Έκπαγλο φως, θωπευτικό. Στην ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε «Καζίνο» οι παίκτες μπαίνουν σε μια κρύπτη όπου δεν έχει έξοδο.

Κόμποι ιδρώτα που σκάβουν το μέτωπο. Ακροδάχτυλα που τρίβονται με μανία στο βαμβάκι του παντελονιού. Χτύποι ταμπούρλου στο μέρος της καρδιάς. Το αίμα τρέχει, λιμνάζει, τρέχει ξανά – η πορεία του είναι ξέφρενη, δεν έχει τέμπο. Ο κόσμος περισφίγγει, οι άλλοι παίκτες, τριγύρω συναγμένοι από τον κύκλο των αριθμών (μαύροι, κόκκινοι – όλα ζερό), έχουν όψη μελλοθάνατου. Η μπίλια είναι σαν σφαίρα όπλου με τη σκανδάλη πατημένη. Ο χαμένος τα παίρνει όλα, νικητής δεν υπάρχει ποτέ. Όλες οι πιθανότητες είναι με το μέρος του κρουπιέρη. Rien ne va plus. Μια φωνή από το βάθος της αίθουσας ορίζει τις πιθανότητες της χασούρας. Αποτυχημενάκηδες όλου του κόσμου ενωθείτε.

Λένε πως ο παίζων χάνει κι ο πίνων μεθά. Για τον τζογαδόρο ισχύουν και τα δύο: η μέθη της ήττας. Το κέρδος δεν είναι ο σκοπός. Όποιος παίζει με σκοπό να γίνει πλούσιος, να αβγατίσει τα χρήματα με τα οποία μπήκε στο καζίνο, να πιάσει την καλή, δεν είναι άξιος να εισέλθει στο βασίλειο των παιγνίων. Είναι η αδρεναλίνη που σκορπιέται αβασάνιστα. Είναι η θελκτική όψη της αποτυχίας. Το ρήμαγμα, η κατάπτωση, η μανία της επιβεβαίωσης, το άχθος της προσμονής. Τι από όλα αυτά καταλήγει σε κέρδος για τον παίκτη; Είναι μια συνεχής αφαίμαξη, αλλά όχι με τη φτηνή ηθικολογία που σε προτρέπει να απέχεις από την εμμονή του εθισμού. Αυτοί που τα λένε δεν έχουν ιδέα για τον άλλον εθισμό, τον συμπεριφορικό. Αυτόν που ορίζει την παθολογία σου.

Ακόμη κι αν παίζεις μια φορά το χρόνο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ακόμη κι αν δηλώνεις ατζαμής, άρα προσδοκάς να σε αγγίξει η τύχη του αδαούς, ακόμη κι εσύ που το κάνεις για το καλό του νέου χρόνου, ξέρεις πως μέσα σου κρυφοκαίει μια φλόγα καλά φυλαγμένη. Είναι αυτή που σε οδηγεί σε ένα ξέφρενο ποντάρισμα, πέραν κάθε λογικής, που δεν σε αφήνει να σηκωθείς από την καρέκλα σου αν και έχεις κάνει μια γερή μπάζα. Θέλεις κι άλλο. Είναι η αφροδιασιακή μεταστοιχείωση του παιχνιδιού σε κάτι ολότελα υπαρξιακό. Τι κάνεις αν σου συμβεί; Το δέχεσαι ως μέρος της ανθρώπινης περίπτωσης. Πριν από εσένα το έχουν βιώσει κι άλλοι. Μετά από εσένα θα έρθουν περισσότεροι. Αν σηκωθείς από την καρέκλα σου, κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση σου στη ρουλέτα.

Το κέρδος δεν είναι ο σκοπός. Όποιος παίζει με σκοπό να γίνει πλούσιος, να αυγατίσει τα χρήματα με τα οποία μπήκε στο καζίνο, να πιάσει την καλή, δεν είναι άξιος να εισέλθει στο βασίλειο των παιγνίων.

Γράφει ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στον περιώνυμο «Παίκτη»: «Ω, η βραδιά εκείνη, πούφερα τα εβδομήντα μου φλωρίνια στο τραπέζι του παιχνιδιού ήτανε το ίδιο αξιοσημείωτη. Άρχισα με δέκα φλωρίνια και με το passe. Για το passe έχω καλή προκατάληψη. Έχασα. Μου μείνανε εξήντα φλωρίνια σ’ αργυρά νομίσματα. Συλλογίστηκα λίγο — και προτίμησα το zéro. Άρχισα να βάζω μονομιάς στο zéro από πέντε φλωρίνια· την τρίτη φορά βγήκε ξαφνικά το zéro. Λίγο κόντεψε να πεθάνω απ’ τη χαρά μου, που πήρα εκατόν εβδομήντα πέντε φλωρίνια. Σαν είχα κερδίσει εκατό χιλιάδες φλωρίνια δεν είχα τέτοια χαρά. Αμέσως έβαλα εκατό φλωρίνια στο κόκκινο — πήρα· όλα τα τετρακόσια στο μαύρο — κέρδισα· όλα τα οχτακόσα στο manque — πήρα, μετρώντας και τα προηγούμενα, είχα χίλια εφτακόσα φλωρίνια, κι’ αυτό σε διάστημα λιγότερο από πέντε λεπτά! Ναι, σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς κι όλες τις προηγούμενες αποτυχίες! Γιατί τα κέρδισα αυτά κινδυνεύοντας πιότερο κι απ’ τη ζωή μου, το τόλμησα και κινδύνεψα, και νά ‘μαι πάλι στη σειρά των ανθρώπων!

To διάσημο Rick’s Café Americain της εμβληματικής ταινίας «Καζαμπλάνκα» με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ να επιθεωρεί τη ρουλέτα κι όχι μόνο.

»Πήρα ένα δωμάτιο, κλειδώθηκα, κι ως τρεις ώρες, καθόμουνα και λογάριαζα τα λεφτά μου. Το πρωί ξύπνησα όχι πια λακές. Αποφάσισα την ίδια μέρα να φύγω για το Άμπουργκ: εκεί δεν έγινα λακές, ούτε κάθισα φυλακή. Μισή ώρα πριν φύγω πήγα κι έβαλα δυο μίζες, όχι παραπάνω, κι έχασα χίλια πεντακόσα φλωρίνια. Ωστόσο πήγα στο Άμπουργκ, και να, ένας μήνας πια που βρίσκουμαι εδώ».

Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το συγκεκριμένο βιβλίο υπό την πίεση των πιστωτών του. Κάθε λέξη ήταν κι ένα ρούβλι που έπρεπε να ξεχρεώσει κι ένα ακόμη που θα έπαιζε στη ρουλέτα. Στις γερμανικές λουτροπόλεις Βισμπάντεν και Χόμπουργκ, ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε τον κόσμο της ρουλέτας και του χαρτοπαίγνιου και γοητεύτηκε για ένα διάστημα από αυτόν. Στο πρόσωπο του βασικού ήρωα, του Αλεξέι lβάνοβιτς, αντανακλώνται πολλές από τις ψυχολογικές δοκιμασίες που υπέστη τότε ο Ντοστογιέφσκι. Φόβος, έμμονο πάθος, παθολογική μοναξιά, εσωτερικές περιδινήσεις, εκρήξεις στα όρια της τρέλας. Ο τζόγος φέρνει στην επιφάνεια ανθρώπινες ποιότητες που ουδείς μπορεί να φανταστεί ότι διαθέτει. Κι όμως, έστω και υπνωτισμένες βρίσκονται μέσα μας.

Ο δικός μας, ο ρέκτης της ρουλέτας Αντώνης Σουρούνης, έλεγε πως: «Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σε ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις, τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα είναι το ίδιο πράγμα». Ο μυθιστορηματικός Άλεξ στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του «Ο χορός των ρόδων» βρίσκει μια δική του αριθμολαγνική (sic) πατέντα για να ξετινάξει τα καζίνο. Γίνεται ένας επιστήμονας του τζόγου, μια διάνοια του παιγνίου. Ένας δαιμονικός παίκτης.

«Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σε ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα».

Ο Σουρούνης, όμως, επειδή ακριβώς είχε βιώσει τη διαστολή κάθε λογικής μέσα στα καζίνο, είχε πει κάποτε: «Aν πας για πρώτη φορά στο καζίνο, τότε θα κερδίσεις λόγω αθωότητας. Δεν θα ‘χεις φάει το μήλο της γνώσης ακόμα. Σου ‘ρχεται ένα νούμερο στο μυαλό, το παίζεις, βγαίνει και τρελαίνεσαι. «Tόσο εύκολο είναι;», αναρωτιέσαι. Πας την επόμενη μέρα με χαρτί και μολύβι. Έχεις τελειώσει. Aπό τη στιγμή που μπήκε η πονηριά και ο υπολογισμός μέσα σου, αρχίζεις να χάνεις. Aυτό ισχύει, όχι μόνο για τον τζόγο, αλλά και για τη ζωή. Mπαίνεις αθώος στην κοινωνία και μετά κάνεις και λες πράγματα που δεν πιστεύεις».

Ρουλέτα, μπλακ τζακ, πόκα: όλες οι μάγισσες επί σκηνής ζητούν από εσένα την απόλυτη αφοσίωση. Εκείνες σου προσφέρουν την πιο φθαρτή αιωνιότητα. Αυτήν της μιας στιγμής που είναι γεμάτη ένταση και πάθος ανεξέλεγκτο. Σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι ο εκλεκτός, ο… μονογενής της τύχης. Είναι σαν να βρίσκεσαι στο Rick’s Café Americain της εμβληματικής ταινίας «Καζαμπλάνκα», όπου είχε τα πάντα:  καζίνο, τραγουδίστριες, ορχήστρα πνευστών και στρογγυλά τραπέζια, όπου οι θαμώνες έσκυβαν συνωμοτικά πίνοντας και μιλώντας για την αντίσταση στους Ναζί ή για το πώς θα πάρουν βίζες για να διαφύγουν στην Αμερική. Γίνεσαι ο Στιβ ΜακΚουίν στο «Σινσινάτι Κιντ». Ένας τεχνίτης στον τομέα του που, όσα χρήματα και αν χάσει, όσο μπατίρης και αν μείνει (και μένει), διατηρεί αναλλοίωτη την αξιοπρέπειά του. Μπορείς να μεταμφιεστείς σε Τζέιμς Μποντ – τι τυχαίο, μας συστήθηκε πρώτη φορά σε ένα καζίνο κι όσες φορές πήγε στο «ναό» δεν βγήκε ποτέ ηττημένος. Αλλά αυτά γίνονται μόνο στον κινηματογράφο.

Αν πάλι θέλεις να μεταφερθείς στη μεγάλη κρύπτη του χρήματος και των προσδοκιών, εκεί που δεν έχει έξοδο αλλά μόνο είσοδο, τότε, προτού πας να δοκιμάσεις την τύχη σου καλό, είναι να δεις το «Καζίνο» του Σκορτσέζε. Να ακούσεις την επίπεδη, μεταλλική φωνή του κρουπιέρη ή τις μηχανικές νότες των κουλοχέρηδων. Κι όλα αυτά βουτηγμένα σε έκπαγλο φως. Όχι ζεστό, αλλά θωπευτικό, μαγευτικό. Φως που σε αναγκάζει να ενδώσεις στο πάθος.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τα τυχερά παιχνίδια.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top