Δεξιά με την στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού (Συλλογή Κ. Καζάζη).

Αριστερά: Εξαρχής, ο νεαρός ποιητής ήταν ένας γνωστός Αθηναίος δανδής, ο οποίος είχε δημοσιεύσει ένα μποντλερικού ύφους «Μανιφέστο» και όλοι αναγνώριζαν σ’ αυτόν μια γνήσια νεορομαντική φιγούρα. Δεξιά με την στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού (Συλλογή Κ. Καζάζη).

Το χειμώνα του 1943, στο ρημαγμένο μέγαρο των Εξαρχείων, στη γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου, η φασματική μορφή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, παραδομένη στον εγκαταστημένο ζόφο της Κατοχής και της αυτοκαταστροφής, κατάφερνε μ’ έναν απροσδιόριστο τρόπο να θάλει στα μάτια των περαστικών που παράδερναν στους δρόμους της πόλης. Έμοιαζε περισσότερο στον «επαναπαυόμενο αθλητή» του ποιήματος της νιότης του, όπου η αρχαία, μαρμάρινη κεφαλή ενός αθηναίου εφήβου διατηρούσε, αν και παγωμένο, «στόμα ηδύπαθο και μισανοιγμένο», έτοιμο να φιλήσει και να φιληθεί.

Αρκετά χρόνια πριν, σε αυτό το αρχοντικό σπίτι, ο ίδιος στεκόταν παράμερα, όταν επίλεκτα τμήματα ιππέων, προς τιμήν του πατέρα του, διοικητή της Σχολής Ιππικού, «με τη σημαία και τις σάλπιγγες, έκαμναν παρέλαση εμπρός από το σπίτι και ο αρειμάνιος στρατηγός τους χαιρετούσε από το μεγάλο μπαλκόνι, στην πλευρά της οδού Οικονόμου». Ο βενιζελικός στρατιωτικός και μαθηματικός Λεωνίδας Λαπαθιώτης υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του κινήματος της Εθνικής Άμυνας και στις αρχές του 1917 ο Ναπολέων τον συνόδευσε στο ταξίδι του στην Αίγυπτο, όπου πήγαινε με σκοπό τη στρατολόγηση εθελοντών.

Εκείνη την εποχή, ο νεαρός φιλόδοξος ποιητής ήταν ήδη ένας γνωστός Αθηναίος δανδής, ο οποίος είχε δημοσιεύσει ένα μποντλερικού ύφους «Μανιφέστο» και όλοι αναγνώριζαν σ’ αυτόν μια γνήσια νεορομαντική φιγούρα που, οκτώ χρόνια μετά τον άδοξο θάνατο του ’Οσκαρ Ουάιλντ (το 1908), είχε προσχωρήσει και «επισήμως» στην παράδοση του αισθητισμού, υπογράφοντας ένα σχεδόν, προκλητικό άρθρο με τίτλο «Η φιλολογία του Όσκαρ Ουάιλδ είναι θρησκεία ιδανική, θρησκεία της μεγάλης Καλλονής».

Ο νεαρός ποιητής που θα γνώριζε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια δεν ήταν βέβαια άλλος ένας μορφωμένος αστός, απόφοιτος της Νομικής και πολύγλωσσος, ο οποίος λογάριαζε για τον εαυτό του μια καριέρα πνευματικού ανθρώπου. Είχε, εξάλλου, τα πεζά ποιήματά του σκορπισμένα σε περιοδικά και εφημερίδες και η μοναδική ποιητική του συλλογή θα εκδιδόταν πολύ αργότερα, το 1939. Ακόμα και τότε, στην Αίγυπτο, όπου είχε φορέσει τη στολή του Ανθυπολοχαγού και εργαζόταν ως διερμηνέας στο πλευρό του πατέρα του –η μόνη αληθινή εργασία που είχε ποτέ- φρόντιζε να βρίσκεται σε απόσταση από την εικόνα που οι κοινωνικές συμβάσεις απαιτούσαν.

 Ο Λαπαθιώτης υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός flâneur της νύχτας για την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ένας πρεσβευτής των «βίαιων παλμών και των ψηλών πεταγμάτων» κόντρα στην κάθε «μουγγή εκδήλωση της ζωής».

Στις «ανερμάτιστες», όπως έλεγε, νυχτερινές περιπλανήσεις του, συνδέθηκε με ιθαγενείς, ακολούθους αξιωματικών που του σύστησαν τα αραβικά χασισοποτεία και τους «θρησκευτικούς» τεκέδες, «απ’ όπου ανέβαιναν στη σιωπή της νύχτας, μονότονες, θρηνώδεις κι ατελεύτητες οι ψαλμωδίες των οιστρηλατημένων “ντερβισάδων”» και απέφευγε τους Ρωμιούς «που πήγαιναν στις παριζιάνικες “Revues”, σε συγκεντρώσεις κοσμικές, κοσμοπολίτικες και σ’ ανιαρότατα κι ανόητα θεάματα…»

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, και ενώ συνέχιζε να ζει μαζί με τους γονείς του, επέλεξε συνειδητά να ξυπνήσει όλους «τους αποναρκωμένους πόθους»: από τους τεκέδες της Τρούμπας έως τον κήπο του Ζαππείου, ο Λαπαθιώτης υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός flâneur της νύχτας για την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ένας πρεσβευτής των «βίαιων παλμών και των ψηλών πεταγμάτων» κόντρα στην κάθε «μουγγή εκδήλωση της ζωής».

Διαβάστε ακόμα: Σίμος ο Υπαρξιστός – Πιστός στην ξέφρενη χαρά και την ελευθερία.

Σε μια εποχή τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών, ραγδαίου κοινωνικού μετασχηματισμού, εθνικών παροξυσμών και ματαιώσεων, αυτή η περσόνα του, διαπερνούσε οριζόντια την κοινωνική διαστρωμάτωση και όριζε το πεδίο συνάντησης του υψηλού με το χθαμαλό, με όρους αισθητικούς, όπως περίπου του υπαγόρευε και το ίδιο το ποιητικό του έργο, όπου η τόσο φροντισμένη ποιητική καλλιέπεια υπονομευόταν από την παγερή πεζογραφική φόρμα. Έτσι, ενώ ο ίδιος υποστήριζε ότι περισσότερο καλλιτέχνης είναι ο «Εκλεκτός, ο οποίος θεωρεί ως μοναδικήν του απόλαυσιν να καπνίζη πούρα της Αβάνας ή να μυρώνεται με Pompeia και με Floramye», απ’ ό,τι ο κοινός άνθρωπος που συνθέτει «λαξευτούς και άμεμπτους ιάμβους», θα έβρισκε τους ήρωές του στις λαϊκές γειτονιές και τα χαμαιτυπεία και θα καλωσόριζε το όραμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Ακόμα και μετά τον εθισμό του στην ηρωίνη, ο οποίος κατακερμάτισε την ωραιοπαθή εικόνα του, ο Λαπαθιώτης συνέχισε τις βραδινές του εξόδους, φορώντας το σκληρό μαύρο καπέλο του και το μεσάτο πανωφόρι του με ένα λουλούδι πάντα κολλημένο στη μπουτονιέρα ή τα ανοιχτά πουκάμισα που τα αποκαλούσαν «α λα Μπάιρον» και πρώτος εκείνος είχε τολμήσει να τα φορέσει και να καθίσει κάποτε, ντυμένος έτσι, στου “Dorée” στο Σύνταγμα. Στο σπίτι της οδού Κουντουριώτου, είχε απομείνει πια μόνος μετά τον θάνατο των γονιών του και ήταν αναγκασμένος να ξεπουλάει τα βιβλία του, για να εξασφαλίζει τη δόση του και λίγο φαγητό.

Αυτή η απογύμνωση μιας από τις πιο πλούσιες και επιμελημένες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της Αθήνας θα συνεχιζόταν με ακόμα πιο εντατικό ρυθμό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενώ ο ποιητής έγραφε μερικά από τα πιο σπαρακτικά, αλλά διαυγέστατα ποιήματά του. Αν και η εξάρτησή του τον εμπόδιζε να παρακολουθήσει τα κοινωνικά τεκταινόμενα, η κορύφωση της απόγνωσης έμοιαζε να τον διαπερνά και να ταυτίζεται με τη συλλογική μοίρα. Η είδηση της αυτοκτονίας του μέσα σ’ αυτό το σπίτι, με ένα περίστροφο τον Ιανουάριο του 1944, έκανε τους εξαθλιωμένους πολίτες της Αθήνας να θρηνήσουν, έστω και για μια στιγμή, τη χαμένη γοητεία της ονειροπόλησης.

 

Διαβάστε ακόμα: Άγγελος Σικελιανός – Ο “άρχοντας της λαλιάς μας”.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top