AVLI STATHOUS

Η Ελένη (με αγαλλίαση που δεν κρύβεται) στην αυλή του Γιάννη και της Σταθούς, στο χωριό της. Έτσι ανοίγει το βιβλίο της «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού» –και μαζί τη διάθεση του αναγνώστη για όσα ορεκτικά, αγχολυτικά και ηλιόλουστα θα ακολουθήσουν. (Φωτογραφία: Μάκος)

Το χωριό µου δεν το ξέρουν οι Αθηναίοι. Εκείνοι που το Πήλιο το ταυτίζουν µε τις πίστες του σκι, τα αρχοντικά της Τσαγκαράδας και τα βουνίσια ειδυλλιακά τοπία µε τα κελαρυστά νερά. Και µάλλον δεν νοιάζονται να το µάθουν. Κάποτε που έκλεισα δωµάτιο στα τυφλά σε κάποιους φίλους, πήραν των οµµατιών τους µόλις που τους χάραξε η πρώτη αυγή στο ενοικιαζόµενο µε τις οικογένειες των παραθεριστών από το θεσσαλικό κάµπο.

Το χωριό µου δεν διαθέτει αρχαιότητες, µουσεία, µνηµείο των πεσόντων, πλατεία µε αιωνόβιο πλάτανο και µαγαζιά µε σουβενίρ – γλυκά του κουταλιού. Ούτε αρχοντικά µε δοξασµένα ονόµατα. Δεν έχουµε εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, αξιοθέατα, ιδιαίτερη γαστρονοµία, µαγικό ηλιοβασίλεµα. Ούτε καν ένα πανηγύρι της προκοπής. Το οποιοδήποτε ταξιδιωτικό γραφείο θα ξεµείνει από επιχειρήµατα αν είναι να σε στείλει εδώ, να χαραµίσεις έναν Αύγουστο αναζητώντας αδρεναλινικές συγκινήσεις.

psyxouli_kolaz

«Η ευτυχία είναι µια αυγουστιάτικη παρένθεση ανάµεσα σε δύο βουνά και µία παραλία». (Φωτογραφίες: Μάκος)

Κι έτσι, κάθε Αύγουστο, η πίτα της συγκίνησης µοιράζεται µόνο στο «µεταξύ µας». Ανάµεσα στα θλιβερά hotels της παραλίας που µοστράρουν χωρίς ανακαίνιση την τσιµεντένια αν-αισθητική του ’60, τις δυο-τρεις καφετέριες που δεν πήραν χαµπάρι ότι το ρολόι του κόσµου ξεκόλλησε από τη δεκαετία του ’80, την πλαζ µε τις γιαγιάδες που κυνηγούν να µπουκώσουν µε κεφτέδες από ταπεράκια τους µικρούς Κωστάκηδες παραθεριστές. Δεν λιαζόµαστε σε ξαπλώστρες, η θαλασσινή µας αναψυχή χρησιµοποιεί ακόµη λέξεις όπως ψάθα, µπανιερό, παγουράκι για το νερό, κολατσιό, µπρατσάκια, κουλούρα, βατραχοπέδιλα, κράτα µου την πετσέτα να αλλάξω το βρεγµένο µαγιό. Τα έφηβα παιδιά µας κλαίνε µε το µαύρο δάκρυ της ανίας την έλλειψη κλαµπ και νυχτερινών µαγαζιών, παρηγοριούνται µε µπίρες υπό το σεληνόφως της αµµουδιάς, δοκιµάζοντας τα πρώτα αλµυρά φιλιά της Αυστριακής ξανθούλας – που προέκυψε οικογενειακώς µε τροχόσπιτο από το Γκρατς.

«Η θαλασσινή µας αναψυχή χρησιµοποιεί ακόµη λέξεις όπως ψάθα, µπανιερό, παγουράκι για το νερό, κολατσιό, βατραχοπέδιλα, κράτα µου την πετσέτα να αλλάξω το βρεγµένο µαγιό».

Σαράντα χρόνια τώρα οι ίδιοι, οι έχοντες εξοχικά και καταγωγή από τα µέρη, σταθεροί στο ετήσιο ραντεβού µας, ξεφυλλίζουµε στην πασαρέλα της παραλίας τα κεφάλαια της ζωής µας. Από το πρώτο µακροβούτι στα ρηχά, στις παιδικές εξορµήσεις για καβούρια και βατράχια, στον πρώτο έρωτα της εφηβείας, στα πρώτα τσιγάρα στη ζούλα. Και από εκεί, στο µεγάλωσα, παντρεύτηκα, χώρισα, από εδώ τα παιδιά µου και οι πρώτες µου ρυτίδες. Έχουµε και ξένους. Όχι από εκείνους τους κοσµικούς που σας δείχνουν στα περιοδικά. Εδώ τους λέµε ακόµη «τουρίστες».

Tsakali

«Εγώ, ο αδελφός μου και η σκιά της μαμάς πάνω σε ένα νεκρό τσακάλι στον δρόμο προς το χωριό, 1970».

Στα ενοικιαζόµενα µε την κοινή αυλή και την κοινή κουζίνα, κάθε µεσηµέρι τα τραπέζια µε τις πλαστικές καρέκλες στη σειρά µοσχοβολάνε γεµιστά, πιπεριές και µελιτζάνες τηγανητές, τουρλού και σαυρίδια ριγανάτα. Οι οικογένειες ανταλλάσσουν φιλέµατα σε πιατάκια του τσαγιού: «Δοκιµάστε κι απ’ τα δικά µου φασολάκια, κυρία Μαρία µου», «Όνειρο τα κάνετε, κυρία Πηνελόπη µου, τρυφερά, µέλι!».

Το Σάββατο έρχεται ο µπαµπάς από την πόλη φορτωµένος πλαστικά δελφίνια από το Πράκτικερ, σωσίβια-Γουίνι, χαλβά σαπουνέ Φαρσάλων και λουκούµια για τα κεράσµατα της αυλής. Το απόγευµα, µε το φραπέ απευθείας από το σέικερ, οι µπαµπάδες φοράνε πλαστικές παντόφλες, οι µαµάδες µακό µπλουζοφορέµατα, τη ζωή µας την ντύνουµε µε παρεό και σαγιονάρες και φοράµε τα καλά µας µόνον όταν βρίσκεται παπάς να λειτουργήσει το εκκλησάκι µας. Το σούρουπο, που ξεπλενόµαστε από τις αλµύρες και χτενίζουµε τα µαλλιά µας, βγάζουµε το κοσµικό µας άχτι στο µίνι µάρκετ της Χαρούλας, τον οµφαλό του µικρού µας πλανήτη. Μια ζάχαρη, ένα γάλα, µια δικαιολογία να τρενάρουµε στο ταµείο, να πούµε τις καλησπέρες µας, να κυκλοφορήσουµε τα κουτσοµπολιά, να σχολιάσουµε τη ζέστη, την τουριστική κίνηση, τα σηµερινά και τα αυριανά µαγειρέµατα, τα ταπεινά µεγάλα Τίποτα της ζωής στο χωριό.

«Σαράντα χρόνια τώρα οι ίδιοι, οι έχοντες εξοχικά και καταγωγή από τα µέρη, σταθεροί στο ετήσιο ραντεβού µας».

Ένα ολοστρόγγυλο, ολοκληρωµένο σενάριο ευτυχίας. Όταν διαβάζεις τη διαδροµή της χαράς µέσα από τις πιο απλές λέξεις, τις πιο λιτές φράσεις: τη θέα της θάλασσας από το παλιό µονοπάτι, το φεγγάρι που αναδύεται πορτοκαλί µέσα από το νερό, τη γεύση της πρώτης ντοµάτας στο µποστάνι, τη µυρωδιά του ήλιου που ανακλούν οι καυτές πέτρες του µεσηµεριού, τη µουσική της σιωπής που υπογραµµίζεται από το βόµβο ενός ζουζουνιού που σκίζει τον αέρα στη σύντοµη τροχιά του, τον ήχο της σκούπας και του νερού που πλένει τις πρωινές αυλές στο δροσερό ξύπνηµα της µέρας, τη χαρά όταν ο σπόρος του µαϊντανού που έσπειρες σε µια χούφτα χώµα µετουσιώνεται σε ένα τόσο δα εύθραυστο βλασταράκι, το ασηµένιο χρώµα του σπαρταριστού γαύρου που µόλις έφεραν τα καΐκια, τη συναυλία των βατράχων που µας νανουρίζει τη νύχτα, κάτω στο ρέµα.

Ένα σενάριο που πληγώνεται καθηµερινά από τη θέα της κόκκινης βαλίτσας πάνω στην ντουλάπα. Τα πρώτα κυκλάµινα που θα σκάσουν στο µονοπάτι θα µας διώξουν πίσω στην πόλη, µε τη θλιµµένη ευχή για άλλο ένα «καλό φθινόπωρο». Η κόκκινη βαλίτσα µάς µαθαίνει την ευχή «και του χρόνου» κι ότι η ευτυχία είναι µια παρένθεση ανάµεσα σε δύο βουνά και µία παραλία, όσο φωτίζεται από το φως του Αυγούστου, όσο ζωντανεύει από το τραγούδι του τζίτζικα.

//Το κείμενο και οι φωτογραφίες που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο «Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού» (το κεφάλαιο με τίτλο «Το χωριό μου»), εκδ. Πατάκη.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι «μυστικές» διευθύνσεις της Ελένης Ψυχούλη στη Θεσσαλονίκη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top