Ο Χάρης Βλαβιανός με τον πατέρα του, κάποτε στη Μύκονο. «Επέλεξα αυτή την φωτογραφία για το εξώφυλλο», λέει, «γιατί, όπως τα βλέμματά μας, έτσι και οι ζωές μας, δεν διασταυρώθηκαν παρά ελάχιστες στιγμές».

Ο Χάρης Βλαβιανός με τον πατέρα του, κάποτε στη Μύκονο. «Επέλεξα αυτή την φωτογραφία για το εξώφυλλο του βιβλίου μου ”Το αίμα νερό”», λέει, «γιατί, όπως τα βλέμματά μας, έτσι και οι ζωές μας δεν διασταυρώθηκαν παρά ελάχιστες στιγμές».

Στη φωτογραφία του εξωφύλλου κοιτάζετε τον πατέρα σας με το ύφος που κοιτάει κανείς κάτι άπιαστο, φευγαλέο, που του διαφεύγει (το χέρι σας, εξάλλου, στον ώμο του είναι χαλαρό…). Εκείνος βλέπει αλλού, σχεδόν απουσιάζει. Τέτοια ήταν πάντα η σχέση σας;

Ναι. Ήταν μια δύσκολη, επώδυνη σχέση, όπου εγώ προσπαθούσα –μάταια, όπως και στην φωτογραφία –να αποσπάσω την προσοχή του. Το γράφω άλλωστε και στο βιβλίο: ήταν διαρκώς απών, πάντα απορροφημένος από τις δικές του ασχολίες. Με τη λέξη «προσοχή», βέβαια, εννοώ κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό: τη στοργή. Επέλεξα αυτή την φωτογραφία για το εξώφυλλο, γιατί αποτυπώνει με ακρίβεια αυτό που προσπαθώ να πω στα σαράντα πέντε στιγμιότυπα, αυτά τα snap-shots της ζωής μου, στο «Αίμα νερό»: όπως τα βλέμματά μας, έτσι και οι ζωές μας, δεν διασταυρώθηκαν παρά ελάχιστες στιγμές.

 

Ξεκούμπωτο πάνω κουμπί στο πουκάμισο, μανίκι διπλωμένο ψηλά στο μπράτσο, αρρενωπά γυαλιά, βλέμμα «κυνηγού» που ίσως μόλις έχει εντοπίσει το θήραμά του. Ο πατέρας σας έδειχνε να τον απασχολεί πολύ η γοητεία του…

Όντως τον απασχολούσε πολύ η εικόνα του. Γι’ αυτό και ήταν πολύ γενναιόδωρος με τους φίλους του κάθε φορά που ερχόταν στην Ελλάδα. Φρόντιζε να είναι όλοι τους ευχαριστημένοι στα μέρη που πήγαιναν διακοπές (στην Ύδρα ή την Μύκονο) και ξόδευε αφειδώς τα χρήματά του –πολλές φορές σε βαθμό προκλητικό. Αντίθετα, δεν ήταν καθόλου περιποιητικός με τα παιδιά του. Αυτά τα είχε ως δεδομένα. Δεν τον απασχολούσε η γνώμη τους και πως εκείνα ένιωθαν. Του αρκούσε που πλήρωνε τα έξοδα της εκπαίδευσης και της διατροφής τους. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω κάνει έναν περίπατο μαζί του ή να πηγαίνουμε μαζί στο θέατρο ή το σινεμά. Τίποτα από τα απλά, καθημερινά, συνηθισμένα πράγματα που κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους.

«Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω κάνει έναν περίπατο με τον πατέρα μου ή να πηγαίνουμε μαζί στο θέατρο ή το σινεμά…»

Πού έχει τραβηχτεί η φωτογραφία; Η συνέχειά της στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αποκαλύπτει θάλασσα με βράχια και στο βάθος μια απαλή κορυφογραμμή.

Έχει τραβηχτεί στη Μύκονο. Ο πατέρας μου πήγαινε εκεί από δεκαοκτώ ετών. Από το 1949! Και φυσικά επειδή ερχόταν από την Βραζιλία μόνο στην περίοδο των διακοπών με έπαιρνε και μένα –τάχα για να τις περάσουμε μαζί, μπαμπάς και γιος. Αλλά, όπως είπα, εκείνος ξεφάντωνε στα μπαρ με την παρέα του, ενώ εγώ περνούσα τα βράδια μόνος στα ξενοδοχεία που μέναμε.

Διαβάστε ακόμα: «Προσπαθώντας να κάνω τον γιο μου ευτυχισμένο»

Ποιος ήταν, με λίγα λόγια, ο πατέρας σας;

Νομίζω πως θα είναι καλύτερα να αναδυθεί η εικόνα του αβίαστα μέσα από το βιβλίο και ο κάθε αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Σε μία πρόταση θα έλεγα (αδικώντας τον φυσικά) πως ήταν ένας γοητευτικός άντρας, ένας bon-vivant, με πολλά πάθη και σφοδρούς έρωτες στο ενεργητικό του. Έντιμος στη δουλειά του, πιστός στους φίλους τους, αλλά πολύ σκληρός με την οικογένειά του.

 

«Όλα τα θεωρούσε δικά του», λέτε σε κάποιο σημείο για εκείνον. Πώς το εννοείτε;

Ήταν πλούσιος. Και πίστευε πως με τα χρήματα μπορεί να έχει τα πάντα. Ακόμη και να εξαγοράζει συναισθήματα.

 

Δεν έμαθε ποτέ –γράφετε με παράπονο– την ακριβή ημερομηνία των γενεθλίων σας, σε όλη του τη ζωή σας έκανε δώρο μόνον ένα ρολόι…

Επέμενε ως το τέλος πως είχα γεννηθεί στις 19 Ιουνίου, ενώ στην πραγματικότητα είχα γεννηθεί μια μέρα νωρίτερα. Αμφισβητούσε ακόμη και τη μαρτυρία της μάνας μου (που σίγουρα θα ήξερε την ακριβή ημερομηνία, αφού αυτή με είχε γεννήσει!) και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Δεν μπορούσε ποτέ να παραδεχθεί ένα λάθος του. Ήταν ζήτημα πατρικής παντοδυναμίας.

 

Απαξίωνε, επίσης, την ποιητική σας ιδιότητα –κάτι που μοιάζει να σας πλήγωσε βαθιά. Για ποιο λόγο, λέτε;

Διότι κατά βάθος αμφισβητούσε τις δικές του επιλογές και τα δικά του σχέδια για μένα. Ήθελε να «με κάνει» τραπεζίτη, κι εγώ, αφού πρώτα πήγα στην Οξφόρδη και σπούδασα Πολιτική Θεωρία και Ιστορία, στη συνέχεια άρχισα να γράφω ποίηση. Θεωρούσε πως η επιλογή μου αυτή θα με οδηγούσε σε σίγουρη αποτυχία –όπως εκείνος, προφανώς, μετρούσε την επιτυχία (με οικονομικούς όρους). Ως προς αυτό, βέβαια, δεν είχε άδικο. Επέλεξα έναν δρόμο που σίγουρα δεν είναι ρόδινος και ασφαλής.

 

«Το αίμα ΔΕΝ γίνεται νερό», τονίζει ο Χάρης Βλαβιανός. «Αν είχε γίνει, δεν θα είχα γράψει αυτό το βιβλίο».

«Το αίμα ΔΕΝ γίνεται νερό», τονίζει ο Χάρης Βλαβιανός. «Αν είχε γίνει, δεν θα είχα γράψει αυτό το βιβλίο».

Πιο έντονη ίσως ακόμα κι απ’ του πατέρα σας στο βιβλίο είναι η παρουσία (ή μάλλον η απουσία…) της μητέρας σας. Την περιγράφετε ως μια πολύ όμορφη και ερωτική γυναίκα.

Ήταν μια όμορφη γυναίκα, πολύ δυναμική και χαρισματική. Στα είκοσί της μιλούσε ήδη έξι γλώσσες και είχε σπουδάσει δημοσιογραφία στο Λονδίνο. Αλλά τρομακτικά επιπόλαιη. Κι αυτή με έντονα πάθη, τρεις γάμους στο ενεργητικό της και πολλές σχέσεις, που άλλες γνώριζα, άλλες όχι. Με αγαπούσε με τον τρόπο της, αλλά ήταν μια αγάπη που συνοδευόταν από πολύ πόνο, γιατί έπρεπε διαρκώς να την σώζω από το χείλος της καταστροφής. Κάποιες φορές τα κατάφερνα, άλλες όχι –ειδικά όταν ήμουν μικρός και με χρησιμοποιούσε για να αποσπά χρήματα από τον πατέρα μου (είχαν χωρίσει όταν ήμουν τεσσάρων). Και μετά ένιωθα, φυσικά, φοβερές ενοχές που είχα αποτύχει στην αποστολή μου. Αν ήταν να πάει στον πάτο θα έπαιρνε και μένα μαζί της. Δεν με προστάτευσε ποτέ από τη ζωή της –που ήταν μια σειρά από τραγικά λάθη με τραγικές επιπτώσεις.

Ο Χάρης Βλαβιανός, μωρό, στην αγκαλιά της μητέρας του, στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. «Ήταν μια όμορφη γυναίκα, πολύ δυναμική και χαρισματική, αλλά τρομακτικά επιπόλαιη», λέει. «Με έντονα πάθη κι αυτή ‒όπως ο πατέρας μου‒, τρεις γάμους στο ενεργητικό της και πολλές σχέσεις...»

Ο Χάρης Βλαβιανός, μωρό, στην αγκαλιά της μητέρας του, στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. «Ήταν μια όμορφη γυναίκα, πολύ δυναμική και χαρισματική, αλλά τρομακτικά επιπόλαιη», λέει. «Με έντονα πάθη κι αυτή ‒όπως ο πατέρας μου‒, τρεις γάμους στο ενεργητικό της και πολλές σχέσεις…»

Οι γονείς σας πέθαναν, και οι δυο στο νοσοκομείο, σε διάστημα ενός χρόνου –εκείνη πρώτη. Το νιώσατε ως απώλεια, ή, κατά κάποιο τρόπο, ως θανάτους που είχαν συντελεστεί, μεταφορικά, εντός σας από καιρό; Είχε γίνει ήδη εκείνη την εποχή το αίμα νερό;

Ωραία ερώτηση. Σ’ έναν βαθμό έχετε δίκιο. Είχαν συντελεστεί. Αλλά πάντα ελπίζει κανείς σε μια «μεταστροφή», μια «χειρονομία» που μιλάει μιαν άλλη γλώσσα – αυτήν της αγάπης. Το βιβλίο ανοίγει μ’ ένα motto: «Είμαστε οι πληγές που δεν θέλουμε να επουλώσουμε». Επομένως το «αίμα ΔΕΝ γίνεται νερό». Αν είχε γίνει, δεν θα είχα γράψει το βιβλίο. Απλώς μαθαίνει κανείς να ζει με αυτές τις πληγές, συμφιλιώνεται όσο μπορεί με τη ματαίωση. Γιατί ο θάνατος, όπως γράφει και ο Ashbery, «ακυρώνει όλα τα ραντεβού». Άρα, όλα μένουν ανοιχτά. Καμία εκκρεμότητα δεν κλείνει. Δύσκολο να το αποδεχθεί αυτό κανείς, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

«Συγχωρώ τους γονείς μου για τα λάθη της νεότητάς τους. Όμως όχι αυτά της ωριμότητάς τους».

Στη συλλογή σας «Adieu» έχετε γράψει ποιήματα πολύ σκληρά και για τους δυο γονείς σας… Μπορώ να σας ζητήσω το πιο σκληρό;

Νομίζω ότι είναι αυτό που έχει τίτλο «Υποδειγματική παραίτηση»:

Τι είναι αυτό το παρελθόν;
Τι είναι αυτή η συγκεκριμένη εικόνα
που επανέρχεται για να επιβεβαιώσει
το σημερινό πρόσωπο
την αλλαγή της έκφρασης
τη μεταστροφή του βλέμματος;

Θα ήθελα να σε συγχωρήσω
αλλά μεσολάβησαν τόσες διαψεύσεις
σωρεύτηκε τόση σιωπή ανάμεσά μας
που δεν υπάρχουν τώρα σχήματα
ν’ αρθρώσουν το αίσθημα της οριστικής απώλειας.
Η φύση είναι ελεύθερη να παπαγαλίζει
τα παράφωνα στιχάκια της
ή η γραφομηχανή ν’ αφηγείται την εποποιία
άλλης μιας χαμένης ευκαιρίας
ωστόσο εμείς γνωρίζουμε πως το λίγο που μας δόθηκε
σπαταλήθηκε σε χειρονομίες κι επιφωνήματα
πως η έπαρση των δακρύων
δεν αρκεί για να βάλει στα χείλη μας
όσα πικρά για χρόνια δεν ομολογήθηκαν.

Δεν θυμάμαι πια πότε άκουσα
για τελευταία φορά τη φωνή σου.
Θα πρέπει να ήταν στις 19 Ιουνίου
όταν ο τηλεφωνητής μού ευχήθηκε εκείνο το γνωστό
«να ζήσεις, γιε μου»
που επαναλαμβάνεται απαράλλακτο κάθε χρόνο
με μια ημέρα καθυστέρηση –
σημάδι κι αυτό μιας μνήμης
που έμαθε ν’ ατενίζει το ερειπωμένο σκηνικό
με αξιοθαύμαστη αδιαφορία.

Θα ζήσω λοιπόν αφού το θέλεις
για να σε δω όμως να πεθαίνεις.
Θα ζήσω για να σε κλάψω όπως δεν θα σε κλάψει κανείς.
Θα ζήσω, γιατί η τελευταία λέξη αυτής της άρνησης
θα είναι η μόνη που δεν θα με προδώσει.

 

9552

«Θα ζήσω λοιπόν αφού το θέλεις/ για να σε δω όμως να πεθαίνεις./ Θα ζήσω για να σε κλάψω όπως δεν θα σε κλάψει κανείς», γράφει σε ένα ποίημά του ο Χάρης Βλαβιανός.

Τους συγχωρώ τα λάθη της νεότητάς τους. Ήταν τόσο άπειροι όταν παντρεύτηκαν, κλέφτηκαν πιο σωστά. Η μάνα μου είκοσι δύο και ο πατέρας μου είκοσι πέντε. Όμως όχι αυτά της ωριμότητάς τους. Στη δική μου περίπτωση αυτό το «they may not mean to», μέσα στα χρόνια έγινε, «they mean to».

Τι σας δίδαξε (πικρά) η σχέση με τον πατέρα σας; Και πώς σας βοήθησε να γίνετε καλός πατέρας ο ίδιος;

Με έμαθε να προσπαθώ να ικανοποιώ τις συναισθηματικές κυρίως ανάγκες των παιδιών μου και να είμαι κοντά τους με όσο πιο ουσιαστικό τρόπο μπορώ. Σε ποιο βαθμό το κατάφερα θα το κρίνουν αυτά. Το βιβλίο εξάλλου είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο και την Ειρήνη και, όπως σημειώνω, «την τεσσαρακοστή έκτη πράξη του βιβλίου θα την γράψουν οι ίδιοι».

 

Το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού «Το αίμα νερό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

Διαβάστε ακόμα: «Πώς να είσαι σωστός πατέρας όταν είσαι παιδί και ο ίδιος»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top