ΣΙΜΟΣ ΤΣΑΠΝΙΔΗΣ- ΝΟΡΒΗΓΙΑ 1960

Το 1956, ο Σίμος ο Υπαρξιστής αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, έχοντας υπό μάλλης ένα τετράδιο για να καταγράψει όλα όσα θα ζούσε «στο δρόμο». Μαζί με τις φύρδην μίγδην καταγραφές (οι οποίες αποτελούν μία εν πολλοίς, αναξιοποίητη, εξωτική μαρτυρία της εποχής του), οι φωτογραφίες που έβγαλε αποτελούν ένα σπάνιο αρχείο για τις ελληνικές κοινότητες και τη γενιά της αμφισβήτησης. (Εδώ, στη Νορβηγία το 1960)

Το Σεπτέμβριο του 1953, ένα χαρτονένιο ομοίωμα της «Ιπτάμενης Παράγκας» του Σίμου κατασκευάστηκε από την παρέα του και ετοιμάστηκε να απογειωθεί από την οδό Σαρρή στου Ψυρρή, όπου βρισκόταν το πραγματικό, ξύλινο, διώροφο κτίριο, και διασχίζοντας το νυχτερινό ουρανό της Αθήνας να προσγειωθεί στον κήπο του κοσμικού κέντρου «Κομπαρσίτα» στη Νέα Φιλαδέλφεια.

ΣΙΜΟΣ ΤΣΑΠΝΙΔΗΣ (1)

Για τη μικρή συντροφιά των πρώτων Ελλήνων υπαρξιστών, ο Σίμος ήταν η πηγαία έκφραση της ελευθεριακής συνείδησης: αρνούνταν την υποταγή σε κοινωνικές νόρμες και εξαρτήσεις, έραβε στα ρούχα του πολύχρωμα μπαλώματα, δημιουργώντας θεατρικά, πολύχρωμα πάτσγουορκ κι έκανε το καλύβι του έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο για ανέστιους καλλιτέχνες.

Εκεί, ο ιδιοκτήτης θα υποδεχόταν και θα παρουσίαζε για πρώτη φορά στους αστούς θαμώνες του κλαμπ τη φυλή των μουσάτων ελευθεριακών που είχαν ήδη αναστατώσει την πρωτεύουσα με τα μνημειώδη πάρτι τους και έκαναν το ξύλινο πάτωμα να χορεύει στους ρυθμούς του σουίνγκ και ολόκληρη την παράγκα να «ίπταται».

Τελικά, το ομοίωμα τοποθετήθηκε σε μια τροχήλατη πλατφόρμα, την οποία ρυμουλκούσε το στρατιωτικό, σε χρώματα «υπαρξιστικής» παραλλαγής, τζιπ του Σίμου και διέσχισε τους δρόμους της Αθήνας ακολουθούμενο από μια πομπή νέων ανθρώπων που διαδήλωσαν με αυθόρμητες επευφημίες και γέλια μια μικρή νίκη κόντρα στη μεταπολεμική κατάθλιψη και την ακινησία της συντήρησης.

Ο Σίμος Τσαπνίδης υπήρξε ένας αποτυχημένος τσαγκάρης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατέγραψε ο Μανώλης Νταλούκας, στα παπούτσια που έφτιαχνε προσέθετε σχεδόν πάντοτε μια κόκκινη ρίγα, για να τα κάνει ξεχωριστά, αλλά κανείς δεν δεχόταν να τα πληρώσει. Το μισοετοιμόρροπο, δίπατο παράπηγμα, το οποίο στεκόταν όρθιο χάρη στους τσιμεντένιους τοίχους των κτιρίων εκατέρωθεν, ουσιαστικά του παραχωρήθηκε χωρίς αντίτιμο, για να το κάνει εργαστήριο κατασκευής και επιδιορθώσεων ομπρελών θαλάσσης και σαλονιών αυτοκινήτων. Ο ίδιος κοιμόταν σ’ ένα στενό πατάρι και τους θερινούς μήνες σ’ ένα στρώμα στην ταράτσα.

Για τη μικρή συντροφιά των πρώτων Ελλήνων υπαρξιστών, που συναντιούνταν δειλά-δειλά στο «Πικαντίλι» και αλλού, ο Σίμος ήταν ως προσωπικότητα η πηγαία έκφραση της ελευθεριακής συνείδησης: αρνούνταν την υποταγή σε κοινωνικές νόρμες και εξαρτήσεις, έραβε στα ρούχα του πολύχρωμα μπαλώματα, δημιουργώντας θεατρικά, πολύχρωμα πάτσγουορκ, έκανε το καλύβι που ζούσε έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο για ανέστιους καλλιτέχνες και καταφύγιο για νέους που είχαν τη λαχτάρα να συμμετάσχουν σε ελεύθερες συζητήσεις και να ακούσουν μουσική.

Η περσόνα του ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα ο «ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος απλώς «έκανε πάρτι».

Στα πάρτι της «Παράγκας», ο επισκέπτης έπρεπε να ανέβει μια απότομη σκάλα, να ελιχθεί ανάμεσα σε ραπτομηχανές, καθίσματα αυτοκινήτου, ένα παλιό πιάνο, αυτοσχέδια «υπαρξιστικά» γλυπτά, ζωγραφικά έργα και ψευδοφιλοσοφικές επιγραφές και να είναι αποφασισμένος να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης.

Ο Σίμος θα υποδεχόταν τους καλεσμένους του άλλοτε ντυμένος πειρατής και άλλοτε ιμπρεσάριος μιας παρωδίας του υπαρξισμού, η οποία ήταν όμως εξίσου απελευθερωτική. Ο «σύλλογος» που σχημάτισε με τους συντρόφους του οργάνωνε μέχρι και εκδρομές στη θάλασσα, ώσπου διαλύθηκε οριστικά από τις πανικόβλητες Αρχές, οι οποίες φρόντισαν να σφραγιστεί και η «Παράγκα».

ΣΙΜΟΣ ΤΣΑΠΝΙΔΗΣ

Η περσόνα του ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα ο «ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος απλώς «έκανε πάρτι».

Το 1956, ο Σίμος ο Υπαρξιστής αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ταξιδέψει στην Ευρώπη, έχοντας υπό μάλλης ένα τετράδιο για να καταγράψει όλα όσα θα ζούσε «στο δρόμο». Μαζί με τις φύρδην μίγδην καταγραφές (οι οποίες αποτελούν μία εν πολλοίς, αναξιοποίητη, εξωτική μαρτυρία της εποχής του), οι φωτογραφίες που έβγαλε, χάρη σε μια μηχανή που από κάποιον του χαρίστηκε, αποτελούν σήμερα ένα σπάνιο αρχείο για τις ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη, τη γενιά αμφισβήτησης και του Μάη του ‘68 στο Παρίσι, την αντιδικτατορική δράση των πολιτικών εξορίστων, την περίοδο της χούντας των Συνταγματαρχών.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, συνέχισε να ζει την κάθε του μέρα σαν μια ξεχωριστή «υπαρξιστική» περιπέτεια, κάνοντας δουλειές από δω κι από κει και απολαμβάνοντας την πολυτέλεια της αυτάρκειας.

Οι αναμνήσεις από την «παράγκα» επανέρχονταν, με διάφορες αφορμές, στη συλλογική μνήμη της Μεταπολίτευσης, ακόμα κι όταν ο Σίμος κυκλοφορούσε ακόμα ως ένας ανώνυμος κλοσάρ στην ίδια γειτονιά που κάποτε δημιούργησε μια ρωγμή στην αισθητική και την κοινωνική στασιμότητα.

Η περσόνα του, ωστόσο, ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα ο «ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος απλώς «έκανε πάρτι».

Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι για ένα φτωχό, αγράμματο παιδί που έζησε στο πετσί του τη δυστυχία και την αδικία, η προσήλωσή του στην ξέφρενη χαρά και ελευθερία ήταν κάτι παραπάνω από επαναστατική. Ήταν απογειωτική. Γι’ αυτό και πρέπει, τουλάχιστον, να του αποδώσουμε τον τίτλο του υπαρξιστή. Δίχως εισαγωγικά.

 

Διαβάστε ακόμα: Ιάννης Ξενάκης – Το θαυμαστό πρόσωπο του Ιανού.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top