Πριν πολλά χρόνια τα ρολόγια δεν φτιάχνονταν τόσο μαζικά όσο σήμερα, αλλά σε λίγα κομμάτια, από ωρολογοποιούς με μεράκι. Και περνούσαν αποκλειστικά από παππού σε πατέρα κι από πατέρα σε γιο. (Φωτογραφία: 1843magazine.com)

    Ομόλογα, πίνακες, βάζα μιας παλιάς κινεζικής αυτοκρατορίας. Οι εγκέφαλοι των επενδύσεων ποτέ δεν στέρεψαν από «υλικό». Ένα αντρικό φετίχ όμως έχει αρχίσει ξανά στις μέρες μας να κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους μανιακούς συλλέκτες και τους επενδυτές της διπλανής πόρτας: τα ρολόγια χειρός.

    Μια μικρή έρευνα στον μικρόκοσμο με τα καντράν, τα μπρασελέ και το ευγενές αλισβερίσι της αγοράς των ρολογιών, μας αποκάλυψε πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Για παράδειγμα, ένα παλιό Rolex Explorer ή ένα Βρετανικό στρατιωτικό IWC Mark 11 του 1952, αγορασμένα πριν 20 χρόνια για 450 ευρώ, σήμερα τιμολογούνται έκαστο στα 6.500 ευρώ. Κι αν αυτά τα ποσά δεν σας φαίνονται μεγάλα, τότε ίσως σας φανούν τα 1,3 εκ. ευρώ που δόθηκαν το 2015 για ένα Rolex Daytona του 1971, που ανήκε στον Eric Clapton.

    Κάποτε στις συνειδήσεις μας, vintage ρολόι ήταν αυτό με την αλυσίδα που έμπαινε στην τσέπη, το ρολόι των gentlemen μιας παλιάς εποχής, τότε που όταν μια κυρία δάκρυζε κάποιος θα βρισκόταν να της προσφέρει ένα μεταξωτό μαντήλι για να σκουπίσει το δάκρυ της. Σήμερα έχει μια κάπως διαφορετική έννοια.

    Tα μηχανικά ρολόγια μπορούν να μείνουν για δεκαετίες ανέγγιχτα από το χρόνο. Στα χέρια ενός έμπειρου τεχνίτη μπορούν να επισκευαστούν άψογα και τίποτα να μην μαρτυρά την ηλικία τους.

    Το IWC Mark 11 του 1952.

    Τι έχει μεσολαβήσει; Από τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’80, το μηχανικό κλασικό ρολόι χειρός ήρθε πάλι στη ζήτηση. Βέβαια τότε δεν υπήρχαν ούτε περιοδικά για συλλέκτες, ούτε δίκτυο για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να μπορούν να εκτιμήσουν πόσο αξίζει αυτό που τους άρεσε. Η Cartier, η Rolex και η Patek Philippe ήταν οι εταιρείες που πουλούσαν περισσότερο, λόγω φήμης και συναφούς αίγλης. Μετά διάφοροι οίκοι δημοπρασιών όπως ο Antiquorum άρχισαν να διοργανώνουν δημοπρασίες μόνο για ρολόγια χειρός και το παιχνίδι είχε μόλις ξεκινήσει. Τα μηχανικά ρολόγια εκείνης της εποχής ήταν το αντίπαλον δέος για τα ηλεκτρονικά ρολόγια χαλαζία.

    Επειδή κι εγώ δεν ήξερα αυτές τις λεπτομέρειες, τα ρολόγια χαλαζία το 1970 ήταν ό,τι πιο σύγχρονο και πάλλονταν με συχνότητα 32.768 κύκλους ανά δευτερόλεπτο. Ήταν το ουάου φάκτορ της εποχής και κόντεψαν να εκτοπίσουν τελείως τα ελβετικά μηχανικά ρολόγια. Παρόλα αυτά, τα μηχανικά ρολόγια με τις δημοπρασίες, την vintage αισθητική τους και τους διάσημους ιδιοκτήτες τους, πήραν γρήγορα το αίμα τους πίσω. Διάφοροι γίγαντες της βιομηχανίας των ρολογιών όπως ο Günter Blümlein της IWC, ο Jaeger-LeCoultre, ο A. Lange & Söhne, ο Gerd-R Lang, ή ο Nicolas Hayek από την Swatch, αλλά και πολλοί άλλοι όπως οι Franck Muller, FP Journe και Daniel Roth, πίστεψαν στα μηχανικά ρολόγια και τους έδωσαν υπεραξία.

    Σε αυτό βοήθησε πολύ ότι τα μηχανικά ρολόγια μπορούσαν να μείνουν για πολλά-πολλά χρόνια ανέγγιχτα από το χρόνο. Στα χέρια ενός έμπειρου τεχνίτη μπορούσαν να επισκευαστούν άψογα και τίποτα να μην μαρτυρά την ηλικία τους. Σε αντίθεση δηλαδή με τα ρολόγια χαλαζία που ήταν πιο αναλώσιμα και τα ηλεκτρονικά τους μέρη, όπως οι σημερινοί υπολογιστές, κάποια στιγμή ήταν πιθανόν να «κρασάρουν».

    Ένας ακόμα παράγοντας που αύξησε το κύρος των vintage ρολογιών είναι η σπανιότητά τους.

    Ένας ακόμα παράγοντας που αύξησε το κύρος των vintage ρολογιών είναι η σπανιότητά τους. Και όχι λόγω της τιμής τους, αλλά εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού τους. Τότε δεν φτιάχνονταν τόσο μαζικά όσο σήμερα και κυκλοφορουσαν σε λίγα κομμάτια, από ωρολογοποιούς με μεράκι. Περνώντας σχεδόν αποκλειστικά από παππού σε πατέρα κι από πατέρα σε γιο. Ούτε λόγος να πουληθούν. Κι όποιος ψάχνει ένα συγκεκριμένο παλιό μοντέλο, όπως ακριβώς το έχει φανταστεί, ε τότε, μάλλον χρειάζεται να είναι λαγωνικό, και να ψάξει πολύ.

    Υπάρχει μια εκπομπή που έβλεπα πιο παλιά, το Storage Wars, με κάτι τύπους που ανοίγουν παλιές αποθήκες και βρίσκουν διάφορους θησαυρούς μέσα. Το σασπένς έγκειται στο ότι πρέπει να περάσουν από μια δημοπρασία για να αποκτήσουν το κλειδί της αποθήκης και δεν έχουν ιδέα για το τι έχει αυτή μέσα. Δηλαδή μπορεί να ποντάρουν 1.000 δολάρια για να αποκτήσουν το περιεχόμενο της αποθήκης και μέσα να έχει μόνο παλιατζούρες, ή να έχει ένα παλιό συλλεκτικό ρολόι και λίγα κόμικς που πλέον αξίζουν εκατομμύρια!

    Το Rolex Daytona του 1971, που κάποτε άνηκε στον Eric Clapton, πωλήθηκε για 1.3 εκ. ευρώ.

    Οι πιθανότητες να βρεις το ρολόι που θα αντιστοιχεί σε σεντούκι θησαυρού είναι υπαρκτές αλλά ελάχιστες. Συνυπολόγισε το πόσοι συλλέκτες υπάρχουν, πόσο μεγάλη είναι η ζήτηση μέσα από οίκους (όπως οι David Duggan, Somlo Antiques κ.ά), και πόσο μικρή είναι η προσφορά.

    Τα μεγάλα κλασικά κομμάτια όπως κάποια από αυτά που αναφέραμε, αλλά και τα Vacheron Constantin, Audemars Piguet κλπ., βγαίνουν στην «πιάτσα» μόνο αν κάποιος παλιός τους κάτοχος βρεθεί στην ανάγκη να τα πουλήσει, ή πεθάνει και δεν τα κληροδοτήσει σε κάποιον άλλον.

    Ποτέ όμως δεν ξέρεις αν το σημερινό σου ρολόι αποκτήσει κάποια στιγμή την πατίνα και την αξία του vintage. Ακόμα κι ένα ρολόι ενός σχετικά άγνωστου και μικρού σήμερα ωρολογοποιού, μπορεί -αν αντέξουν τα μηχανικά του μέρη- να γίνει διαχρονικό. Αν μάλιστα το φορέσει και κάποιος εμβληματικός άνθρωπος από αυτούς που άτσαλα αποκαλούμε trend setter, ποιος ξέρει ποια τιμή μπορεί να χει στο μέλλον; Λίγο γούστο και πολλή τύχη μπορούν να κάνουν θαύματα.

    [Πηγή: The Economist]

     

    Διαβάστε ακόμα: Vintage ρολόι – Μάθετε τι αγοράζετε.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top