Στην Ακρόπολη, τέλη της δεκαετίας του ’40, από αριστερά, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (στην αγκαλιά του η Ευφροσύνη), η Ανθή, η Έμμα Δοξιάδη και η Καλή. Ο γιος της οικογένειας, ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης, θα ερχόταν αργότερα, το 1953. (Φωτογραφία: Προσωπικό αρχείο Ανθής Δοξιάδη)

Στην Ακρόπολη, τέλη της δεκαετίας του ’40, από αριστερά, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (στην αγκαλιά του η Ευφροσύνη), η Ανθή, η Έμμα Δοξιάδη και η Καλή. Ο γιος της οικογένειας, ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης, θα ερχόταν αργότερα, το 1953. (Φωτό: Προσωπικό αρχείο Ανθής Δοξιάδη)

Tον φυλάω στην καρδιά μου, συνέχεια, 40 χρόνια από όταν έφυγε.

Κάθε φορά που γεννιέται ένα δισέγγονό του, σκέφτομαι πόσο θα καμάρωνε. Κάθε φορά που λένε αυτά τα μικρά παιδάκια κάτι τόσο έξυπνο ή ζωγραφίζουν κάτι τόσο μαγευτικό, να το έβλεπε. Όταν όλα είναι δύσκολα και μαύρα σκέφτομαι «τι θα έλεγε ο Πατέρας». Τον θυμάμαι να λέει «βάλ’ τα στη ζυγαριά, τα καλά, τα κακά, και αποφάσισε».

Όταν όλα είναι ηλιόλουστα ή συμβαίνει κάτι πολύ καλό λυπάμαι που δεν θα το χαρεί. Όταν πήρα το Διδακτορικό μου, τη στιγμή που μου το ανακοίνωσαν, χωρίς να σκεφτώ τίποτα, κοίταξα προς τα πάνω και του έκλεισα το μάτι. «Τα καταφέραμε… Παρά την παράδοξη πίστη σας ότι δεν είναι πράγματα για τις γυναίκες αυτά»!

Ναι, όλη μου τη ζωή του μιλούσα στον πληθυντικό. Που για μένα έχει ακόμα μια τρυφερή αίσθηση αγάπης και σεβασμού. Δεν δηλώνει, πάντως, απόσταση και επισημότητα. Του ταίριαζε ο πληθυντικός.

Ήταν πολλά. Αυστηρός, τρυφερός, αυταρχικός, δημοκρατικός, γενναίος, προοδευτικός, δίκαιος, παλιομοδίτης, αστείος, γενναιόδωρος, δύσκολος, απαιτητικός, όλα μαζί ο πατέρας μου ο αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, που αποκαλούσε τον εαυτό του «μάστορα».

Διαβάστε ακόμα: Απόστολος Δοξιάδης: «Αυτό το βιβλίο με έκανε να υποψιαστώ για πρώτη φορά ότι μπορεί να ανήκω στη λογοτεχνία».

Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης με τις τρεις κόρες του (από αριστερά, η Καλή, η Ευφροσύνη και η Ανθή) σε παλιές ευτυχισμένες μέρες, ένα καλοκαίρι στην Κηφισιά. (Φωτογραφία: Προσωπικό αρχείο Ανθής Δοξιάδη)

Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης με τις τρεις κόρες του (από αριστερά, η Καλή, η Ευφροσύνη και η Ανθή) σε παλιές ευτυχισμένες μέρες, ένα καλοκαίρι στην Κηφισιά. (Φωτό: Προσωπικό αρχείο Ανθής Δοξιάδη)

Ναι, νομίζω ότι σφράγισε την αισθητική μου σκοπιά του κόσμου ένα σούρουπο που τον βρήκα στην κουπαστή ενός καϊκιού να κοιτάζει λυπημένος την άκρη ενός νησιού που πλησιάζαμε.

– «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα.

– «Βλέπεις αυτά τα μικρά σπιτάκια στο ακρωτήρι; Σκέφτομαι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να χτίσω κάτι τόσο όμορφο, όπως αυτοί οι μαστόροι του χωριού».

Νομίζω ότι ολόκληρο το Islamabad που έχτισε αργότερα δεν τον παρηγόρησε. Έμαθα τι είναι αληθινά όμορφο, όμως.

«Ήταν πολλά. Αυστηρός, τρυφερός, αυταρχικός, δημοκρατικός, γενναίος, προοδευτικός, δίκαιος, παλιομοδίτης, αστείος, γενναιόδωρος, δύσκολος, απαιτητικός, όλα μαζί ο πατέρας μου…»

Έκοβε γιασεμιά και γαρδένιες και τις έβαζε το πρωί στο πιάτο μας. Ο ίδιος που με πέταξε από τη βάρκα, για να μάθω να κολυμπάω. Και αμέσως έπεσε κι αυτός, ώσπου να βγω στην επιφάνεια. Ο ίδιος που με άφησε να κλαίω ώρες μπρός σε ένα φλιτζάνι με κατσικίσιο γάλα που μόλις είχαν αρμέξει. Ο ίδιος που κάθε βράδυ μας έλεγε το παραμύθι για τις περιπέτειες στο νησί του Γιώργη και του Κωνσταντή, που στην Τουρκοκρατία όλο καλές, γενναίες πράξεις κάνανε στο νησί τους και σώζανε ανθρώπους. Ο ίδιος που μας έδινε καραμέλες με το σταγονόμετρο, μια Κυριακή, γυρνώντας το μεσημέρι, έφερε ένα σακουλάκι καραμέλες μενεξεδί βιολέτα, στάθηκε χαμογελαστός και μας κοίταζε τα τρία μικρά κοριτσάκια του που παίζαμε και πέταξε με δύναμη τη σακούλα στο πάτωμα, που έσκασε γεμίζοντας τον κόσμο γέλια και χαρά! Και έμαθα να μπορώ να κάνω μικρές τρέλες που δίνουν χαρά. Έξω από το κουτί.

«Τώρα που είμαστε σε τέτοιο χάλι σαν χώρα είναι η πρώτη φορά που χαίρομαι που δεν είναι εδώ. Θα ήταν τόσο λυπημένος».

Μας έκανε το παιχνίδι των «20 Eρωτήσεων», τύπου «τι χρώμα μάτια έχει ο περιπτεράς στη γωνία;» κι έτσι έμαθα να παρατηρώ και πέρα από τα μάτια των ανθρώπων. Για βόλτα με πήγαινε στην Ακρόπολη και μου έλεγε να διαλέξω ποια γραβάτα θα βάλει, παρ’ όλο που αντιπαθούσε τις γραβάτες.

Πάντα μια πράσινη. Που την έλεγε «εκπληκτική επιλογή». Και απέκτησα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Και που πάντα όταν ταξίδευε, δεν έφευγε χωρίς το «Νανάκι», μια μικροσκοπική ξύλινη κούκλα σαν το μικρό του δάχτυλο, που του είχα χαρίσει ξοδεύοντας όλο μου το χαρτζιλίκι. Και ήξερα ότι θα γυρίσει πίσω ασφαλής.

Όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου, έκανε σαν τρελός από τη χαρά του. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα τι σπουδαίο πράγμα είναι το… αγοράκι. Και μου κόλλησε η ιδέα από τότε!

Τώρα που είμαστε σε τέτοιο χάλι ως χώρα είναι η πρώτη φορά που χαίρομαι που δεν είναι εδώ.

Θα ήταν τόσο λυπημένος.

⇒ Το τελευταίο βιβλίο της Ανθής Δοξιάδη «Ρίζες και Φτερά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός, 2013. 

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Πιλάβιος: «Πώς ο “Παραμυθάς” μου διέπλασε τη φαντασία».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top