Δύση του ήλιου πίσω από τους λόφους στο Κούσκο. 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας

Δύση του ήλιου πίσω από τους λόφους στο Κούσκο, 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας

Έκλεισα την ξύλινη πόρτα και βγήκα έξω μέσα στη νύχτα. Βρέθηκα κάτω από το δυνατό άσπρο φως του δημοτικού φωτισμού. Πίσω μου ακουγόταν το βουητό από το χριστουγεννιάτικο πάρτι. Ομιλίες δυνατές. Ξεσπάσματα από δυνατά γέλια. Άσπρα δόντια που λάμπουν κάτω από το φώς της λάμπας. Μπίρα που ρέει σε αφθονία. Φανταζόμουν τους φίλους και γνωστούς που μόλις είχα αφήσει να συνομιλούν, να πίνουν και να αστεϊζονται ακόμα. Το πόδι μου πάτησε στο χώμα, νωπό ακόμα από την τελευταία βροχή της μέρας. Εποχή των βροχών, γαρ. Σε μερικά σημεία υπήρχε μια μόνιμη λάσπη, μικρές λιμνούλες που δεν έλεγαν να στεγνώσουν. Κι αυτό παρά τον καυτερό ήλιο της ημέρας που τώρα πια είχε κρυφτεί πίσω από τις πλαγιές των γειτονικών λόφων, των cerros.

Νύχτα στο Κούσκο. Νύχτα κρύα, νύχτα όμως πάντα μαγική. Η μυρουδιά από τη λάσπη. Μυρουδιά από νωπό χώμα. Μυρουδιά όμως πολλές φορές ανακατεμένη με την αηδιαστική οσμή ανθρώπινων περιττωμάτων: οι Ινδιάνοι, οι cholos, που ερχόντουσαν από τα χωριά για να πουλήσουν τη πραμάτειά τους στο Κούσκο, είχαν την κακή συνήθεια να αφοδεύουν στις σκοτεινές γωνιές των δρόμων. Οι Ινδιάνες Κέτσουα σήκωναν λίγο τις πολύχρωμες και με πολλές στρώσεις φούστες τους, τις «polleras multicolores» που λέει και το παλιό παραδοσιακό τραγούδι, και με μια κίνηση όλο χάρη άφηναν τα περιττώματά τους καταμεσίς στο δρόμο. Ναι, μια καφέ αχνιστή τούρτα, δώρο για τους περίοικους και νάρκη για τον ανυποψίαστο περαστικό διαβάτη. Οι κάτοικοι του Κούσκο έβλεπαν αυτό το καθημερινό πηγαινέλα των cholos από τα χωριά με απέχθεια, την οποία καθόλου δεν έκρυβαν.

Κοίταξα ολόγυρα. Παντού σειρές από σπίτια φτιαγμένα από τσίγκο και πλίνθους, τους λεγόμενους adobe. Όσο έφτανε το μάτι μακριές σειρές από σπίτια φτιαγμένα από τσίγκο και λάσπη, λουσμένα από το άσπρο δημοτικό φωτισμό της νύχτας. Αρκετά από αυτά τα σπίτια έφεγγαν από μέσα, σημάδι ότι κάποια οικογένεια ή κάποιο ζευγάρι ξενυχτούσε πίνοντας ή συζητώντας. Κοντοστάθηκα. Συνειδητοποίησα τι έπρεπε να κάνω τώρα. Έπρεπε μέσα στη νύχτα να διασχίσω όλη την παραγκούπολη, έξω από το Κούσκο, για να φτάσω στην Αβενίδα Γκράου, να φτάσω δηλαδή στο σπίτι μου. Δεν ήταν και πολύ καλή η ώρα. Μιάμιση το πρωί, πήχτρα το σκοτάδι. Έξω δεν κυκλοφορύσε ούτε γάτα. Το χειρότερο, δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα ταξί τριγύρω για να πάρω. Πράγματι, με λίγα Inti, το νόμισμα του Περού της εποχής εκείνης, θα μπορούσα να πάρω ένα ταξί και να βρεθώ σε λίγα λεπτά σπίτι μου.

Τα ταξί κυκλοφορούσαν σε χάλια κατάσταση- «destartalados» τα λέγανε, σαράβαλα δηλαδή. Την εποχή εκείνη, του αλήστου μνήμης προέδρου Άλαν Γκαρσία, το Περού είχε κηρύξει στάση πληρωμών και δεν είχε συνάλλαγμα, για να αγοράσει ανταλλακτικά. Τα αυτοκίνητα επισκευάζονταν εκ των ενόντων, με ό,τι είχε ξεμείνει από την εποχή της αφθονίας, και όλα τα παρμπρίζ ήταν τοπικής κατασκευής, συνήθως ραγισμένα από πέτρες ή από τα ταρακουνήματα στους δρόμους του Κούσκο. Με λίγη τύχη, όμως, ίσως και να πετύχαινα τον συμπαθητικό ταξιτζή, τον Gregorio, που ήξερε ελληνικά, έχοντας δουλέψει για χρόνια σε φορτηγά πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας και παναμέζικης σημαίας.

Έβαλα τα χέρια στις τσέπες. Άρχισα να προχωρώ σφυρίζοντας, για να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Έναν παλιό ναυτοπροσκοπικό σκοπό. Φοβάμαι, ναι, το ομολογώ! Μόνος μέσα στην νύχτα, στο Κούσκο, Δεκέμβριος του 1988.

Όμως, ταξί δεν φαινόταν πουθενά.  Κατευθύνθηκα προς την οδό Intiraymi. Τώρα που την κοιτάω στο Earth Google, η κάγιε Intiraymi μοιάζει μια χαρά δρόμος. Ασφαλτοστρωμένη! Την εποχή εκείνη, όμως, δεν ήταν έτσι. Ένας μεγάλος χωμάτινος δρόμος ήτανε και στη μέση είχαν ανοίξει μια μεγάλη τάφρο, για να περάσουν τις σωλήνες της αποχέτευσης. Όταν έβρεχε, ο δρόμος πλημμύριζε για τα καλά. Θα κατέβαινα την Intiraymi και θα έβγαινα στην Αβενίδα de la Cultura. Μετά θα ήταν εύκολο να φτάσω σπίτι.

Άρχισα να περπατάω, κατεβαίνοντας το στενοσόκακο. Δεξιά κι αριστερά, παντού πλίνθινα σπίτια με τσίγκινες σκεπές, στερεωμένες με τούβλα, για να μη φύγουν με τον αέρα. Τα κεραμίδια, πολύ παλιά κατά κανόνα, ήταν μουχλιασμένα και πάνω στο χώμα που είχε κατακαθίσει, φύονταν διάφορα ικανού μεγέθους φυτά. Στύλοι με καλώδια ρεύματος. Στύλοι από μπετόν ή από σίδερο, βαρυφορτωμένοι με ηλεκτρικά καλώδια. Σιδερένιες πόρτες με συρματόπλεγμα πάνω από την είσοδο, αποτροπή για τους κλέφτες της νύχτας. Ερημιά.

Δρόμος στη πλατεία Plaza de Armas του Κούσκο, το 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας

Δρόμος στην πλατεία Plaza de Armas του Κούσκο, το 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας

Έφτασα στη άκρη του δρόμου. Δεξιά, κάτι κομμάτια γης που δεν είχαν χτιστεί ακόμα. Κατέβηκα και ξεμύτισα στην κάγιε Intiraymi. «Όλα καλά μέχρις εδώ», συλλογίστικα. Έστριψα αριστερά και βγήκα με αποφασιστικό βήμα στην Intiraymi. Μου έκανε εντύπωση – δεν υπήρχε ψυχή. Τίποτα. Τέτοιος μεγάλος δρόμος και δεν έβλεπες άνθρωπο! «Καλύτερα», σκέφτηκα. Καλύτερα, γιατί δεν είναι ώρα αυτή για συναντήσεις. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες. Η κίνηση αυτή, η ζέστη από τις τσέπες, μου έδωσε μια ψευδαίσθηση θαλπωρής και ασφάλειας. Άρχισα να προχωρώ σφυρίζοντας, για να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Έναν παλιό ναυτοπροσκοπικό σκοπό. Φοβάμαι, ναι, το ομολογώ! Η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα. Μόνος μέσα στην νύχτα, στο Κούσκο, Δεκέμβριος του 1988.

Άρχισα να κατηφορίζω την κάγιε Intiraymi. Αριστερά μου είχα την 3 μ. ύψους τάφρο για την απόχετευση που κάποτε – ποιος ξέρει πότε – θα τοποθετούσε ο δήμαρχος του Κούσκο. Προχώρησα με ταχύ και στρεσαρισμένο βήμα. Περπάτησα κάνα δεκάλεπτο και έξαφνα το μάτι μου διέκρινε κίνηση μακριά. Κοντοστάθηκα. Στα 100 μ. από μένα, υπήρχαν σκιές ανθρώπων που, ναι, κρύβονταν πίσω από μια γωνία στην κάθετο της Intiraymi. Διέκρινα τις παράξενες, γοργές κινήσεις τους. Η καρδιά μου σκίρτησε. Κόντεψε να σπάσει. Ήταν άραγε στ’ αλήθεια επικίνδυνοι; Δεν μπορούσα να ξέρω! Δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω. Ήταν τουλάχιστον τρεις και ήμουν μόνος. Ίσως και να ήταν οπλισμένοι. Ένας «γκρίνγκο» μόνος μέσα στη νύχτα στην Intiraymi. Χα! Dollars, dollars! Ένας εύκολος στόχος. Λουκούμι!

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Ορφανός, ο πρώτος Έλληνας που κατάφερε να κερδίσει το Ντακάρ.

Νά ‘ταν αλήθεια; Δεν ξέρω. Αξκόμα και σήμερα δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί και νά ‘ταν στη φαντασία μου. Μπορεί να ήταν απλώς μεθυσμένοι και, για το λόγο αυτό, να μου φαίνονταν περίεργες οι κινήσεις τους. Μπορεί να είχαν καταναλώσει μεγάλες ποσότητες chicha ή μπίρα Cusqueña. Ταράχτηκα. Πώς να τους παρακάμψω; Πώς να βγω στην Αβενίδα de la Cultura χωρίς να γίνω αντιληπτός; Τα γύρω στενά μου φαίνονταν ακόμα πιο επικίνδυνα. Μια παράκαμψη αποκλειόταν.

Κοίταξα την τάφρο και η ιδέα μου ήρθε αυθόρμητα. Αν έμπαινα στην τάφρο της αποχέτευσης, δεν θα μπορούσαν να με δουν. Περπατώντας μέσα στην τάφρο, θα έφτανα μέχρι την Αβενίδα de la Cultura και θα ξανάβγαινα στην επιφάνεια.

Κοίταξα την τάφρο και η ιδέα μου ήρθε αυθόρμητα. Ναι! Μέσα στην τάφρο! Αν έμπαινα στην τάφρο της αποχέτευσης που ήταν αρκετά ψηλή, δεν θα μπορούσαν να με δουν. Περπατώντας μέσα στην τάφρο, θα έφτανα μέχρι την Αβενίδα de la Cultura και θα ξανάβγαινα στην επιφάνεια. Ήταν απ’ αυτές τις καλές ιδέες που σού ‘ρχονται, δίχως να το πολυσκεφτείς. Θεόπεμπτες! Κοίταξα προσεκτικά τριγύρω μου και προς το μέρος των αγνώστων. Δεν με έβλεπε κανείς! Με μια δρασκελιά βρέθηκα μέσα στο χαντάκι. Με αντιστήριξη, βάζοντας δηλαδή τις παλάμες σαν βεντούζες στα τοιχώματα και βρίσκοντας στήριγμα για τα πόδια μου στις εξοχές της τάφρου, κατέβηκα σιγά-σιγά κάτω.

Plaza de Armas τη νυχτα. 1988. Φωτό: Κ.Γκόφας

Plaza de Armas τη νύχτα, 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας.

Υγρασία! Υγρά τοιχώματα. Πολύ λίγο φως από τις τσιμεντένιες φωτιστικές κολόνες. Κοιτάω επάνω. Ο έναστρος ουρανός! Τώρα που έχει σκοτάδι εδώ κάτω, τα αστέρια φαίνονται ολοκάθαρα. Το στερέωμα λάμπει! Ένα θέαμα εντυπωσιακό, μια ουράνια φωταγωγία προς τιμή μου! Ο Ωρίων με τα τρία μεσαία άστρα του, Las tres Marias. Είναι καλό σημάδι, συλλογιέμαι για το εγχείρημά μου. Προχώρησα θαρραλέα μπροστά. Μια τάφρος που έμοιαζε να μην τελειώνει πουθενά.

Προχώρησα αρκετή ώρα και έφτασα στην πρώτη διασταύρωση. Ναι! Η τάφρος ενωνόταν με τις κάθετες οδούς της Intiraymi. Ένας ολόκληρος υπόγειος κόσμος με τις διασταυρώσεις του. Υπολόγιζα ότι τώρα θα ήμουν στο ύψος των ανθρώπων που, στην επιφάνεια, μέσα στη νύχτα, καραδοκούσαν τους περαστικούς για λίγα dollars. Προχώρησα θαρρετά κι άλλο μέσα στην τάφρο, αφήνοντας πίσω την απειλητκή αυτή παρουσία. Είχα γλιτώσει. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μείνει αρκετά πίσω.

Καθώς περπατούσα μέσα στην τάφρο, έβλεπα πού και πού και κανέναν αρουραίο, ο οποίος με κατάπληκτο βλέμμα αντίκριζε εμένα, τον γκρίνγκο εισβολέα, μέσα στο δικό του χώρο. Η παρουσία τους, πάντως, δεν με απωθούσε. Ήταν κι αυτή μια παρέα, μέσα στη σιγαλιά της τάφρου. Πετάμενα πλαστικά μπουκάλια, Inca Cola και κόκκαλα από φαγωμένα chicharrones στόλιζαν τον πάτο του δρόμου.

Ξάφνου, το μάτι μου έπεσε πρώτα στο άσπρο του πουκάμισο που σάλευε, φωσφορίζοντας μέσα στο σκοτάδι. Απίστευτο! Μέσα στην τάφρο υπήρχε κι άλλος άνθρωπος. Κάπου 15 μ. μακριά έβλεπα να κουνιέται και να φωσφορίζει ένα άσπρο πουκάμισο. Ήταν ποτέ δυνατό;

Πλησιάζω, και με την πλάτη στο τοίχωμα της τάφρου αρχίζω να τους προσπερνάω. Το σώμα μου έχει κολλήσει πάνω στο σώμα της cholita, ενώ κάνει έρωτα. Η μυρωδιά της μπαίνει στα ρουθούνια μου. Το πουκάμισό της τρίβεται στο δικό μου.

Να βγω στην επιφάνεια; Aδύνατον! Τρία μέτρα ύψος η τάφρος και πουθενά να πιαστώ. Γλιστερά τα τοιχώματα. Λάσπη παντού. Να πάω πίσω; Ήταν πια πολύς δρόμος για να πάω πίσω! Επιπλέον εξακολουθούσε να υπάρχει ο κίνδυνος εκείνων των ανθρώπων. Αποφάσισα να συνεχίσω. Να δω περι τίνος επρόκειτο. Δειλά-δειλά έκανα μερικά μέτρα ακόμα μέσα στη στενή τάφρο.

Και τότε είδα πιο ξεκάθαρα. Όρθιοι μέσα στην τάφρο δύο άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, έκαναν έρωτα. Απίστευτο! Παράνομο ζευγάρι; Μάλλον! Ίσως πάλι να μην είχαν χώρο στο σπίτι μιας οικογένειας με πολλά άτομα, ο ένας πάνω στον άλλο. Πάντως, τώρα ήταν εκεί. Αυτός είχε κατεβάσει το παντελόνι μέχρι τα γόνατα. Αυτή τον είχε αγκαλιάσει και είχε τυλίξει τα γυμνά της πόδια γύρω από της μέση του. Το στήθος της γυάλιζε μέσα στη νύχτα. Έβλεπα πλέον καθαρά ακόμα και τις ρώγες της. Το πουκάμισο του άντρα φέγγιζε μέσα στο σκοτάδι.

Και τώρα τι να κάνω; Προχώρησα προς το μέρος τους. Με είδαν; Mάλλον όχι. Δεν αντιδρούν καθόλου. Κοντοστέκομαι μπροστά στο ζευγάρι που δεν θέλει να διακόψει τις περιπτύξεις του. Κάνουν πως δεν με βλέπουν. Ξεροβήχω. Τίποτα.

Ναι, αλλά θέλω να περάσω. Πώς θα γίνει; Καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Κάνουν πως δεν με είδαν. Πρόκειται για μια έμμεση συμφωνία: το ζευγάρι κάνει πως δεν με βλέπει και εγώ κάνω πως δεν το βλέπω. Όμως, πώς θα περάσω; Τα τοιχώματα της τάφρου είναι ήδη στενά και στο σημείο αυτό είναι ακόμα στενότερα. Δεν χωράνε δύο άνθρωποι δίπλα-δίπλα. Μόνον ένας άνθρωπος μπορεί να περπατάει όρθιος μέσα στο όρυγμα. Είμαι τώρα ακριβώς μπροστά τους. Η κατάσταση είναι πραγματικά κωμική. Ο άντρας έχει την πλάτη στον τοίχο. H cholita, η Ινδιάνα αρπαγμένη πάνω του αναστενάζει στον έβδομο ουρανό και ο σύντροφός της της δίνει τον καλύτερό του εαυτό.

Παραγκούπολη στο Κούσκο, το 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας

Παραγκούπολη στο Κούσκο, 1988. Φωτό: Κ. Γκόφας.

«¡Con permiso!» «Παρακαλώ!» λέω με μια διακριτική φωνή. «¡Quiero pasar!!» Θέλω να περάσω. Να πάω σπίτι μου. Η τάφρος δεν είναι όλη δική σας. Υπάρχουν και σπίτια με κρεβάτια. Καμιά ανταπόκριση. Λες και δεν υπάρχω! Μα, να είμαι τάχατες φτιαγμένος από διάφανο υλικό; Πλησιάζω και άλλο. «¡Por favor!» Οι γρήγορες ανάσες τους ακούγονται καθαρά. Τα γυμνά μέρη του σώματος της cholita λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.

«¡Con permiso!» ξαναλέω. «Παρακαλώ!» Καμιά αντίδραση. Μα, τι να κάνω επιτέλους; Αποφασίζω να περάσω. Πλησιάζω, και με την πλάτη στο τοίχωμα της τάφρου αρχίζω να τους προσπερνάω. Το σώμα μου έχει κολλήσει πάνω στο σώμα της cholita. Η μυρωδιά της μπαίνει στα ρουθούνια μου. Το σώμα μου εφάπτεται του δικού της. Στιγμιαία, το πουκάμισό της τρίβεται στο δικό μου. Δυο δευτερόλεπτα διαρκεί αυτό το πέρασμα. Μια παράξενη εμπειρία.

Το ζευγάρι εξακολουθεί να κάνει πως δεν υπάρχω. Ψιθυρίζω για ακόμα μια φορά «¡Con permiso!» και αποφασιστικά περνάω από την άλλη μεριά. Δεν γυρίζω βέβαια να δω τι γίνεται πίσω μου. Δεν ξέρω αν το ζευγάρι με κοιτάει με απορία ή με θυμό. Ή αν εξακολουθεί να αδιαφορεί. Σε δέκα μέτρα μακριά, βλέπω ψηλά μπροστά μου το οδόστρωμα της Αβενίδα de la Cultura. Μια σειρά από αραδιασμένους σωλήνες βρίσκεται στο τέλος της τάφρου. Ανεβαίνω πάνω στους σωλήνες και με δυο-τρεις καλοζυγισμένες κινήσεις βρίσκομαι στην Αβενίδα de la Cultura.

Αυτοκίνητα διασχίζουν βιαστικά το δρόμο. Και μερικοί περαστικοί. Κοιτώ πίσω μου την τάφρο. Στο βάθος, το άσπρο πουκάμισο ταλαντεύεται ακόμα. Μυρίζω το δικό μου πουκάμισο: μια ανεπαίσθητη γυνακεία μυρουδιά αναδύεται. Η μυρουδιά της cholita. Χαμογελάω. Παίρνω την κατεύθυνση για την Αβενίδα Γκράου.

Καλά Χριστούγεννα 1988, στο Κούσκο του Περού.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι γαστριμαργικές περιπέτειες ενός Έλληνα δασκάλου γαλλικών στο Περού.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top