15242006_911005225702412_9159251592878167273_n

Ο Αλέξανδρος Ιόλας σπούδασε χορό και χόρεψε στο Βερολίνο, το Σάλτσμπουργκ, το Παρίσι. Αγάπησε την ελευθερία του Βερολίνου και την ευγένεια του Παρισιού.

«Η Αγάπη ειναι δύναμη. Θέλει θάρρος. Θέλει γεναιότητα. Όταν αγαπιέσαι πολύ από κάποιον σου δίνει δύναμη, ενώ όταν αγαπάς πολύ κάποιον σου δίνει θάρρος. Ένας δειλός είναι ανίκανος να δείξει αγάπη. Αυτό είναι προνόμιο των γενναίων…».

Αυτό έγραψα για μια συνέντευξη που μου ζητήσανε, καθώς κοίταζα τις ιστορικές φωτό που παρέλαβα με το ταχυδρομείο με τις λεζάντες: «PRESS PHOTO DANCER THEODORA ROOSEVELT, GRANDDAUGHTER OF PRESIDENT ROOSEVELT -ALEXANDER IOLAS». Έτσι ακριβως. Μια σχέση η οποία κράτησε για πάνω απο 35 χρόνια.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας σπούδασε χορό και χόρεψε στο Βερολίνο, το Σάλτσμπουργκ, το Παρίσι. Αγάπησε την ελευθερία του Βερολίνου και την ευγένεια του Παρισιού. Στην Πόλη του Φωτός γνώρισε μερικά από τα πιο φωτεινά μυαλά του αιώνα. Ένα από αυτά ήταν ο Πωλ Βαλερύ, ο οποίος φέρεται να του είπε: «Είσαι Έλληνας και μάλιστα από την Αλεξάνδρεια, άρα το θηριοτροφείο μέσα σου είναι μεγάλο. Δάμασε το θηριοτροφείο σου και θα γίνεις παγκόσμιος και οικουμενικός».

15230701_911005289035739_5447784752373523720_n

Η λεζάντα των ιστορικών φωτογραφιών του Αλέξανδρου Ιόλα, που παρέλαβε με το ταχυδρομείο ο Νίκος Σταθούλης.

Γνώρισε τον πρωτεργάτη του σουρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν, τον οποίο θυμάται ως «έναν ποιητή με τρελά ωραία μαλλιά», «απελπισμένο» και «πολύ μπανάλ», που «ονειρευόταν να καταστρέψει την τέχνη». Ο «καταστροφικός» σουρεαλισμός πρόκειται να μπει πολύ δυναμικά στη ζωή του Ιόλα, ο οποίος θα εισάγει κυριολεκτικά το ιδιοφυές καλλιτεχνικό κίνημα σε μια ανέτοιμη ακόμα, μα εκπαιδεύσιμη Αμερική.

Πάμε λίγο πιο πίσω. Στο Σάλτσμπουργκ, όπως μου το είχε διηγηθεί ο Αλέξανδρος Ιόλας.

«Πως θυμάστε τον εαυτό σας τότε;».
«Ήμουν νέος, αθλητικός, πολύ καλά φτιαγμένος και το σώμα μου δεν ζοριζόταν στο χορό. Ήταν ξεκλειδωμένο. Ήθελα να χορέψω, όμως, στο Σάλτσμπουργκ, γιατί εκεί ήταν οι καλύτεροι χορευτές.
Δεν ήξερα πώς να πάω στο Σάλτσμπουργκ. Το ταξίδι ήταν ακριβό από το Βερολίνο. Τα χρήματά μου δεν ήταν αρκετά. Μου είπαν να πάω σαν έξτρα κομπάρσος στο Σάλτσμπουργκ. Διευθύντρια της Όπερας του Βερολίνου ήταν η Margarete Wallmann, η οποία με έστειλε με ένα σημείωμα να με πάρουν στο Σάλτσμπουργκ σαν κομπάρσο.

Θυμάμαι καλά εκείνη τη νύχτα πριν πάω στο Σάλτσμπουργκ. Έβρεχε. Όχι δυνατά μα ήσυχα. Σιγά- σιγά. Σα να σε δρόσιζε η βροχή. Οι λάμπες του δρόμου έφεγγαν αμυδρά και κινούνταν με τον αέρα. Ολόκληρη τη νύχτα περιπλανιόμουν στους δρόμους του Βερολίνου και τη σκέψη μου καρφωμένη στο Σάλτσμπουργκ. Σε δυο μέρες θα γινόταν η οντισιόν. Μέχρι τότε ήμουν ανήσυχος και μελαγχολικός. Μου φαίνονταν ατέλειωτες εκείνες οι δυο μέρες.

Όταν έφτασα στην επιτροπή μου είπαν: “Κάθισε στην άκρη!”. Την πρώτη μέρα, έρχεται ένας κύριος και μου λέει: “Είμαι ο Μπρούνο Βάλτερ!”. Λύθηκαν τα πόδια μου. “Κάντε αυτήν την κίνηση” μου έδειξε, την έκανα. “Γυρίστε το σώμα σας να σας δω” το γύρισα εγώ, και μου είπε ότι θα κάναμε ένα συμβόλαιο κομπάρσου, με μισθό κομπάρσου, 5-6 σελίνια, δε θυμάμαι. Και από κομπάρσο με κάνανε κορυφαίο χορευτή στο “Ορφέας και Ευρυδίκη” του Γκλούγκ στο Σάλτσμπουργκ.

«Είμαι πάντα έτοιμος για νέες, όλο και περισσότερο, δυνατές, κάθε φορά, συγκινήσεις. Λάτρευα και την υποκριτική σαν Τέχνη. Ήταν πιο αληθινή από τη ζωή» είχε πει ο Αλέξανδρος Ιόλας.

Ούτε να μακιγιαριστώ, βέβαια, δεν ήξερα, οπότε με ανέλαβε ο μακιγιέρ και με έκανε ένα απίθανο πλάσμα. Θυμάμαι τη δεύτερη σκηνή που ήταν η Κόλαση. Ήταν απίστευτο. Να βλέπεις την κατάμεστη αίθουσα, γεμάτη κόσμο. Είχα κοκκινίσει. Τα μάγουλά μου έσκαγαν! Έμενα ασάλευτος μέσα σε ένα όνειρο.

Στην τρίτη πράξη, έπαιξα την ψυχή του Αχιλλέα -μέσα στον Παράδεισο πια- σχεδόν γυμνός, σαν ένα πλάσμα του Παραδείσου. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Το ίδιο και ο Μπρούνο Βάλτερ. Τα είχα χαμένα αλλά ήμουν σε τόση αρμονία με τον εαυτό μου, που ένιωθα μέσα μου σα μικρός θεός. Πραγματοποιούσα ήδη ό, τι είχα ονειρευτεί. Κανείς πια δεν θα με εμπόδιζε να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου.

Ήδη με τον χορό είχα βρει ένα ιδανικό στη ζωή μου. Ενσάρκωνα κάτι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η συγκίνηση».

iolas_dance_kolaz1

«Ήδη με τον χορό είχα βρει ένα ιδανικό στη ζωή μου. Ενσάρκωνα κάτι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η συγκίνηση», Αλέξανδρος Ιόλας.

«Και εσείς πάντα έτοιμος για νέες περιπέτειες, νέες συγκινήσεις…».
«Είμαι πάντα έτοιμος για νέες, όλο και περισσότερο, δυνατές, κάθε φορά, συγκινήσεις. Λάτρευα και την υποκριτική σαν Τέχνη. Ήταν πιο αληθινή από τη ζωή.

Μετά την παράσταση, με πλησίασε ένας σοβαρός κύριος και μου είπε: “…Σε θαύμασα!”. Ήταν ο Μαξ Ράινχαρντ! Μου είπε ότι εκείνο το βράδυ θα έκανε μια γιορτή στον πύργο του και ήθελε να παρευρεθώ και εγώ. Του είπα ότι δεν είχα ρούχα για γιορτή. “Να έρθετε όπως είστε, ξυπόλυτος με ένα κομμάτι ύφασμα”.

Πήγα έτσι, ξυπόλυτος. Με σύστησε στη γυναίκα του και τη κόρη του. Θυμάμαι ότι ήρθε μια ηλικιωμένη κυρία τότε και μου λέει: “Είσαι ίδιος ο Joseph…”. Δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε. Έπαιρνα τα κομπλιμέντα έτσι, απλά ωραία. Εκεί γνώρισα την πρώτη χορεύτρια της Βιέννης, η Κίρι Λος, η οποία ήταν περίφημη. Έρχεται, λοιπόν, και μου λέει: “Πρέπει να είσαι εδώ αύριο! Ξέρεις ποιος είναι Joseph;”, “Όχι, ποιος είναι;” της απαντώ. “Είναι ο Josef Kainz, ο φίλος του Λουδοβίκου της Βαυαρίας”».


Διαβάστε ακόμα: Καλοκαίρι στην Ελλάδα με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και τον Αλέξανδρο Ιόλα


«Πόσο καθίσατε στο Σάλτσμπουργκ;».
«Δύο μήνες. Το καλοκαίρι. Μετά πίσω στο Βερολίνο. Εκεί γνώρισα την Κyra Nijinsky. Όλοι οι μαθητές ήταν χορευτές της όπερας του Βερολίνου. Ήταν σαν ένα κοινόβιο εκείνη η σχολή. Η σχολή χορού του Viktor Gsovsky.

Από το πρωί έως αργά το απόγευμα, όλοι οι χορευτές κάναμε ασκήσεις με μισή ώρα μόνο για διάλειμμα και φαγητό. Μετά γυμναστική, χορός, δάχτυλα, αναπνοή, σώμα, μύες, τα πάντα κάθε μέρα, με την Κyra να είναι από πάνω σου, να παρακολουθεί την κάθε σου στιγμή και ο Gsovsky, ο οποίος ήταν διευθυντής και καθηγητής χορού της σχολής, σε χτύπαγε με μια βέργα, εκεί που είχες ατέλειες. Του χρωστάω πολλά του Gsovsky. Έβγαζε μια πνευματικότητα. Όπως ο Άγγελος Σικελιανός, αλλά στην κίνηση. Ήταν χορευτής και χορογράφος.

Κάθισα αρκετά στο Βερολίνο. Περίπου δυόμιση χρόνια. Ο Χίτλερ έπαιρνε σιγά- σιγά δύναμη και οι Γερμανοί άρχιζαν να διώχνουν όλους τους Εβραίους από την Γερμανία. Έδιωξαν και τον Μπρούνο Βάλτερ. Θυμάμαι σαν να ‘ναι σήμερα. Δύο ξανθοί νεαροί Γερμανοί, ντυμένοι στα μαύρα, μια μέρα, να με κυνηγάνε και να με βρίζουν: “Βρώμικε Εβραίε… Βρώμικε Εβραίε!…”.

Αυτό ήταν. Είχα πάρει πλέον την απόφασή μου να φύγω από το Βερολίνο, γιατί θα με σκότωναν. Τότε ήταν που γνώρισα τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα και Φιλέλληνα, Henri Rene Lenormand , τον οποίο είχα γνωρίσει από την Κοτοπούλη και τον Καβάφη, αλλά στο Βερολίνο, τον ξαναβρήκα. Έγινε τότε ένα αφιέρωμα για τον θάνατο του Γκαίτε. Η παράσταση “Ιφιγένεια εν Ταύροις” που παίχτηκε τότε, ήταν ότι καλύτερο είχα δει στη ζωή μου, στο θέατρο. Ήταν μόνο τρείς παραστάσεις και τις είδα και τις τρείς».

15220223_911005282369073_157462723294315810_n

Με την τότε αρραβωνιαστικιά του, χορευτική παρτενέρ του και εγγονή του Προέδρου των Η.Π.Α., Θεοδώρα Ρούζβελτ, που του έδωσε το όνομα Αλέξανδρος Ιόλας.

«Πότε φύγατε για το Παρίσι… ποια εποχή;».
«Ήταν το 1933 όταν έφυγα για το Παρίσι, το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το Βερολίνο. Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων, όταν έφθασα στη Γαλλική πρωτεύουσα. Η πλατεία Κονκόρντ, ήταν γεμάτη από κόκκινες σημαίες που είχαν πάνω τους σφυροδρέπανα. Ήταν η εποχή του Leon Blum. Διάλεξα να πάω στο Παρίσι, γιατί εκεί ήταν οι μεγαλύτερες σχολές χορού. Εγώ ήθελα να συνεχίσω το χορό, ο οποίος τότε ήταν το μοναδικό μου ενδιαφέρον. Κάθε πρωί κάναμε εξαντλητική γυμναστική και το απόγευμα πρόβες. Γράφτηκα στη σχολή της Mme. Lubov Egorova, συνεργάτις του Ντιαγκίλεφ. Μιλούσε ρωσικά, λευκορωσικά. Μια γλώσσα τελείως μουσική.

Είχαν ανεβάσει θυμάμαι την παράσταση “Τα πλάσματα του Προμηθέα”, το οποίο είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1801.

Ο Μπαλανσίν ήταν τότε άρρωστος και ανέλαβε τη χορογραφία ο Serge Lifar, αλλάζοντας την εκδοχή του Προμηθέα, με αποτέλεσμα να ενισχύσει τον αντρικό χορό. Ο Σερζ Λιφάρ ήταν καταπληκτικός.

Στη σχολή της μαντάμ Εγκόροβα μαθαίναμε μόνο χορό, ενώ ο Σερζ Λιφάρ, αγαπούσε το ίδιο και τη μουσική και το χορό. Ήταν δυο χρόνια μετά, το 1935 και όλο το Παρίσι μιλούσε γι’ αυτόν. Το Παρίσι με έκανε να ξεχάσω το Βερολίνο. Ήταν τελείως διαφορετικό εκείνη την εποχή. Βέβαια, δε γνώρισα την ελευθερία που γνώρισα στο Βερολίνο, ωστόσο ήταν κάτι πολύ πιο εναλλακτικό. Στο Παρίσι ήρθα σε επαφή με αυτό που λένε, πραγματική ευγένεια. Την ελευθερία που αισθάνεσαι, χωρίς να γίνεσαι μπανάλ. Οι κινήσεις, το ντύσιμο των Γάλλων, το χιούμορ τους, τα πάντα, ήταν ευγένεια.

Στη σχολή της μαντάμ Εγκόροβα φοιτούσα με υποτροφία, ενώ συγχρόνως είχα αρχίσει να παραδίδω μαθήματα χορού, στους πρωτοετείς μαθητές της σχολής.

Ήταν άνοιξη, Απρίλιος, όταν με γνώρισε ο Βαλερί στον Αντρέ Μπρετόν, έναν ποιητή με τρελά ωραία μαλλιά. Είχε μια περίεργη δύναμη έλξης αυτός ο νέος, που για κάποιο λόγο σ’ έκανε πολύ ανασφαλή. Ήταν παράδοξος, λίγο ανόητος, απελπισμένος, μέθυσος, βιτσιόζος και πολύ μπανάλ. Ονειρευόταν να καταστρέψει την τέχνη, να επιστρέψει την τέχνη στο χάος στο οποίο ανήκει.

Ο καλλιτέχνης Αντουάν Μαγιό (Έλληνας καλλιτέχνης της διασποράς, κατά κόσμον Αντώνης Μαλιαράκης) εκείνη την εποχή μου γνώρισε το Φελίξ Γιουσούποφ. Eίχε έρθει ο Yusupov ένα απόγευμα στη σχολή της μαντάμ Egorova και παρακολούθησε μέχρι το βράδυ, τα μαθήματα που παρέδιδα στους πρωτοετείς. Οι μαθητές μου είχαν καταλάβει ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον Ρασπούτιν και έβλεπα τον Ρώσο πρίγκιπα να με κοιτά έκθαμβος. Συνέχισα με τρακ το μάθημα μου, κι ύστερα, στο διάλειμμα, με πλησίασε και με ρώτησε:

– Από πού είστε;
– Έλληνας από την Αλεξάνδρεια.
– Α, είσαι Έλληνας, γι’ αυτό έχεις τόσο ωραία μαλλιά και τόσο καταπληκτικό κορμί…

Κομπλιμέντα, αλλά που δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια. Βέβαια μου άρεσε πάντα να ακούω κομπλιμέντα, ιδίως ωραία, έξυπνα κομπλιμέντα, γι’ αυτό μου έδωσε άλλωστε ο Θεός τ’ αυτιά. Ήταν τότε χορευτής με εκπληκτική κίνηση, ο Serge Peretti, ο οποίος με είχε προσκαλέσει στο σπίτι του μαζί με την Υβόν Μπρατάν να μας παίξει στο πιάνο κάτι βαλσάκια. Ήρθε μαζί μας και ο Φελίξ Γιουσούποφ και μου είπε: «Θέλω να σας δεχτώ στο σπίτι μου. Θα μου κάνει μεγάλη χαρά να σας δείξω φωτογραφίες της Πάβλοβα».

Η Πάβλοβα είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, το 1931. Ο πρίγκιπας Γιουσούποφ είχε πρωτοστατήσει στο να στείλει στο Παρίσι μια ομάδα χορευτών από τα μπαλέτα Μαρίνσκι, μεταξύ των οποίων ήταν η Άννα Πάβλοβα, η Ταμάρα Καρσάβινα, η Ίντα Ρουμπινστάιν και η αδερφή του Nijinsky, Bronislava Nijinska. Αυτός ο τρελός ο Γιουσούποφ τσακώθηκε με τον Ντιαγκίλεφ, έναν ιδιόρρυθμο εστέτ και είχε υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει ένα θίασο.

«Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Τα είχα χαμένα αλλά ήμουν σε τόση αρμονία με τον εαυτό μου, που ένιωθα μέσα μου σα μικρός θεός. Πραγματοποιούσα ήδη ό, τι είχα ονειρευτεί. Κανείς πια δεν θα με εμπόδιζε να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου».

Ένα Σαββατοκύριακο πήγα στο σπίτι του Φελίξ, που βρισκόταν στη Βουλόνη. Μου άνοιξε ένας καταπληκτικός υπηρέτης. Μόλις έμπαινες στο σπίτι αυτό, υπήρχε ένα πιάνο και επάνω ήταν ακουμπισμένα τα παπούτσια της Πάβλοβα που φορούσε όταν χόρευε τη Ζιζέλ, τον κύκνο. Δεξιά, έβλεπες μια φωτογραφία της Πάβλοβα που έλεγε: “Στην Υψηλότητά του, πρίγκιπα Φελίξ. Άννα Πάβλοβα”. Στους τοίχους γύρω από το πιάνο υπήρχαν φωτογραφίες της Πάβλοβα. Μετά ήταν ένα μεγάλο με καναπέδες γύρω- γύρω. Από τη μια μεριά των τοίχων ήταν όλο εικόνες και από την άλλη μεριά όλα τα πορτρέτα των τσάρων, της τσαρίνας και των συγγενών του πρίγκιπα Φελίξ, και ένα καντήλι που έκαιγε συνεχώς.

Ένα Σάββατο που ξαναπήγα, άκουσα τον πρίγκιπα Φελίξ να παίζει κιθάρα -αγαπούσε πολύ την κιθάρα- και να τραγουδά ρωσικά τραγούδια. Μετά από το φαγητό, ήρθαν καμιά τριανταριά πανέμορφοι νεαροί, όλοι Ρώσοι πρίγκιπες. Πήρε λοιπόν ο Φελίξ την κιθάρα του και άρχισαν όλοι μαζί να τραγουδούν ρωσικά τραγούδια.

Εγώ ήμουν ο πιο μικρός εκεί και ο πιο ξένος. Κάποια στιγμή εκεί που ήταν σκοτεινά, με το φως των κεριών να καίει, μπαίνει μέσα ο υπηρέτης και φέρνει ένα δίσκο με ένα μπουκάλι και ένα κομμάτι βαμβάκι. Εκεί που τραγουδούσαν λοιπόν, παίρνουν ένας- ένας το βαμβάκι, το βουτούν μέσα στο μπουκάλι και αρχίζουν να ξαπλώνουν. Το μπουκάλι ήταν αιθέρας. Περνά μια ώρα. Μιάμιση ώρα. Και άρχιζαν σιγά- σιγά να ξυπνούν. Εντωμεταξύ του Φελίξ, εκεί που καθόταν, του έφυγε η περούκα. Που να φανταζόταν κανείς ότι αυτός ο κούκλος φορούσε περούκα. Δίχως να ταραχτεί καθόλου, κάνει μια σβέλτη κίνηση κι έβαλε την περούκα στη θέση της. Όλα τα Σάββατα γινόταν το ίδιο πράγμα. Όλα τα Σάββατα».

Ένα έργο του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο που είδε ο Ιόλας σε βιτρίνα κάποιας γκαλερί το 1931 στάθηκε η αφορμή να αλλάξει ο καλλιτεχνικός προσανατολισμός του. Σταδιακά, μέσα από συναντήσεις με τον Μιρό, τον Ντυφί, τον Κοκτώ, τον Ντε Κίρικο και με το νέο του όνομα να τον εισάγει στον νέο του ρόλο, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης βαφτίζεται από την τότε αρραβωνιαστικιά του, χορευτική παρτενέρ του και εγγονή του Προέδρου των Η.Π.Α., Θεοδώρα Ρούζβελτ, Αλέξανδρος Ιόλας.

 

Διαβάστε ακόμα: Μαζί με τους 10.000 θησαυρούς της βίλας Ιόλα, πέθανε και η Ανθρωπιά μας

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top