OLYMPUS DIGITAL CAMERA

«Ταξιδεύω γιατί δεν μπόρεσα να δεχτώ ότι θα ζήσω με το θόρυβο. Στα ταξίδια ψάχνω έναν τόπο, ή έναν τρόπο, απαλλαγμένο απ’ αυτόν», γράφει ο Δημήτρης Μαμάκος –εδώ περπατώντας στους αμμόλοφους της Λιβυκής Ερήμου, στην Αίγυπτο.

Το κεφάλαιο με τίτλο «Τελευταίο φύλλο» που κλείνει –ανοίγοντάς μας τα μάτια– το βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου «Νομαδικόν»:

Στην παραλία του Χάφμουν, στην παράγκα που γνώρισα τη Σοφί, κάποιο βράδυ το ημερολόγιο θέλησε και τρίτο κερί. Το φως του με κράτησε στο χειρόγραφο μέχρι περασμένα μεσάνυχτα, όταν από ώρα ήμουν μόνος.

Ο ουρανός ήταν πλημμυρισμένος στο φως της καθαρής νύχτας και της ολοσκότεινης γης. Δεν είχα όρεξη για ύπνο. Τράβηξα μια καρέκλα έξω από την αχυρένια τέντα, κάθισα και σήκωσα τα μάτια ψηλά. Το φεγγάρι ταξίδεψε το μισό του δρόμο. Έμεινα να κοιτάζω, μέχρι που χάθηκαν όλα τα ταπεινά. Μέχρι που τ’ αστέρια άρχισαν να πλησιάζουν και ο θόλος με τα λαμπερά σημεία χάθηκε. Πάνω από τα ορθάνοιχτα μάτια μου στριμώχτηκαν όλοι οι κόσμοι τ’ ουρανού…

Και τότε, αλίμονο, ήταν τρομερό αυτό που είδα.

Ξεροί παγωμένοι βράχοι, σκόρπιοι σε αχανείς ερήμους από στάχτη, που τις έσκιζαν πύρινα μεταλλικά ποτάμια και τις έδερναν πέτρινες βροχές που τρυπούσαν απέραντα δηλητηριώδη νέφη. Ούτε σταγόνα από νερό, ούτ’ ένα φυλλαράκι, κανένα χνάρι ζωής. Σκληρές, σκοτεινές επιφάνειες μακρινών, γνωστών κι άγνωστων κόσμων. Η Κόλαση του σχολικού βιβλίου, πάνω απ’ το κεφάλι μου, εικονογραφημένη.

«Γι’ αυτό ταξιδεύω, γι’ αυτή την ευκαιρία μου, που την έβλεπα μια ζωή να χάνεται, μέχρι που δεν άντεξα, κι είπα να κλείσω τα δάχτυλα να την κρατήσω…»
μαμακοσ1

Το ημερολόγιο του ταξιδιού του Δημήτρη Μαμάκου (εδώ με φόντο την Αναπούρνα VI (7.525μ), των Ιμαλαΐων, στο Νεπάλ) έχει εκδοθεί από τις Εκδόσεις της Εστίας με τίτλο «Νομαδικόν: ημερολόγιο δρόμου» και στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί πλέον η 3η του έκδοση.

Τράβηξα τα μάτια μου με βία, πετάχτηκα από την καρέκλα και κοίταξα μπροστά μου, τρομαγμένος. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, έβγαζε μόνο το στεριανό πλατσούρισμα, και πάνω της άστραφτε ο δρόμος του φεγγαριού. Ένιωσα τη φρέσκια της πνοή να μοσχοβολάει στα πνευμόνια μου. Γύρισα δεξιά, αριστερά· είδα και πίσω, να σιγουρευτώ. Τίποτα. Μόνο ομορφιά και χάρη.

Έκλεισα τα μάτια ανακουφισμένος και πήρα μια βαθιά ανάσα… Όταν τ’ άνοιξα, ήταν όλα εκεί…

Όλα τα ζώα, όλα τα πουλιά, όλα τα ψάρια, όλα τα λουλούδια, όλα τα δέντρα, «όλες οι γυναίκες και όλο το ρύζι»· όλες οι θάλασσες, όλες οι λίμνες και όλα τα ποτάμια. Μα και όλες οι ευκαιρίες για γέλιο, χαρά, ενθουσιασμό, έκπληξη, έρωτα, δημιουργία, έμπνευση και εξύψωση. Ήταν όλα εκεί, ν’ απλώσω τα χέρια να τα πιάσω. Κι εγώ, στεκόμουν στον Όλυμπο, δίπλα στην Ήρα και στον Δία. Κοιτούσα τον κόσμο της ισορροπίας που πέρασε απ’ τη σχισμή της βελόνας των πιθανοτήτων, για να γίνει το λίκνο της ζωής και των θαυμάτων. Ήμουν στεφανωμένος με την πιο αδιανόητη ευκαιρία: να περπατώ και ν’ αναπνέω στον Παράδεισο. Όχι στο μεταθανάτιο, των υποσχέσεων. Σ’ αυτόν εδώ. Κι ήξερα –κι έμοιαζε να το ξέρω από πάντα– πως γι’ αυτό ταξιδεύω, γι’ αυτήν την ευκαιρία μου, που την έβλεπα μια ζωή να χάνεται, μέχρι που δεν άντεξα, κι είπα να κλείσω τα δάχτυλα να την κρατήσω…

 

Διαβάστε ακόμα: Χένρι Ντέιβιντ Θορώ: «Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος».

Ώρα μετά, τα χρώματα άρχισαν ν’ αλλάζουν· ξημέρωνε. Τα μάζεψα, τράβηξα για την καλύβα, ξάπλωσα κι είδα τ’ όνειρο ξανά. Τελειώνει πάντα αλλιώς, μα ξεκινάει ίδια.

Ένας σκύλος σε μπαλκόνι πολυκατοικίας. Του πέφτουν οι τρίχες κι έχει κοιλιά. Στη γαβάθα του έχει πάντα σκυλοτροφή που την καταβροχθίζει βουλιμικά. Τρώει, κι όσο τρώει, ηρεμεί. Όταν δεν τρώει, κοιτάζει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα και μελαγχολεί. Όταν δεν τρώει ή δεν μελαγχολεί, κοιμάται. Όταν δεν τρώει, δεν μελαγχολεί και δεν κοιμάται… φοβάται.

Τις τελευταίες ώρες ο σκύλος δεν είχε παρά μία μνήμη μόνο. Εκείνο το πρωινό στο πάρκο. Που για πρώτη φορά κατούρησε όταν του ’ρθε. Όχι στην πρωινή τη βόλτα, μήτε στη βραδινή. Όταν του ’ρθε.
427143_318396338206248_2071241736_n

Από το ημερολόγιο –γραμμένο, φυσικά, στο χέρι– του Δημήτρη Μαμάκου στη διάρκεια του ταξιδιού που του άλλαξε τη ζωή.

Ξαφνικά –είναι πολύ τρελό αυτό το όνειρο– ένα πρωινό, σηκώνεται στα δύο πόδια, κατεβάζει το χερούλι της πόρτας και γίνεται καπνός. Βγαίνει στο δρόμο και τρέχει, δεν έχει ιδέα για πού. Βρίσκει ένα πάρκο. Τρέχει στο χορτάρι, μυρίζει τα λουλούδια και τσαλαβουτάει στη λάσπη. Κάτι του τρελαίνει το μυαλό: τρέχει, δίχως το σφίξιμο γύρω απ’ το λαιμό. Το σούρουπο μπλέκει μ’ ένα τσούρμο αλήτες κι αυτοί τον βάζουνε στα κόλπα: αδέσποτοι έρωτες και κόκαλα βγαλμένα από το χώμα. Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος; Πόσο μικρό το μπαλκόνι;

Κάποιες μέρες βρίσκει να φάει, κάποιες όχι. Μέσα στον πρώτο μήνα, τη χάνει την κοιλιά. Το σκυλίσιο κορμί, άμαθο στην κακουχία, δεν αντέχει, και λυγίζει. Αρρωσταίνει βαριά στα πρώτα κρύα και πεθαίνει σε μια γωνιά του δρόμου. Τις τελευταίες ώρες, δεν είχε παρά μία μνήμη μόνο. Εκείνο το πρωινό στο πάρκο. Αυτή τη θεϊκή στιγμή, που για πρώτη φορά κατούρησε όταν του ’ρθε. Όχι στην πρωινή τη βόλτα, μήτε στη βραδινή. Όταν του ’ρθε.

1186894_571031209609425_1794910793_n

Ο Δημήτρης Μαμάκος στο Αμάνι της Τανζανίας, το αρχαιότερο βρόχινο δάσος, το 2012. «Μετά από την εμπειρία εκείνου του πεντάμηνου ταξιδιού το 2009 και την κατάσταση συνειδητότητας που έφερε μαζί της δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά ο ίδιος», γράφει.

//Το ημερολόγιο του ταξιδιού του Δημήτρη Μαμάκου έχει εκδοθεί από τις Εκδόσεις της Εστίας με τον τίτλο «Νομαδικόν: ημερολόγιο δρόμου» και στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί πλέον η 3η του έκδοση. Το 30% των εσόδων του συγγραφέα από την παρούσα έκδοση (Εκδόσεις Εστίας) θα δωρίζονται στην οργάνωση Waldorf Association Hellas. Το 50% των καθαρών εσόδων από την πώληση του βιβλίου της 1ης έκδοσης (αυτο-έκδοση) έχουν ήδη διατεθεί στην οργάνωση Rainforest Conservation Fund. Περισσότερα για το βιβλίο και το σύνολο των δράσεων του Δημήτρη Μαμάκου δείτε εδώ

Διαβάστε ακόμα: «Το Road Trip στην Αμερική που έκανε τα μάτια μου να βλέπουν, λίγο πιο έντονα, λίγο πιο μακριά…

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top