίζει χώρο στις ανδρικές προτιμήσεις μόλις το 1812, όταν ο Άγγλος ευγενής και πρωτεργάτης του δανδισμού Μπο Μπρουμέλ το καθιέρωσε στην καλή κοινωνία του Λονδίνου.

Οι δυτικοί «ποινικοποίησαν» τη φούστα μέσα σε μόλις δύο αιώνες με συνοπτικές διαδικασίες. Βιαστική επιλογή, ειδικά αν κάποιος αναλογιστεί ότι μιλάμε για ένα άνετο ρούχο, με φυσικό air-condition, χωρίς «επικίνδυνα» φερμουάρ και ζόρια στο καβάλο.

Η εξάπλωσή του ήταν άμεση, έστω κι αν για πολλούς αιώνες οι κυρίαρχοι πολιτισμοί είχαν επιλέξει μια κομματάκι διαφορετική διαδρομή στην γκαρνταρόμπα τους: Οι Αρχαίοι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, οι Σουμέριοι, οι Ρωμαίοι, οι Κινέζοι, οι Βίκινγκς, οι Ινδιάνοι, οι Ίνκας, οι Αζτέκοι, όλοι πορεύτηκαν στην ιστορία χωρίς να είναι «παντελονάτοι». Ακόμα και ο Χριστόφορος Κολόμβος, όταν πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Αμερική, φορούσε μια πράσινη τουνίκ.

Τους έφερνε αυτό πιο κοντά στη θηλυκή πλευρά; Σε καμία περίπτωση. Παρ’ όλα αυτά, οι δυτικοί «ποινικοποίησαν» χωρίς κανένα δισταγμό τη φούστα μέσα σε μόλις δύο αιώνες και με συνοπτικές διαδικασίες ο… ποδόγυρος κατέληξε αποκλειστικά και μόνο στη γυναικεία γκαρνταρόμπα. Βιαστική επιλογή, ομολογουμένως. Ειδικά αν κάποιος αναλογιστεί ότι μιλάμε για ένα άνετο ρούχο, με φυσικό air-condition για το κορμί, χωρίς «επικίνδυνα» φερμουάρ και… ζόρια στο καβάλο.

Τζούλιαν Σνάμπελ και Πίτερ Σέλερς

Τζούλιαν Σνάμπελ και Πίτερ Σέλερς

Τη δεκαετία του ’80, πολλοί σχεδιαστές, όπως οι Jean-Paul Gaultier, Giorgio Armani, John Galliano και Yohji Yamamoto, επιχείρησαν να ξαναβάλουν τη φούστα στο στυλιστικό τερέν του άνδρα, μάταια όμως. Το παιχνίδι είχε χαθεί οριστικά. Η… «φουστοφοβία» αποδείχθηκε ανίατη. Και ήταν λογικό καθώς, σε αντίθεση με τις κυρίες που επαναστάτησαν και μετέτρεψαν το παντελόνι σε σύμβολο κομψότητας για τη χειραφετημένη και ανεξάρτητη γυναίκα, κυρίως χάρη στον δημιουργικό οίστρο του Yves Saint Laurent, οι εμφανίσεις του άνδρα με φούστα αποδείχθηκαν κάπως άτσαλες. Ο παγκόσμιος κινηματογράφος βρίθει παραδειγμάτων.

Ο Τζον Γουέιν έγινε περίγελος στην «Ωραιότερη ιστορία του κόσμου», ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ παραλίγο να καταλήξει νούμερο σε επιθεώρηση ως «Κόναν ο Βάρβαρος». Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι που ο ποδόγυρος δεν έπληξε τον ανδρισμό τους. Ο Ράσελ Κρόου στον «Μονομάχο», ας πούμε, ή ο Μελ Γκίμπσον στο «Braveheart», ο οποίος μπορεί να φορούσε κιλτ, αλλά το σπαθί του έσταζε καθαρή τεστοστερόνη.

Συμπέρασμα; Η φούστα δύσκολα θα δραπετεύσει από τις κοινωνικές αγκυλώσεις που την περιτριγυρίζουν εδώ και χρόνια. Όσο ανοιχτόμυαλος και cool κι αν είναι κάποιος, οι φοβίες παραμένουν, οι μύθοι δεν προσαρμόζονται. Συν φυσικά το προφανές: το ποιος φοράει τη φούστα. Άλλο ο Σισέ, άλλο ο Καραγκούνης. Η δεύτερη εικόνα θα άγγιζε τα όρια του σουρεάλ. Φούστα δεν μπορούν να βάλουν όλοι. Μόνο όσοι έχουν το θάρρος να τεστάρουν με στυλ τα όρια του ανδρισμού τους…

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς να ντυθείτε καβαλώντας το ποδήλατο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top