Δύο λογοτενικοί προσκυνητές στο ανακαινισμένο Palazzo Lampedusa, στο Παλέρμο. Φωτό: Piero Cruciatti / LaPresse.

Είχαμε σταθεί στη γωνία του δρόμου, έξω από ένα επιβλητικό μέγαρο. Δυο πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, στέλνοντάς το τόπι ψηλά, ως τη μαρμάρινη επιγραφή με τα σκαλιστά γράμματα: «Via Lampedusa». Ο ξεναγός μας, έβγαλε από την τσάντα του ένα πολυκαιρισμένο βιβλίο με τίτλο «Αναμνήσεις της Παιδικής Ηλικίας», και βήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό του, άρχισε να διαβάζει αργά. Όμως το παιχνίδι ολοένα τον διέκοπτε: «Γκολ!», φώναξαν σε μια στιγμή τα παιδιά, καθώς η μπάλα πέρασε ξυστά απ’ τα πρόσωπά μας.

Εκνευρισμένος, ο Ιταλός έκλεισε το βιβλίο και στράφηκε στα δυο αγοράκια, που αντέδρασαν όπως οι ποδοσφαιριστές στον διαιτητή μετά το φάουλ: σηκώνοντας ψηλά τα χέρια και κάνοντας μορφασμούς έκπληξης και αθωότητας. «Μήπως προτιμάτε να περάσουμε μέσα;», ρώτησα τον ξεναγό. Εκείνος με κοίταξε απορημένος. Με απόλυτη φυσικότητα έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και άνοιξα τη βαριά σιδερένια πόρτα. «Ακολουθήστε μας», του έγνεψα και μπήκαμε στο αίθριο του Palazzo. Εκεί όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του και γνώρισε τη μεγαλύτερη δυστυχία ο συγγραφέας του θρυλικού «Γατόπαρδου», Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.

Αριστερά: Στο πλάι του Palazzo Lampedusa τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν μπάλα. Δεξιά: Ο κριτικός λογοτεχνίας Michele Anselmi.

Ταξίδι στη Σικελία

Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Τι γυρεύαμε δυο φίλοι, ο ποιητής Γιάννης Τζανετάκης και ο υπογράφων, στο Παλέρμο της Σικελίας;

Αεροδρόμιο Αθηνών Ελευθέριος Βενιζέλος, 25 Μαΐου 2018: Στην αίθουσα αναχωρήσεων πίνουμε εσπρέσο και αναρωτιόμαστε αν ο καφές στη Σικελία θα είναι αντάξιος της φήμης του (κι όμως δεν είναι πλέον, αφού και στην Αθήνα πίνουμε εξαιρετικό καφέ στις μέρες μας). Ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε στην πτήση της Aegean για την Κατάνια. Η Aegean πραγματοποιεί δυο διαφορετικές πτήσεις για τη Σικελία, προς την Κατάνια και προς το Παλέρμο, όμως η δεύτερη, που εξυπηρετεί και τον δικό μας τελικό προορισμό, λειτουργεί μόνο τους θερινούς μήνες και στην αρχή του φθινοπώρου. Εάν θέλετε κι εσείς να ακολουθήσετε τα ίχνη του «Γατόπαρδου» μπορείτε αυτή την εποχή να πετάξετε απευθείας για τον «Πάνορμο», όπως αποκαλούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το Παλέρμο.

Εκείνο το ζεστό πρωινό στο τέλος του Μαΐου οι δυο φίλοι επιβιβαστήκαμε σε ένα ελικοφόρο Bombardier Q400 για μια σύντομη πτήση πάνω από τη Μεσόγειο. Είναι ωραία η αίσθηση του να απογειώνεσαι από την Αθήνα και να μην πετάς βόρεια προς τις κρύες χώρες αλλά δυτικά, πάνω από το Ιόνιο, ακολουθώντας αρχαίες διαδρομές, με τους μαύρους έλικες του αεροπλάνου να παραπέμπουν σε ατσάλινα πανιά. Στην τσέπη του μπροστινού καθίσματος, δυο εξαιρετικά –το καθένα στο είδος του–αναγνώσματα: το περιοδικό BLUE της Aegean και «Ο Γατόπαρδος» του Λαμπεντούζα, που εκδόθηκε πριν από ακριβώς 60 χρόνια, λίγο μετά τον αδόκητο θάνατο του συγγραφέα του.

Από πάνω αριστερά και δεξιόστροφα: Ο υπογράφων στην ταράτσα του Palazzo Lanza Tomasi, με θέα τον κόλπο του Παλέρμο. Αναμνήσεις από το ταξίδι: Το περιοδικό Blue της Aegean, η Ελληνική έκδοση του Γατόπαρδου (εκδόσεις Bell), τo κλειδί του FIAT Spider, το άρωμα Cedro di Taormina της Acqua di Parma, βιβλία του Τζιουζέπε και του Τζιοακίνο, θετού πατέρα και υιού. Στιγμιότυπο από τη σκηνή του χορού στον “Γατόπαρδο” του Βισκόντι, με τους Ντελόν, Καρντινάλε και Λάνκαστερ. Ο συγγραφέας του έπους, Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, τη δεκαετία του ’50.

Ένα μεγαλειώδες ανάγνωσμα

«Ο Γατόπαρδος» (πρωτότυπος τίτλος «Il Gattopardo») εξιστορεί το «τέλος εποχής» της Σιτσιλιάνικης αριστοκρατίας από την έλευση του Γκαριμπάλντι και εντεύθεν, όταν ενοποιήθηκε η Ιταλία. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1958, αφού πρώτα είχε απορριφθεί από τους κορυφαίους εκδοτικούς οίκους Mondadori και Einaudi. Τελικά, έγινε το βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις στην Ιταλική ιστορία, μεταφράστηκε σε 50 γλώσσες και ανήκει στο πάνθεον των αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο συγγραφέας του, Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, ήταν ο τελευταίος κληρονόμος μιας δυναστείας Σικελών πριγκίπων και για χρόνια σκεφτόταν να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο στον προπάππου του, Ντον Τζούλιο Φαμπρίτσιο, επίσης πρίγκιπα της νήσου Λαμπεντούζα, όπως κι ο ίδιος. Όταν το μέγαρο των Λαμπεντούζα βομβαρδίστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τζουζέπε έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και λίγα χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του «Γατόπαρδου» εν πολλοίς για να την ξεπεράσει.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στην περίοδο του Risorgimento, και συγκεκριμένα τις μέρες κατά τις οποίες ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ο εθνικός ήρωας και πολυμήχανος στρατηγός, φτάνει στη Σικελία με τους πολεμιστές του για να υποστείλει τα λάβαρα των Βουρβόνων. (Τελικά το «Βασίλειο των δυο Σικελιών», που είχε έδρα τη Νάπολη, θα διαλυθεί και ο Γκαριμπάλντι θα «παραδώσει» τον νότο στον βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε και στη «μητέρα» Ιταλία.)

«Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν», λέει ο Τανκρέντι Φαλκονέρι στον θείο του Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, στην πιο διάσημη φράση του βιβλίου.

Η υπόθεση εστιάζει στην αριστοκρατική οικογένεια Σαλίνα, της οποίας ηγείται ο πρίγκιπας Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, ένας ομορφάντρας, γυναικάς, δίκαιος και κάπως νωθρός άρχοντας, που βλέπει μελαγχολικά να πλησιάζει το τέλος της παλιάς σικελικής αριστοκρατίας αλλά νιώθει αδύναμος –και απρόθυμος– να αντιδράσει. Το βιβλίο ξεκινά τον Μάιο του 1860, με τους κοκκινοπουκαμισάδες του Γκαριμπάλντι στο νησί να κινούνται για την ανατροπή του Βασιλείου των «Δυο Σικελιών». Με τον απλό λαό να υποστηρίζει τον ξεσηκωμό, ο πρίγκιπας καταλαβαίνει ότι σε εκείνον έλαχε να είναι ο τελευταίος Γατόπαρδος. Συνειδητοποιεί πως είναι ένα απομεινάρι του παλιού κόσμου μέσα σε μια κοινωνία χωρίς αξίες. (Ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει η κοινωνία μέσα από το κουρασμένο βλέμμα του πρίγκιπα, καθώς ο Λαμπεντούζα δεν μας αφήνει να αφουγκραστούμε τις αγωνίες του προλεταριάτου, που με τη μορφή υπηρετών ή στρατιωτών κινούνται στο παρασκήνιο, χωρίς πρόσωπο και όνομα).

Με φόντο την αυλαία που πέφτει στον κόσμο του χθες, κάνει την εμφάνισή του το πρόσωπο-κλειδί του βιβλίου, ο ανιψιός του πρίγκιπα, ο Τανκρέντι Φαλκονέρι. Στον νεαρό τυχοδιώκτη ο Ντον Φαμπρίτσιο αναγνωρίζει τον παλιό του εαυτό: γοητευτικό, φιλόδοξο, ερωτύλο… Αλλά ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται πως ο Τανκρέντι πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων που αναδύεται μέσα από την «επανάσταση», αν θέλει να περισώσει ο ίδιος, και μαζί του όλο το σόι των Σαλίνα, ό,τι μπορεί να περισωθεί από την κοινωνική τους θέση. «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν», λέει ο Τανκρέντι στον θείο του, στην πιο διάσημη φράση του βιβλίου. Μια φράση που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει βγει από τα χείλη του Ντον Φαμπρίτσιο, αν του το επέτρεπε η ευγένεια και η υπερηφάνειά του.

Το γεγονός (λογοτεχνική αδεία) είναι πάντως ότι τελικά, με ένα μείγμα στωικότητας και υπολογισμού, ο Ντον Φαμπρίτσιο θα συναινέσει στον γάμο του αγαπημένου του ανιψιού με την οδυνηρά όμορφη –και ελαφρώς χυδαία– Αντζέλικα: την κόρη του μπουφόνου Ντον Καλότζερο, ενός νεόπλουτου γαιοκτήμονα (με χαρακτηριστικά μαφιόζου) και εκλεγμένου δημάρχου της κωμόπολης Ντοναφουγκάτα όπου παραθερίζει η οικογένεια Σαλίνα. Εξασφαλίζοντας έτσι έναν γάμο συμφέροντος ανάμεσα στους παλιούς τίτλους ευγενείας των Σαλίνα και στο νέο χρήμα της εκκολαπτόμενης μπουρζουαζίας.

Διαφορετικές εκδόσεις του “Γατόπαρδου”, φωτογραφημένες από το Andro στο γραφείο του Τζοακίνο Λάνζα Τομάσι.

Με το βλέμμα του Βισκόντι

Πολλοί γνωρίζουν τον «Γατόπαρδο» μέσα από την ομώνυμη ταινία που βγήκε στις αίθουσες το 1963, σε σκηνοθεσία του Λουκίνο Βισκόντι, πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου. Τον ρόλο του πρίγκιπα υποδύθηκε ο Μπαρτ Λάνκαστερ. Ήταν απαίτηση του κινηματογραφικού στούντιο, που ήθελε έναν δημοφιλή Αμερικανό ηθοποιό για «κράχτη». Μια επιλογή που ωστόσο αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένη στα χέρια του μεγάλου σκηνοθέτη. Πλάι στο gravitas του Λάνκαστερ, ο Αλέν Ντελόν κόμιζε τα νιάτα, το θράσος και τη φιλοδοξία στον ρόλο του Τανκρέντι Φαλκονέρι. Ενώ η πιο λαμπερή θηλυκή παρουσία ήταν αυτή της Κλαούντια Καρντινάλε, που στο απόγειο της ομορφιάς της και του σχεδόν ζωώδους ερωτισμού της, υποδύθηκε την Αντζέλικα.

Ο Βισκόντι τύγχανε επίσης αριστοκρατικής καταγωγής, όπως και ο Λαμπεντούζα. Και κατά μια έννοια, η παρακμή της τάξης του τον έθελγε, όσο μελαγχολούσε τον συγγραφέα. Η μελαγχολία, η παρακμή, αλλά και η ακαταμάχητη σαγήνη της μελαγχολίας και της παρακμής είναι ο μίτος που συνδέει υπόγεια τα δυο έργα. Εκεί όπου ο Λαμπεντούζα θρηνεί, ο Βισκόντι δεν παραλείπει να ειρωνευτεί. Ενώ πίσω από το δέος που αναδύουν οι εικόνες του Βισκόντι μπορούμε πάντα να προστρέξουμε στο λεπτό χιούμορ του Λαμπεντούζα στο χειρόγραφο.

Στην ταινία, στις χαρακτηριστικές μορφές που περιφέρονται στη σκηνή του χορού, ο Βισκόντι συμπεριέλαβε αληθινά μέλη παλιών Σικελικών αριστοκρατικών οίκων.

«Ο Γατόπαρδος» ήταν μια ακόμα πρόκληση στην τελειομανία του Βισκόντι. Την απολαμβάνουμε σε όλο της το μεγαλείο στο γκραν φινάλε του έργου: η ταινία ολοκληρώνεται με μια επική σκηνή χορού, που γυρίστηκε στο Palazzo Valguarnera-Gangi και διαρκεί 45 ολόκληρα λεπτά (στην άκοπη βερσιόν). Στο ανεπανάληπτο αυτό ταμπλό βιβάν η δράση (χοροί, συζητήσεις, γνωριμίες) δεν είναι παρά το πρόσχημα για να ξεδιπλωθούν, άρρητα, όλα τα υπαρξιακά αδιέξοδα του πρίγκιπα και των ομοίων του. Μέσα από μελαγχολικά και ενίοτε βλακώδη πρόσωπα, τη γλώσσα του σώματος, ένα πικρό χαμόγελο ή ένα δακρυσμένο βλέμμα, ο Βισκόντι ενορχηστρώνει το ρέκβιεμ μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι στις χαρακτηριστικές μορφές που περιφέρονται στη σκηνή του χορού, ο σκηνοθέτης συμπεριέλαβε αληθινά μέλη παλιών Σικελικών αριστοκρατικών οίκων, τα πρόσωπα των οποίων είναι ένα παλίμψηστο περασμένων μεγαλείων.

Η ταινία είναι μια εξαιρετική, πένθιμη ελεγεία, που αποκαλύπτει, μέσα από ρωγμές, τον πνιγηρό κόσμο του «χαμένου παραδείσου» της Σικελίας. Δεν έχει βέβαια την ίδια γλύκα, το ίδιο λεπτό χιούμορ, αλλά ούτε και το ίδιο τέλος με το βιβλίο (που συνεχίζεται ως τον θάνατο του πρίγκιπα –η σκηνή λείπει από την ταινία– και παραπέρα). Κατά συνέπεια, μην παραλείψετε την ταινία αν δεν την έχετε δει, αλλά μην αρκεστείτε σε αυτή. Το μεγάλο αριστούργημα είναι το βιβλίο.

Σε μια από τις βεράντες του Palazzo Filangeri-Cutò, που αποτέλεσε την έμπνευση για την έπαυλη της Donnafugata στο βιβλίο. Φωτό: Foto Piero Cruciatti / LaPresse.

Όταν ήμασταν Γατόπαρδοι

Το λογοτεχνικό αυτό ρέκβιεμ έφτασε να συμβολίζει στο μυαλό μας –στο δικό μου και στου Γιάννη Τζανετάκη– κάθε «τέλος εποχής». Είναι το αγαπημένο βιβλίο δυο φίλων τόσο διαφορετικών μεταξύ μας, αλλά που και οι δυο μοιραζόμαστε κοινές αξίες: αθεράπευτα ρομαντικοί (και Σκορπιοί στο ζώδιο, για όσους πιστεύουν στα άστρα –ο πρίγκιπας πάντως ήταν ερασιτέχνης αστρονόμος, όχι αστρολόγος), βλέπουμε παντού στον κόσμο τη σκιά του Γατόπαρδου, ακόμα και σε πράγματα μικρά. Και όπως ένα γατάκι που περνά μπροστά από μια εστία φωτός μέσα στη νύχτα αποκτά σκιά αντάξια μιας τίγρης, έτσι κι εμείς «παραμυθιαζόμαστε» οικεία βουλήσει και «τριπάρουμε» με τα μικρά καθημερινά ναυάγια, από έναν παλιό μπαλαδόρο που του έπεσαν τα μαλλιά μέχρι ένα κλασικό μαγαζί που κατέβασε ρολά.

Ο Γιάννης Τζανετάκης, ποιητής και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, το 2017 κυκλοφόρησε το ένατο βιβλίο του, με τίτλο «Θαμπή πατίνα», για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Εγώ έχω αφιερώσει την καριέρα μου στα περιοδικά, στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και στη διοργάνωση events στην αναζήτηση του αυθεντικού γούστου.

Οι δυο φίλοι όμως μοιραζόμαστε μια ακόμα ιδιότητα, αυτή των συνδημιουργών του Andro.gr, ενός «γατοπάρδειου» Media brand για τον σκεπτόμενο άνδρα της νέας εποχής, που υιοθετεί το μότο του Τανκρέντι Φαλκονέρι με τρόπο ποιητικό στη ζωή του: «Se vogliamo che tutto rimanga come è, bisogna che tutto cambi…». Πράγματι, όταν βγήκε στον αέρα το Andro πριν από πέντε και βάλε χρόνια ήμασταν «ναυαγοί» των περιοδικών, στα οποία είχαμε επενδύσει πάνω από μια εικοσαετία ο καθένας μας. Αυτό το τέλος εποχής ήταν πολλαπλά ζόρικο, ψυχολογικά, οικονομικά, ακόμη και σωματικά (με τα ξενύχτια που ρίξαμε στο στήσιμο του website). Όμως η ιδέα του νέου ξεκινήματος μας πείσμωσε και μας έδωσε τη δύναμη να τα καταφέρουμε.

Τα γενέθλια του Andro συμπίπτουν με την ημερομηνία που ξεκινά η μάχη του Παλέρμο, στη διάρκεια της οποίας ο Γκαριμπάλντι κατακτά τη Σικελία. Είναι ακριβώς το γεγονός αυτό που πυροδοτεί την υπόθεση του «Γατόπαρδου».

Έτσι, στις 27 Μαΐου 2013 βγήκε στον αέρα το Andro.gr. Κατά σύμπτωση μάλιστα, όπως ανακάλυψα μόλις πρόσφατα, η ημερομηνία γενεθλίων του Andro είναι ταυτόχρονα και η ημερομηνία που ξεκινά η περίφημη μάχη του Παλέρμο, στη διάρκεια της οποίας ο Γκαριμπάλντι και οι επαναστάτες του κατακτούν τη Σικελία. Είναι ακριβώς τα γεγονότα αυτά που πυροδοτούν την υπόθεση του «Γατόπαρδου».

Με αφορμή τη διπλή επέτειο των 60 χρόνων από την κυκλοφορία του βιβλίου και των 55 χρόνων από την προβολή της ταινίας –αλλά και τα 5α γενέθλια του Andro– θέλησα να κάνω μια μικρή έκπληξη στον Γατοπάρδειο φίλο και συναγωνιστή, και να εξορμήσουμε παρέα σε ένα ταξίδι-προσκύνημα στα ίχνη του αγαπημένου μας ήρωα. Μέσα σε ένα ανοιξιάτικο τριήμερο, την ίδια ακριβώς περίοδο που λανσαρίστηκε πριν από 5 χρόνια το Andro, οι δυο φίλοι θα διασχίζαμε τη Σικελία. Όπως ο Ντον Φαμπρίτσιο και ο Τανκρέντι, ο Μπαρτ Λανκαστερ και ο Αλέν Ντελόν, έτσι και οι δυο μας θα ταξιδεύαμε στη Σικελία σε αναζήτηση μιας τελευταίας αντανάκλασης του «χαμένου παραδείσου» όπου έζησε και ονειρεύτηκε ο Λαμπεντούζα.

Αριστερά: Ο συγγραφέας, τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό του, στο αγαπημένο του παγκάκι του Palazzo Lanza Tomasi. Δεξιά: Ο συγγραφέας μικρός, στους κήπους του μεγάρου της Santa Maria di Belice (η Donnafugata του έργου).

Το κλειδί του Palazzo Lampedusa

Προς μεγάλη έκπληξη του λογοτεχνικού μας ξεναγού λοιπόν στην αρχή της αφήγησής μας, είχα στην τσέπη μου το κλειδί για το Palazzo Lampedusa. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα σχεδιάζοντας το ταξίδι μας στο Παλέρμο, ήταν να νοικιάσω εκεί ένα διαμέρισμα.

Ο ίδιος ο Λαμπεντούζα σίγουρα θα έφριττε αν έβλεπε το παλάτσο του στην κατάσταση που το αντικρίσαμε εμείς: όχι ερειπωμένο από τις αμερικανικές βόμβες, όπως το είδε εκείνος το 1943, αλλά ανακαινισμένο από το 2015 (οι εργασίες ξεκίνησαν το 2011) με μια αμφιλεγόμενη μοντέρνα αρχιτεκτονική, στην οποία ορισμένα εσωτερικά μπαλκόνια αποδίδονται… ζωγραφιστά. Το 3.000 τετραγωνικών μέγαρο στεγάζει πλέον γύρω στα 40 μοντέρνα διαμερίσματα, ορισμένα εκ των οποίων ενοικιάζονται. Ήταν μια σουρεαλιστική και εν τέλει ουσιωδώς «γατοπάρδεια» εμπειρία (τέλους εποχής) το να διανυκτερεύσεις σε ένα τέτοιο εμβληματικό κτίριο, περιτριγυρισμένος από έπιπλα ΙΚΕΑ. Sic transit gloria mundi…

«Έζησα σε άλλα σπίτια που με προστάτευαν από τη βροχή και τον αέρα αλλά δεν ήταν οικίες με την αρχαία έννοια», αναφέρει ο Λαμπεντούζα στο βιβλίο του «Αναμνήσεις της Παιδικής Ηλικίας». «Κανένας ουρανός πουθενά δεν είναι πιο γαλάζιος», γράφει σε ένα άλλο σημείο, αναφερόμενος στον ουρανό ακριβώς πάνω από το αίθριο που στεκόμασταν με τον Γιάννη και τον ξεναγό μας. Τον ίδιο ουρανό που σκοτείνιασε από το σμήνος των βομβαρδιστικών που θα μετέτρεπαν το palazzo σε έναν σωρό από ερείπια το 1943.

O συγγραφέας του «Γατόπαρδου» ζούσε μέχρι τον πόλεμο στο ίδιο δωμάτιο όπου γεννήθηκε, στο οικογενειακό Μέγαρο. Στις 5 Απριλίου του 1943 όλος ο κόσμος του έγινε στάχτη μονομιάς.

Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό μας ξεναγό Michele Anselmi, ο συγγραφέας του «Γατόπαρδου» ζούσε μέχρι τον πόλεμο στο ίδιο δωμάτιο όπου γεννήθηκε, στο οικογενειακό του Μέγαρο. Όμως στις 5 Απριλίου του 1943 το παιδικό του δωμάτιο και όλος ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε έγιναν στάχτη μονομιάς. Σήμερα, στο ίδιο πάνω-κάτω σημείο ίσως παίζει ένα άλλο παιδάκι με ένα παιχνίδι από το αντίστοιχο Jumbo των Ιταλών. Με έναν λούτρινο μικρό γατόπαρδο made in China, φερ’ ειπείν. Si non e vero, e ben trovato, που λένε οι γείτονες.

O λογοτεχνικός μας περίπατος εκείνο το Σάββατο της 26ης Μαΐου 2018 είχε ξεκινήσει 300 μέτρα μακρύτερα από το palazzo, στην εκκλησία του San Giorgio dei Genovesi. Από το σημείο αυτό βλέπαμε τα ερείπια του φρουρίου Castello a Mare, που δέσποζε στην είσοδο του λιμανιού. Την εποχή των Βουρβόνων, όταν οι αριστοκράτες της Σικελίας διαφέντευαν τον τόπο, τα κανόνια του φρουρίου δεν ήταν στραμμένα μόνο προς τη θάλασσα και τους εξωτερικούς εισβολείς αλλά και προς τα μέσα, ενάντια σε κάθε πιθανό εσωτερικό «εχθρό». Το φρούριο αυτό ισοπέδωσε ο Γκαριμπάλντι.

Στη σκιά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Γενοβέζων σταθήκαμε και διαβάσαμε αποσπάσματα από την αρχή του «Γατόπαρδου», που περιγράφει τα βουνά γύρω από το Παλέρμο, εκεί όπου οι επαναστάστες άναβαν φωτιές τη νύχτα. Ανάμεσά τους ήταν και ο Τανκρέντι, ο άσωτος ανιψιός του πρίγκιπα, που μυρίστηκε έγκαιρα προς τα πού φυσάει ο άνεμος και φόρεσε κι αυτός το κόκκινο πουκάμισο. Ο Ντον Φαμπρίτσιο (ο πρίγκιπας) από τη μεριά του μπορεί θεωρητικά να συμβόλιζε το ancien régime, όμως δεν θα αργούσε να καταλάβει ότι κανείς πρέπει να διαλέγει τις μάχες που θα δώσει και να συμφιλιώνεται με όσες είναι αδύνατο να κερδηθούν.

Στο σημείο αυτό στην Piazza San Domenico έστεκε το Palazzo Monteleone που αποτέλεσε το πρότυπο για το Palazzo Ponteleone του έργου, εκεί όπου διαδραματίζεται η περίφημη σκηνή του χορού. Φωτό: Andro.gr.

Ο μακρύς ίσκιος του Γατόπαρδου

Υπάρχουν πολλά σημεία στο Παλέρμο όπου μπορεί κανείς να νιώσει σήμερα κάτι από την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Το Palazzo Lampedusa δεν είναι ένα από αυτά. Όχι μακριά από εκεί όμως μπορείς να κατηφορίσεις τη Via Bambinai, ακολουθώντας τα βήματα του Ντον Φαμπρίτσιο καθ’οδόν για τον περίφημο χορό στο Palazzo Ponteleone, στην Piazza San Domenico. (Το παλάτσο αυτό έχει προ πολλού γκρεμιστεί και η σκηνή στην ταινία του Βισκόντι γυρίστηκε στο επικό Palazzo Valguarnera-Gangi, στην Piazza Croce dei Vespri.) Διαβάζουμε στο βιβλίο:

«Η σύντομη διαδρομή μέχρι το μέγαρο Ποντελεόνε περνούσε μέσα από λαβυρινθώδη σκοτεινά σοκάκια και γι’ αυτό προχωρούσαν σημειωτόν: οδός Σαλίνα, οδός Βαλβέρντε, ο κατηφορικός δρόμος Μπαμπινάι, τόσο γιορτινός τη μέρα με τα γεμάτα κέρινα ομοιόματα μαγαζάκια του, τόσο καταθλιπτικός τη νύχτα (…) H άμαξα σταμάτησε εκεί όπου ο κατηφορικός δρόμος Μπαμπινάι συναντά την αψίδα του Σαν Ντομένικο. Ακούγονταν ένα αμυδρό κουδούνισμα και είδαν να ξεπροβάλλει από μια στροφή ένας ιερέας που έφερε το δισκοπότηρο με τη Θεία Κοινωνία. Ακολουθούσε ένα παπαδοπαίδι κρατώντας μια άσπρη χρυσοκέντητη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι του ιερέα. Μπροστά, ένα άλλο παπαδοπαίδι είχε ένα μεγάλο αναμμένο αγιοκέρι στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί κουνούσε ένα ασημένιο καμπανάκι με φανερή ικανοποίηση. Σ’ ένα από εκείνα τα κλειδαμπαρωμένα σπίτια βρισκόταν ένας ετοιμοθάνατος. Του πήγαιναν τη Θεία Μετάληψη. Ο Ντον Φαμπρίτσιο κατέβηκε, γονάτισε στο πεζοδρόμιο, οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν, το κουδούνισμα χάθηκε μέσα στα στενά που κατηφόριζαν απότομα προς το Σαν Τζάκομο, και το calèche με τους επιβάτες επιβαρυμένους μ’ ένα προμήνυμα για τη σωτηρία της ψυχής ξεκίνησε πάλι για τον κοντινό πια προορισμό του».

Στην πλατεία Σαν Ντομένικο, όπου δέσποζε το Palazzo Monteleone, ο επισκέπτης μπορεί να καθίσει για ένα καφέ ή ένα παγωτό. Ο Λαμπεντούζα ονομάζει το ίδιο μέγαρο Ponteleone, αντί για Monteleone. Το αρχικό κτίσμα είχε γκρεμιστεί ήδη από την εποχή που ο συγγραφέας ήταν δέκα ετών, για να περάσει μια κεντρική οδική αρτηρία. Ο Λαμπεντούζα το αναβίωσε στη σκηνή του χορού για να το διαφυλάξει στη λογοτεχνική αιωνιότητα, όπως έκανε με το εξοχικό του της Ντοναφουγκάτα.

Η εκκλησία της Santa Maria della Catena, δίπλα στην προκυμαία, είναι ένα ακόμα σημείο αναφοράς. Εκεί ο Ντον Φαμπρίτσιο σταματά στον δρόμο που πηγαίνει να βρει την αγαπημένη του πόρνη και μονολογεί ότι η «θεούσα» γυναίκα του είναι αυτή που τον οδηγεί στην αμαρτία…

Το 1885 ο προπάππους του συγγραφέα (και πρότυπο για τον Ντον Φαμπρίτσιο του βιβλίου) πηγαίνει στη Φλωρεντία, όπου πεθαίνει, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στα 9 παιδιά του και στους αντίστοιχους κληρονόμους τους θα διαρκέσει 60 χρόνια.

Στο κέντρο της προκυμαίας δεσπόζει το κτιριακό συγκρότημα που περιλαμβάνει το Palazzo Lanza Tomasi. Εκεί έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του και έγραψε τον «Γατόπαρδο» ο Λαμπεντούζα. Η οικογένειά του είχε αγοράσει το μέγαρο το 1849 με χρήματα από την πώληση του νησιού Λαμπεντούζα στον βασιλιά της Σικελίας. Ένα ενδιαφέρον ανεκδοτολογικό στοιχείο είναι ότι η μικρή προμενάντ (περατζάδα) κάτω από το μέγαρο την εποχή του πρίγκιπα προοριζόταν αποκλειστικά για τις χήρες –ενώ μετά τον πόλεμο, επί εποχής του συγγραφέα, εκεί πλέον σύχναζαν οι πόρνες…

Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό μας ξεναγό, 36 χρόνια μετά την προγονική αγορά του Palazzo Lanza Tomasi, το 1885, περίοδο της τελευταίας μεγάλης επιδημίας χολέρας στην Ευρώπη, ο προπάππους του συγγραφέα (και πρότυπο για τον Ντον Φαμπρίτσιο του βιβλίου) πηγαίνει στη Φλωρεντία, όπου πεθαίνει, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στα εννέα παιδιά του και στους αντίστοιχους κληρονόμους τους θα διαρκέσει 60 χρόνια και θα σκορπίσει την οικογένεια και την περιουσία της, συμπεριλαμβανομένου του μεγάρου Lanza Tomasi.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού έχει ισοπεδωθεί το Palazzo Lampedusa, ο συγγραφέας παίρνει το μερίδιό του από την κληρονομιά (μόλις το ένα τεσσαρακοστό πέμπτο) και αγοράζει ένα διαμέρισμα στη Via Butera, μέσα στο Palazzo Lanza Tomasi, που ανήκε κάποτε στους προγόνους του. Αυτό το διαμέρισμα και μέρος του ιστορικού κτιρίου ανήκουν σήμερα στον θετό του γιο και στην οικογένειά του, οι οποίοι το εκμεταλλεύονται ως έναν ιδιόρρυθμο ξενώνα. Εκεί, στη Via Butera 28, μπορεί να ανακαλύψει κανείς την τελευταία κατοικία του συγγραφέα του «Γατόπαρδου».

Aκριβώς δίπλα στο παλάτσο, την εποχή που ο Λαμπεντούζα συνέγραφε το opus magnum του, βρισκόταν το (τότε) ξενοδοχείο Trinacria, το οποίο τον ενέπνευσε να γράψει το ωραιότερο κεφάλαιο του βιβλίου, το «Ο θάνατος του Πρίγκιπα». (Ο προπάππους του στην πραγματικότητα πέθανε σε ένα άλλο ξενοδοχείο στη Φλωρεντία, όπως προείπαμε.) Από τα παράθυρα ορισμένων διαμερισμάτων στην πρόσοψη του ξενώνα της Via Butera μπορεί κανείς, στρίβοντας το κεφάλι αριστερά, να «τοποθετήσει» νοερά το νεκροκρέβατο του Ντον Φαμπρίτσιο, φάτσα στον κόλπο του Παλέρμο, με τις μπαλκονόπορτες ανοικτές και τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά. Ο σημερινός επισκέπτης θα πρέπει να κλείσει τα μάτια και να φανταστεί ότι δεν πραγματοποιούνται έργα στο παραλιακό μέτωπο, όπως αυτά που είδαμε εμείς και μας θύμισαν τα σισσύφεια έργα που γίνονται και στη χώρα μας και μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ.

Ο Κίμων Φραγκάκης και η “αράχνη” της FIAT μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Γενοβέζων στο Παλέρμο.

Στην έρημο της Σικελίας

Ο λογοτενικός μας περίπατος έλαβε χώρα το απόγευμα της δεύτερης μέρας της σικελικής μας εξόρμησης, που ήταν και η πιο γεμάτη. Είχαμε όμως φτάσει στο νησί από την Παρασκευή, 25 Μαΐου, λίγο μετά το μεσημέρι. Μετά από μια σύντομη πτήση, προσγειωθήκαμε στο διεθνές αεροδρόμιο της Κατάνια και βγαίνοντας από το αεροπλάνο νιώσαμε σαν να μην είχαμε μετακινηθεί ούτε ένα χιλιόμετρο από τα Σπάτα: η θερμοκρασία, τα πρόσωπα των Σικελών, οι σκόρπιες μάντρες, το ξερό έδαφος, ένας φοίνικας εδώ κι εκεί, τα μικρομεσαία αυτοκίνητα και οι κόρνες τους, ακόμα και το γεωγραφικό ύψος (έως και το σχήμα) της Σικελίας μοιάζουν αληθινά με της Αττικής.

Η απόσταση από την Κατάνια ως το Παλέρμο είναι 214 χιλιόμετρα και η διαδρομή διασχίζει την «έρημο» της Σικελίας. Για 2,5 ώρες οδηγείς σε έναν μέτριας και κατά τόπους κακής ποιότητας αυτοκινητόδρομο, χωρίς να βλέπεις σχεδόν τίποτε άλλο από γυμνά βουνά. Το θέαμα πρέπει να ήταν απόκοσμο την εποχή του Γκαριμπάλντι, αλλά ακόμα και στα χρόνια του Λαμπεντούζα, σχεδόν έναν αιώνα μετά. Για να καταπιούμε τα χιλιόμετρα με την αιλουροειδή σβελτάδα ενός γατόπαρδου, χρειαζόμασταν το κατάλληλο όχημα. Γι’ αυτό μας περίμενε στο πάρκινγκ του αεροδρομίου της Κατάνια ένα ασημί Fiat 124 Spider, το θρυλικό κάμπριο της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, που αναβίωσε το ορίτζιναλ μοντέλο του 1966.

Το νέο Spider είναι ένα νευρώδες, οπισθοκίνητο μπιζουδάκι με μπόλικο στυλ. Ένα roadster ό,τι πρέπει για να κάνει κάποιος τον γύρο της Σικελίας (ή όλης της Ιταλίας), αλλά αυστηρά διθέσιο. Δεν χωράει όχι γατόπαρδος, αλλά ούτε ποντίκι πίσω από τον οδηγό και τον συνοδηγό. Βασισμένο στο περίφημο MX-5 της Mazda, κατασκευάζεται κι αυτό στην Ιαπωνία. Μάλιστα το δικό μας μοντέλο με τα ταμπά δερμάτινα καθίσματα είχε πρώτα ταξιδέψει από τη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, όπου βρίσκεται το εργοστάσιο, στα κεντρικά της FIAT στο Τορίνο, και από εκεί κατέβηκε ειδικά για το Andro στη Σικελία. Το κουκλίστικο αυτοκίνητο δεν είναι ακόμα τόσο διαδεδομένο ούτε στην Ιταλία, και στο αρχοντικό Παλέρμο έκανε τα κεφάλια να γυρνάνε. Κάποια στιγμή σχεδόν παγιδευτήκαμε από ένα μπουλούκι τουριστών, που έστρεψαν σε μας την προσοχή τους από την εκκλησία του San Giuseppe dei Teatini, μας περικύκλωσαν και άρχισαν να φωτογραφίζουν την Spider.

Το Fiat Spider μας έφερε με ασφάλεια και σβελτάδα στο Παλέρμο, όπου καταλύσαμε στο διαμέρισμά μας (με τα έπιπλα ΙΚΕΑ) στο Palazzo Lampedusa. Μετά από μια βόλτα στην πόλη πέσαμε ξεροί για ύπνο και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε νωρίς για να επισκεφτούμε τη Shangri-La του πρίγκιπα ντι Σαλίνα, την περίφημη «Ντοναφουγκάτα» του βιβλίου: το θερινό παλάτσο σε μια κωμόπολη που είναι βασισμένη στη Santa Margherita di Belice (ο προορισμός μας) μαζί με στοιχεία από την Palma di Montechiaro (που δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε).

Η Ντοναφουγκάτα ήταν το εξοχικό θέρετρο της οικογένειας, το οποίο επισκέπτονταν κάθε χρόνο εν σώματι οι Σαλίνα, κάνοντας ένα σχεδόν μαρτυρικό ταξίδι τριών ημερών, με άμαξες, πάνω στον κακοτράχαλο χωματόδρομο.

Στο βιβλίο, η Ντοναφουγκάτα είναι το εξοχικό θέρετρο της οικογένειας, το οποίο επισκέπτονταν κάθε χρόνο εν σώματι οι Σαλίνα, κάνοντας ένα σχεδόν μαρτυρικό ταξίδι τριών ημερών, με άμαξες, πάνω στον κακοτράχαλο χωματόδρομο. Οι εικόνες του ταξιδιού και στην ταινία, με τον Μπαρτ Λάνκαστερ στο ρόλο του Ντον Φαμπρίτσιο να ταξιδεύει με ημίψηλο καπέλο μέσα στη σκόνη και στην ερημιά, είναι μνημειώδεις. Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Λαμπεντούζα ήταν μικρό παιδάκι και παραθέριζε όπως και οι πρόγονοί του στη Santa Margherita, η διαδρομή από το Παλέρμο ως τα «θερινά ανάκτορα» διαρκούσε 12 ώρες, με τρένο και ιππήλατη άμαξα.

Σε αντίθεση με την αφήγηση του βιβλίου και τις σχεδόν σεληνιακές εικόνες της ταινίας, η οδήγηση μέχρι τη μικρή πόλη είναι σύντομη και ευχάριστη, κατάφυτη με αμπέλια σε απαλά λοφάκια, που διαδέχονται το ένα το άλλο. Στο τιμόνι της ασημένιας Spider ανάμεσα στα πράσινα αμπέλια και στον γαλάζιο ουρανό νιώθαμε σαν πρωταγωνιστές σε διαφήμιση του Ιταλικού ΕΟΤ. Σκέφτηκα ότι η εικόνα που αντικρίσαμε την προηγούμενη μέρα με τη μεσόγεια διαδρομή του νησιού (από την Κατάνια στο Παλέρμο μέσω της πόλης Έννα) θα πρόσφερε στον Λουκίνο Βισκόντι τα «εξουθενωμένα» πλάνα για τη σκηνή της εκδρομής μέσα στην αποπνικτική άμαξα.

Πάνω αριστερά: Εξωτερική άποψη του Palazzo Filangeri-Cutò (η Donnafugata του έργου) όπως στέκει σήμερα. Φωτό: Andro.gr. Κάτω αριστερά: Το μέγαρο στην αρχική μορφή του πριν το μεγάλο σεισμό του 1968 που το ισοπέδωσε (φωτό δεξιά).

Ανοίξαμε την κουκούλα του καμπριολέ και αφήσαμε τον πρωινό αέρα να μας χτυπήσει στο πρόσωπο. Λίγες νότες από ένα πολύ ξεχωριστό άρωμα δραπέτευσαν από το αυτοκίνητο και μπλέχτηκαν με τη μυρωδιά της ανοιξιάτικης μέρας. Για το ταξίδι μας στη Σικελία είχαμε βάλει στις αποσκευές μας δυο συσκευασίες 75ml (που επιτρέπονται στην καμπίνα του αεροπλάνου) από το περίφημο Cedro di Taormina της Acqua di Parma. Η Ταορμίνα (το αρχαίο Ταυρομένιο) είναι η σικελική εκδοχή της Κυανής Ακτής κι αυτό είναι το άρωμά της: η δροσερή αλλά αρρενωπή εσάνς των κέδρων που φυτρώνουν πάνω από τις απόμερες ακρογιαλιές μαζί με λεμόνι και βασιλικό, φυλακισμένα σε ένα πανέμορφο αρ ντεκό φιαλίδιο που είναι από μόνο του ένα design classic. Aυτό το άρωμα θα μας συνόδευε σε όλο το τριήμερο και θα διαπότιζε, από τις άκρες των δακτύλων μας, τη γωνία κάθε σελίδας του «Γατόπαρδου».

Στη μέση περίπου της διαδρομής αντικρίσαμε μια μεγάλη ταμπέλα με την επιγραφή «Corleone», που οδηγούσε δεξιά. Και οι δυο νιώσαμε μια μικρή ανατριχίλα, τέτοια που μόνο τα σπουδαία ανδρικά έπη σου προκαλούν. Αυτό είναι το κεφαλοχώρι από το οποίο εμπνεύστηκε ο Μάριο Πούζο το επίθετο του «Νονού». Ένα ακόμα βιβλίο που έγινε μια μεγαλειώδης ταινία. Μια ακόμα αφορμή για να επιστρέψουμε στη Σικελία…

Στη Santa Margherita di Belice μπήκαμε στο μυστικό κήπο πίσω από το Palazzo Filangeri-Cutò, εκεί όπου έπαιζε ο συγγραφέας όταν ήταν παιδί. Κάτω από αυτές τις φυλλωσιές ο μικρός Τζουζέπε έζησε τις πιο ανέμελες στιγμές του.

Χαμένος Παράδεισος

H Ντοναφουγκάτα του «Γατόπαρδου» έχει αναστηλωθεί μερικώς, αφού ένας καταστροφικός σεισμός ισοπέδωσε την πόλη Santa Margherita Di Belice, πριν από 50 χρόνια. Ό,τι έκαναν οι βόμβες στο Palazzo Lampedusa έκανε και ο εγκέλαδος στο Palazzo Filangeri-Cutò (όπως είναι η πραγματική ονομασία του επαρχιακού μεγάρου της Ντοναφουγκάτα). Σε ένα παιχνίδι με τους αριθμούς, μαθαίνουμε ότι το Palazzo Filangeri-Cutò χτίστηκε (μάλλον) το 1680. Ο Γκαριμπάλντι θα ελευθερώσει τη Σικελία το 1860. Ενώ ο σεισμός θα ισοπεδώσει το palazzo το 1968.

Όταν οι δύο φίλοι φτάσαμε στη Santa Margherita Di Belice ο ήλιος έκαιγε αφόρητα όπως ακριβώς στις σελίδες του «Γατόπαρδου». Παρκάραμε την Spider και αναζητήσαμε αμέσως λίγη δροσιά στη σκιερή είσοδο του παλάτσο, που έμοιαζε ολότελα κλειστό.

Κάτω από την βαθιά στοά της εισόδου στεγάζεται και το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Διστακτικά, απευθυνθήκαμε στο ευτραφές όργανο της τάξης για να μας βοηθήσει. Εκείνος τηλεφώνησε αμέσως στον φύλακα του μεγάρου, ο οποίος παραλάμβανε την κόρη του από το σχολείο και κατευθύνταν στο σπίτι τους για το γεύμα. Όταν όμως άκουσε ότι είμαστε δημοσιογράφοι από την Ελλάδα σε ένα «προσκύνημα» στους τόπους του «Γατόπαρδου», έσπευσε πρόθυμα κοντά μας για να μας κάνει μια ιδιωτική ξενάγηση.

Πρώτα μπήκαμε στο μυστικό κήπο πίσω από το μέγαρο, εκεί όπου έπαιζε ο συγγραφέας όταν ήταν παιδί. Ο κήπος, παρότι κάπως αφρόντιστος, ήταν όμορφος, με διαφορετικά δέντρα, μονοπατάκια και μια λιμνούλα –θύμιζε τον Εθνικό Κήπο των Αθηνών σε μικρογραφία. Κάτω από αυτές τις φυλλωσιές ο μικρός Τζουζέπε έζησε τις πιο ανέμελες στιγμές του, πριν το τέλος της αθωότητας, πριν την απομάγευση, πριν τον πόλεμο, πριν τη λογοτεχνία.

Κίμων Φραγκάκης, Γιάννης Τζανετάκης: Οι δύο φίλοι στους κήπους του Palazzo Filangeri-Cutò. Φωτό: Piero Cruciatti / LaPresse.

Αυτά τα μονοπατάκια που γύριζε με το λευκό του πόνυ ως παιδάκι ήταν περίπου το βασίλειό του, το βασίλειο της αθωότητας, η αληθινή πατρίδα του. Ίσως αν δεν είχε ζήσει σε αυτή την σκιερή αγκαλιά να μην είχε θρηνήσει τόσο για το τέλος του παλιού του κόσμου και να μην είχε γράψει ποτέ τον «Γατόπαρδο». Όταν τον βλέπουμε να κάθεται στο πέτρινο παγκάκι στο Palazzo Lanza Tomasi (η πιο χαρακτηριστική φωτογραφία του) και να κοιτάζει μελαγχολικά τον φακό σαν να στοχάζεται τον χαμένο χρόνο, νομίζω ότι δεν σκέφτεται ούτε τα παλάτια, ούτε τους τίτλους ευγενείας. Σκέφτεται το μικρό του πόνυ και την ασφάλεια εκείνου του σκιερού πάρκου –όπως ο πολίτης Κέιν μονολογώντας «Rosebud» εννοεί το παιδικό του έλκηθρο.

Το κυρίως κτίριο του μεγάρου ήταν σκοτεινό και ο φύλακας μας οδήγησε από τη μια αίθουσα στην άλλη ανάβοντας διαδοχικά τα φώτα. Ανάμεσα σε μια ενδιαφέρουσα συλλογή από κινηματογραφικές αφίσες της ταινίας, στέκουν διάφορες προθήκες με εκθέματα όπως οι διεθνείς εκδόσεις του βιβλίου και ένας πάκος με δακτυλογραφημένα χαρτιά και σημειώσεις με στιλό, που διαφημίζεται ως το πρωτότυπο χειρόγραφο του «Γατόπαρδου». (Με μια πιο προσεκτική ματιά μου φάνηκε ότι το «πρωτότυπο χειρόγραφο» ήταν στην πραγματικότητα μια παλιά φωτοτυπία και, παρά τις αληθοφανείς διαβεβαιώσεις του φύλακα, την επόμενη ημέρα η εντύπωσή μου θα επιβεβαιωνόταν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο.)

Η τελευταία αίθουσα φιλοξενούσε το καύχημα του μουσείου, μια συλλογή θλιβερών κέρινων ομοιωμάτων των πρωταγωνιστών, που μοιάζουν να έχουν βγει από σχολική θεατρική παράσταση σε έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το μόνο που λείπει για να είναι πλήρης η εικόνα θα ήταν ανάμεσα στα κέρινα ομοιώματα να υπήρχε και ταριχευμένος ο αγαπημένος σκύλος Μπεντικό του πρίγκιπα. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο υποπτεύομαι ότι θα χαμογελάσουν πικρά στο σημείο αυτό. Και όσοι δεν το έχουν διαβάσει ας μου επιτρέψουν να μην επεκταθώ για να μην κάνω spoiler.

Μεσοτοιχία με το palazzo βρίσκεται η παλιά Μητρόπολη, που επίσης ισοπεδώθηκε με τον σεισμό του 1968. Μάλιστα, στις εποχές της δόξας τους οι πρόγονοι του Λαμπεντούζα είχαν απευθείας προσβαση από το παλάτσο στην εκκλησία μέσω ενός διαδρόμου στο πλάι και κάθονταν πάντα στο ιδιωτικό τους θεωρείο για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία.

Ανάμεσα στα ερείπια της Santa Margherita di Belice. Φωτό: Andro.gr.

Η εκκλησία, όπως και ολόκληρη η μικρή πόλη, ισοπεδώθηκαν στο σεισμό του 1968. Η νέα Μητρόπολη, λίγα μέτρα μακρύτερα, μοιάζει με κάτι που θα σχεδίαζε ο Oscar Niemeyer αν ήθελε να επικοινωνήσει με εξωγήινους πολιτισμούς. Ενώ στο μερικώς αναστηλωμένο κέλυφος του παλιού ναού υπάρχει ένα ενδιαφέρον «μουσείο μνήμης», όπου συνδυάζονται κομψά τα ερείπια, ορισμένα ανακαινισμένα κομμάτια δουλεμένα σε ουδέτερα χρώματα και με αρκετά σκόπιμα κενά σαν μια ιχνογραφία εν εξελίξει, μαζί με συγκλονιστικά φωτογραφικά ντοκουμέντα από την καταστροφή.

Οι πλέον φιλότεχνοι ας έχουν υπόψη τους ότι στη Σικελία υπάρχει μια αληθινή Ντοναφουγκάτα, το Castello Donnafugata –που ανήκε στον βαρόνο της Ντοναφουγκάτα–, 20 χιλιόμετρα έξω από την Ragusa, στην άλλη (τη νοτιοανατολική) πλευρά του νησιού. Ο πύργος αυτός μάλιστα πρωταγωνιστεί επίσης στο σινεμά, συγκεκριμένα στο «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι. Δεν μπόρεσα να βρω αν ο Λαμπεντούζα είχε επισκεφτεί ή επηρεαστεί από το κτίσμα αυτό.

Προτού φύγουμε από την πόλη κάναμε μια βόλτα στα ερείπια που άφησε πίσω του ο σεισμός. Το κολλέγιο, το ορφανοτροφείο, όλα τα σπίτια στην παλιά πόλη ήταν μοναχά ερείπια, αγριόχορτα και κίτρινες μαργαρίτες, λες και ψιθύριζαν το όνομα της πόλης μέσα στα συντρίμμια. Έκοψα μια μαργαρίτα για να την αποξηράνω ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου. Στον χώρο του πρώην κολλεγίου έστεκε ένας τοίχος με δυο καμάρες. Μέσα οι τρύπες στους σοβάδες ήταν διάστικτες σαν τις βούλες ενός γατόπαρδου.

Το Teatro Massimo είναι η τρίτη μεγαλύτερη όπερα της Ευρώπης. Εγκαινιάστηκε την άνοιξη του 1897, την εποχή δηλαδή που πέφτει η αυλαία της υπόθεσης του «Γατόπαρδου».

Μπροστά από την εκκλησία του San Giuseppe dei Teatini, μας περικύκλωσαν τουρίστες και άρχισαν να φωτογραφίζουν την Spider.Φωτ: Piero Cruciatti / LaPresse.

Επιστροφή στο Παλέρμο

Η ώρα είχε περάσει και το Παλέρμο μας περίμενε φωτισμένο με το μενεξεδί χρώμα που παίρνει και η Αττική τις καθαρές μέρες του καλοκαιριού, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Στο ντουλαπάκι του Fiat Spider είχα φυλάξει έναν φάκελο με δυο εισιτήρια για την όπερα, στο περίφημο Teatro Massimo του Παλέρμο.

Το Teatro Massimo είναι η τρίτη μεγαλύτερη όπερα της Ευρώπης, μετά από αυτές των Παρισίων και της Βιέννης. Είναι ένα άκρως επιβλητικό αλλά και κάπως άχαρο κτίριο στο κέντρο της πόλης, που θεμελιώθηκε το 1875 και εγκαινιάστηκε στις 16 Μαΐου 1897, την εποχή δηλαδή που εκτυλίσσεται το ας το πούμε δεύτερο μέρος της υπόθεσης του «Γατόπαρδου»: ο θάνατος του Ντον Φαμπρίτσιο και τα «απομεινάρια» της δυναστείας του με τις τρεις ηλικιωμένες πλέον κόρες του 27 χρόνια μετά τον θάνατό του, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Η πρώτη παράσταση που παίχτηκε στο θέατρο στις 16 Μαΐου του 1897 ήταν ο Falstaff του Giuseppe Verdi, ένα από τα τελευταία έργα του μεγάλου συνθέτη. Τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει πρεμιέρα στη Scala του Μιλάνου. Εκείνη τη χρονιά ο Giuseppe Tomasi di Lampedusa ήταν ενός έτους.

Ουσιαστικά το θέατρο είναι ένα σύμβολο της ενωμένης πατρίδας, αφού παραγγέλθηκε για να χαρίσει στην πόλη ένα σύμβολο αντάξιο του αναβαθμισμένου ρόλου της στην νέα Ιταλία. Μακριά από τον κόσμο του «Γατόπαρδου» και του παρακμιακού βασιλείου των «Δυο Σικελιών». Γι’ αυτό και το πλήρες όνομά του είναι Teatro Massimo Vittorio Emanuele, προς τιμήν του πρώτου βασιλιά της ενοποιημένης Ιταλίας.

Παρκάραμε την Spider σε ένα παλιομοδίτικο γκαράζ, όπου οι ιδιοκτήτες του, μπαμπάς και γιος έβλεπαν τηλεόραση. Στον τοίχο παλιές αφίσες της FIAT και ημερολόγια παρελθόντων ετών. Διασχίσαμε με τα πόδια το ιστορικό κέντρο για να φτάσουμε στην όπερα, όπου μας περίμενε μια ανέμπνευστη –και μαραθώνια, όπως αποδείχτηκε–παράσταση των «Γάμων του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Και μόνο η εμπειρία όμως του να κάθεσαι στις πρώτες θέσεις αυτού του χρυσοποίκιλτου καθεδρικού του πολιτισμού, με τα βαρύτιμα βελούδα και τα δεκάδες θεωρεία σε 5 (!) ορόφους είναι μοναδική.

Για να τιμήσω την περίσταση είχα φορέσει λευκό σακάκι και είχα μπατσίσει τα ξυρισμένα μάγουλά μου με την κλασική Colonia της Acqua di Parma, ένα εμβληματικό ιταλικό άρωμα, η σύνθεση του οποίου έχει παραμείνει σχεδόν απαράλλαχτη εδώ και έναν αιώνα. Στο άρωμα τον πρώτο λόγο έχουν τα εσπεριδοειδή της Σικελίας –χαρίζουν αυτό που ένας παλιός κουρέας θα αποκαλούσε «κολόνια λεμόνι»–, τα οποία όμως συνοδεύονται από βαθύτερες νότες λεβάντας και δενδρολίβανου, σε ένα αρρενωπό φόντο vetiver και σανταλόξυλου. Σκέφτηκα ότι το άρωμα αυτό θα αιωρείται ακόμα στο βασιλικό θεωρείο του θεάτρου, αφού το έχουν τιμήσει γενιές κομψών Ιταλών.

Αριστερά: Η γοητευτική Nicoletta Polo, Δούκισσα της Palma de Montechiaro και σύζυγος του θετού υιού του συγγραφέα του “Γατόπαρδου”. Δεξιά: Υπέροχα paccheri alle vongole στο εστιατόριο “Quattro Mani” που βρίσκεται δύο τετράγωνα πίσω από το Palazzo Lanza Tomasi.

Tο τελευταίο Palazzo

Πριν από είκοσι χρόνια είχα ταξιδέψει στη Νάπολη για να συναντήσω τον δημιουργό του σπουδαίου οίκου χειροποίητων κοστουμιών της Kiton, Ciro Paone. Όπως καθόμουν μόνος σε ένα καφέ και κάπνιζα (τότε), με πλησίασε μια ηλικιωμένη κυρία με μπαστούνι και, αγγίζοντάς με στο μπράτσο, άρχισε να μου μιλάει στα ιταλικά.

Μέσες-άκρες κατάλαβα ότι ήθελε να τη συνοδεύσω ως το σπίτι της. Δέχθηκα, με την ευγένεια που οφείλουν να δείχνουν οι νέοι απέναντι στους ηλικιωμένους. Στη σύντομη διαδρομή ως εκεί η κυρία με είχε πάρει αγκαζέ και περπατούσαμε με μικρά βήματα, εγώ κρατώντας μια σακούλα του σουπερμάρκετ με τα ψώνια της κι εκείνη μονολογώντας στα ιταλικά. Τη θυμάμαι να με ρωτά από πού είμαι και πού μένω. Στο άκουσμα της εθνικότητάς μου το πρόσωπό της φωτίστηκε και όταν πληροφορήθηκε πως έμενα στο ξενοδοχείο Εxcelsior η χαρά της μετατράπηκε σε ενθουσιασμό. Είμαι η κοντέσσα τάδε, μου είπε εμφατικά όταν φτάσαμε στην πόρτα της. Της χαμογέλασα μάλλον αμήχανα, αν όχι συγκαταβατικά. Το όλο παρουσιαστικό της όπως και το μάλλον φτωχικό κτίριο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της δεν είχαν τίποτα το μεγαλοπρεπές.

Περπατώντας αργότερα προς το αριστοκρατικό μου ξενοδοχείο, σκεφτόμουν ότι η κυρία αυτή είχε πιθανότατα φαντασιώσεις μεγαλείου και δεν θα ήμουν ο πρώτος νέος που είχε ακούσει το λογύδριό της. Παρόλα αυτά για χρόνια ερχόταν ξανά και ξανά στο νου μου η ανάμνηση της κοντέσσας της Νάπολης και ένιωθα τύψεις που ίσως την είχα αδικήσει, με την έπαρση εκείνου που μένει σε ένα ακριβό ξενοδοχείο χωρίς να πληρώνει τον λογαριασμό.

Αυτές τις σκέψεις έκανα καθώς πάρκαρα την ασημένια Spider έξω από το Palazzo Lanza Tomasi, στη Via Butera. Ήταν πια Κυριακή 27 Μαΐου, ημέρα των πέμπτων γενεθλίων του Andro. Είχαμε αρχίσει το ταξίδι μας από το μέγαρο όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας και θα το ολοκληρώναμε στο μέγαρο όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η σκέψη μου πήγαινε στην κοντέσσα της Νάπολης ενόψει της συνάντησής μας με μια δούκισσα στο Παλέρμο: Οικοδέσποινά μας για τις επόμενες 24 ώρες θα ήταν η Nicoletta Polo, Δούκισσα της Palma de Montechiaro και σύζυγος του υιοθετημένου γιου του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, του Gioacchino Lanza Tomasi. Είχα διαβάσει ότι ο συγγραφέας του «Γατόπαρδου», παρότι αριστοκρατικής καταγωγής, είχε καταλήξει σχεδόν φτωχός. Ήξερα επίσης, διότι είχα κλείσει δυο δωμάτια στο Palazzo Lanza Tomasi, ότι οι κληρονόμοι του συντηρούσαν το κομμάτι του ιστορικού κτιρίου που τους ανήκε, χρησιμοποιώντας το ως ξενώνα και παραδίδοντας σεμινάρια μαγειρικής.

Το πρώην βασίλειο των «Δυο Σικελιών» ήταν γεμάτο πρίγκιπες, δούκες και κοντέσσες, ορισμένοι εκ των οποίων εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον τίτλο τους ακόμα κι αν ζουν απλοϊκά.

Ήμουν πια σχεδόν βέβαιος ότι είχα αδικήσει την πτωχή κοντέσσα. Το πρώην βασίλειο των «Δυο Σικελιών» ήταν γεμάτο πρίγκιπες, δούκες και κοντέσσες, ορισμένοι εκ των οποίων εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον τίτλο τους ακόμα κι αν ζουν απλοϊκά. Όπως η Δούκισσα Νικολέττα, μια γοητευτική κυρία γύρω στα 65, μικροκαμωμένη, με κοντά μαλλιά και έναν μόνιμο αέρα βιασύνης. Μας υποδέχτηκε στο αίθριο του μεγάρου, ανάμεσα σε παρκαρισμένα ποδήλατα και βέσπες και μας απευθύνθηκε αμέσως σε αρκετά καλά ελληνικά. Στην απορία μας πώς έμαθε τη γλώσσα μας απάντησε –λες και ήταν το πιο εύκολο και φυσικό πράγμα– ότι απέκτησε τη γνώση της ταξιδεύοντας στην Ελλάδα. Ο ελληνικός της λόγος είχε κάτι το ευγενές, σαν να ήταν λίγο-πολύ υποχρεωμένη μια σοβαρή Σιτσιλιάνα να ομιλεί την πάλαι ποτέ lingua Franca της mare nostrum, όπως μια Ρωμαία ή Αθηναία καλής ανατροφής της γενιάς της μάθαινε πιάνο και γαλλικά.

Στη δούλεψή της η Νικολέττα έχει τρία νεαρά κορίτσια ιδιαιτέρως ευειδή και ζωηρά, που δεν θυμίζουν σε τίποτα τις τρεις θρησκόληπτες γεροντοκόρες θυγατέρες του Ντον Φαμπρίτσιο, με τις οποίες πέφτει η αυλαία στη δυναστεία ντι Σαλίνα και στο αγαπημένο μας βιβλίο. Μας υποδέχτηκαν πρόσχαρα –σχεδόν ερωτικά– και μας οδήγησαν στα δωμάτιά μας. Με θέα στον αιώνιο κόλπο του Παλέρμο, τα δωμάτια είναι αρκετά παλιά και στερούνται πολυτέλειας, ωστόσο είναι καλόγουστα επιπλωμένα και διακοσμημένα όπως θα ήταν το διαμέρισμα μιας παλιάς αστικής οικογένειας που έχει γνωρίσει καλύτερες ημέρες.

Από τη σουίτα του Γιάννη με το μαύρο πιάνο με ουρά, αν σταθείς στο παράθυρο βλέπεις, με απόκλιση λίγων μέτρων, την ίδια εικόνα που αντικρίζει και ο Ντον Φαμπρίτσιο στον επιθανάτιο ρόγχο του: η θάλασσα να απλώνεται μπροστά, οικεία και τόσο άγνωστη, ο αχός του δρόμου να σκαρφαλώνει στην πρόσοψη με τις φθαρμένες γύψινες διακοσμήσεις, οι κουρτίνες να σείονται ελαφρά στον ζεστό αέρα. Όλα στη θέση τους, όλα όπως πάντα, όλα όπως ποτέ ξανά.

Αυτά περίπου έβλεπε, αυτά περίπου θα ένιωθε ο Λαμπεντούζα όταν έγραφε τις τελευταίες γραμμές του «Γατόπαρδου» στο ίδιο κτίριο, σε ένα διπλανό παράθυρο. Έτσι φαντάστηκε τον προπάππου του –που στην πραγματικότητα πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στην Φλωρεντία το 1885– να ψυχορραγεί σε ένα θλιβερό δωμάτιο του ξενοδοχείου Trinacria, εμπνευσμένο από το ξενοδοχείο Tritone, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Palazzo Lanza Tomasi, 60 χρόνια πριν, με θέα στον κόλπο του Παλέρμο. Και με την οπτασία της όμορφης γυναίκας με το καφέ ταγέρ να προχωρά ανάμεσα στους θλιμμένους συγγενείς και να έρχεται προς το μέρος του: εκείνη που πάντοτε περίμενε… Διαβάστε πώς περιγράφει τη σκηνή ο Λαμπεντούζα στο αριστουργηματικό τέλος του κεφαλαίου «Ο θάνατος του Πρίγκιπα»:

«Ξαφνικά, μέσα από την ομάδα, ξεπρόβαλε μια νεαρή κυρία: αδύνατη, με καφέ ταξιδιωτικό ταγέρ με φαρδιά tournure, ένα ψάθινο καπελάκι με βέλο, διάστικτο με χάντρες, που δεν κατάφερνε να κρύψει τη σαγήνη του όμορφου προσώπου. Έβαζε το γαντοφορεμένο χεράκι της ανάμεσα στους αγκώνες των ανθρώπων που έκλαιγαν, ζητούσε συγνώμη, πλησίαζε. Ήταν αυτή, η ύπαρξη που είχε πάντα ποθήσει και που ερχόταν τώρα να τον πάρει· περίεργο που έτσι νέα καθώς ήταν ενέδωσε σ’ αυτόν· η ώρα της αναχώρησης του τρένου μάλλον πλησίαζε. Όταν έφτασε εμπρός του, σήκωσε το βέλο, κι έτσι όπως ήταν συνεσταλμένη αλλά έτοιμη να του δοθεί, του φάνηκε πιο όμορφη από όλες τις άλλες φορές που την είχε διακρίνει στο αστρικό στερέωμα. Ο αχός της θάλασσας σίγησε μονομιάς».

Αριστερά: Ο υπογράφων σε ένα από τα σαλόνια του Palazzo Lanza Tomasi, του διατηρητέου ιστορικού μνημείου που αποτελεί κομμάτι της ιδιωτικής κατοικίας των κληρονόμων του συγγραφέα. Δεξιά: Άρωμα Σικελίας σε ένα από τα διαμερίσματα του στυλάτου ξενώνα της Via Butera: Το κλασικό Cedro di Taormina της Acqua di Parma. Φωτό: Andro.gr.

Στα άδυτα της Σικελικής αριστοκρατίας

Αφού εγκατασταθήκαμε στα δωμάτιά μας κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά πίσω από το παλάτσο. Μια γειτονιά η οποία τα τελευταία χρόνια ξαναβρίσκει κάτι από την χαμένη της αίγλη μέσω της διαρκούς αναπαλαίωσης των κτιρίων και μιας νέας γενιάς καταστημάτων και εστιατορίων. Κάποιοι θα έλεγαν ότι υπόκειται στο μοιραίο gentrification, δηλαδή σε έναν δήθεν αστικό «εξευγενισμό», που θα ξύσει την φθαρμένη μπογιά της γοητευτικής παρακμής για να έρθει ένα λούστρο τουριστικής πάστρας και ομοιογένειας. Γευματίσαμε κάπως βιαστικά σε μια ωραία τρατορία τρώγοντας paccheri (σαν κοντά και πλατιά ριγκατόνι) με αχιβάδες, και πίνοντας δροσερό κρασί Ζibibbo.

Ξεχαστήκαμε χαζεύοντας μια παρέα κοστουμαρισμένων που έπαιζε μπάλα. Μόνο ένας Ιταλός μπορεί να παίξει μπάλα με κοστούμι, σκέφτηκα κοιτάζοντας το ρολόι μου. Η ώρα είχε περάσει και νωρίς το απόγευμα είχαμε ένα ραντεβού που δεν μπορούσε να περιμένει. Ο Γιάννης το είχε καταλάβει από τα μισόλογα που είχα ανταλλάξει με την Νικολέττα στην πόρτα, αλλά υποδυόταν τον ανυποψίαστο για να μην χαλάσει σε εμένα την έκπληξη που προοριζόταν για εκείνον…

Η οικοδέσποινα με βλέπει να παρατηρώ ένα ιδιόρρυθμο πορτρέτο μιας κυρίας σε ένα μικρό κάδρο. «Αυτή είναι η γιαγιά μου», μου λέει, προσθέτοντας: «σε ένα πολύ χαριτωμένο σχέδιο του Πικάσο».

Στις 5 ακριβώς χτυπήσαμε το ρόπτρο στην βαριά ξύλινη πόρτα του κεντρικού διαμερίσματος του Palazzo Lanza Tomasi. Η πόρτα άνοιξε αυτόματα και βρεθήκαμε σε έναν σκοτεινό προθάλαμο. Από το βάθος ενός διαδρόμου ακούστηκε η φωνή της Νικολέττας, «περάστε, έρχομαι!». Μετά από λίγο, η μικροκαμωμένη δούκισσα της Palma de Montechiaro εμφανίστηκε μπροστά μας, φορώντας ένα εφαρμοστό λουλουδάτο μπλουζάκι, ασορτί κολιέ και σκουλαρίκια από lapis lazuli. Με τα κοντοκομμένα μαλλιά της και το ζωηρό της χαμόγελο έμοιαζε με γελαστό παιδάκι στο ημίφως. «Ακολουθήστε με», μας είπε και διασχίζοντας τα σαλόνια του ισογείου βγήκαμε στη μεγάλη αυλή. Σε έναν μικρό παράδεισο γεμάτο φυτά και πολύχρωμα λουλούδια, γλάστρες με μυρωδικά που χρησιμοποιεί στα επικά της σιτσιλιάνικα δείπνα, μια γούρνα με ψάρια Koi και το περίφημο πέτρινο παγκάκι του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, εκεί που ελήφθη και η διασημότερη φωτογραφία του συγγραφέα προς το τέλος της ζωής του.

«Ο άνδρας μου έχει μερικά τηλεφωνήματα να κάνει», μας είπε η Νικολέττα, αφαιρώντας τα ξερά φύλλα από μια γλάστρα ματζουράνας. Και αμέσως μετά: «Θέλετε να σας δείξω τα σαλόνια στον επάνω όροφο και τη βιβλιοθήκη του Λαμπεντούζα;». Χωρίς να χρειάζεται απάντηση μπήκαμε ξανά και οι τρεις στο σκοτεινό σπίτι. Από το βάθος του διαδρόμου ακουγόταν μια ανδρική φωνή που μιλούσε στο τηλέφωνο. Η μεγαλόπρεπη μαρμάρινη σκάλα με τη βαριά σκαλιστή κουπαστή μας οδήγησε στον επάνω όροφο, εκεί όπου κρύβονται οι θησαυροί της οικογένειας: έπιπλα που διασώθηκαν από το βομβαρδισμένο Palazzo Lampedusa, κειμήλια από τα «θερινά ανάκτορα» της Santa Margherita di Belice και της Palma de Montechiaro, βαρύτιμες τραπεζαρίες, φθαρμένες ταπισερί, μαρμάρινες μαρκετερί, πορτρέτα βλοσυρών προγόνων, βιβλία επί βιβλίων… Η Νικολέττα άνοιγε διαδοχικά τα δίμετρα ξύλινα παντζούρια και ο ήλιος έπεφτε πάνω σε αιώνες ιστορίας. Όχι σαν το τεχνητό φως που έπεφτε πάνω στα γελοία κέρινα ομοιώματα της πάλαι ποτέ Ντοναφουγκάτα, αλλά σαν το αμείλικτο, κυρίαρχο φως που περιγράφει ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο». Το φως της Σικελίας που, όπως και το φως της Ελλάδας, μας ανασταίνει και μας τρελαίνει.

Αριστερά: Πίνακας του 1635, ο οποίος εικονίζει την πρόγονο των Λαμπεντούζα, την καλόγρια αδελφή Ιζαμπέλα που λέγεται ότι αλληλογραφούσε με τον διάβολο. Δεξιά: Έργο του θείου του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που ζωγράφισε τον Τζοακίνο Λάντζα Τομάζι στον κήπο του ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια.

Σε όλο το σπίτι κυριαρχούσε η μνήμη και το γούστο, όπως αρμόζει σε μια αυθεντικά αριστοκρατική οικία. Tα σκαλιστά τζάκια, οι παλιοί murano πολυέλαιοι, τα χρυσά επιτραπέζια ρολόγια, συνυπήρχαν με ένα φτηνό κάδρο που πλαισίωνε ένα «απλό» σκίτσο σπουδαίου ζωγράφου ή μια βιβλιοθήκη της σειράς (με ανεκτίμητης αξίας αναγνώσματα στα ράφια). Σε μια απλή γυάλινη προθήκη, ένα “ταπεινό” έκθεμα που μας κόβει την ανάσα: Η πρώτη, χειρόγραφη σελίδα του “Γατόπαρδου” δια χειρός Giuseppe Tomasi di Lampedusa. Ένα ιδιωτικό έγγραφο / κειμήλιο που δεν είναι προσβάσιμο στο κοινό και φωτογραφήσαμε για το Andro.gr με την άδεια των κληρονόμων. Δίπλα στο χειρόγραφο, η πρώτη έκδοση του έπους από το 1958. Ως προς το βιβλίο δεν υπάρχει αμφιβολία, κυκλοφορύν ακόμα ορισμένα αντίτυπα της αρχικής έκδοσης. Το χειρόγραφο όμως δεν μπορεί παρά να είναι μοναδικό. “Άρα εκείνο που εκτίθεται στο μικρό μουσείο της Santa Margherita di Belice ειναι αντίγραφο;” ρωτάω την οικοδέσποινα μας. “Μια απλή φωτοτυπία”, μου απαντά με να ειρωνικό χαμόγελο. “Είστε από τους λίγους που έχουν δει το αυθεντικό”.

Το palazzo είναι, βέβαια, διατηρητέο μνημείο και η Νικολέττα δεν έχασε την ευκαιρία να εκφράσει τον καημό της και για την έλλειψη κρατικής αρωγής. «Παρότι συντηρούμε ένα εθνικό μνημείο δεν έχουμε καμία υποστήριξη, ούτε καν διευκόλυνση από το δημόσιο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι η παραμικρή δουλειά στο πάτωμα θέλει ειδικό –πανάκριβο– συντηρητή. Δεν έχουμε δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε τον οποιονδήποτε πατωματζή, αλλά ούτε και μειωμένο ΦΠΑ στις υπηρεσίες των ειδικών τεχνιτών που διαρκώς έχει ανάγκη ένα τέτοιο σπίτι. Να ξέρετε ότι η Ιταλία είναι η μοναδική χώρα όπου οι ιδιώτες θεματοφύλακες της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν έχουν καμία αρωγή, ακόμα και εκείνοι που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά. Είναι σαφώς μια παραχώρηση στον λαϊκισμό».

Η Νικολέττα με βλέπει να παρατηρώ ένα ιδιόρρυθμο πορτρέτο μιας κυρίας σε ένα μικρό κάδρο. «Αυτή είναι η γιαγιά μου», μου λέει, προσθέτοντας: «σε ένα πολύ χαριτωμένο σχέδιο του Πικάσο». Τα έργα είναι πολυάριθμα και ενδιαφέροντα. Από έναν βαρύτιμο, κατάμαυρο πίνακα του 1635, ο οποίος εικονίζει την πρόγονο των Λαμπεντούζα, την καλόγρια αδελφή Ιζαμπέλα που αλληλογραφούσε με τον διάβολο, μέχρι ένα σχεδόν pop art έργο δια χειρός του θείου του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που ζωγράφισε τον Τζοακίνο Λάνζα Τομάζι στον κήπο του ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια. Κατεβήκαμε ξανά στον κήπο και ο Γιάννης με έβγαλε μια φωτογραφία ανάμεσα στα ίδια αυτά λουλούδια. Παρά την επιμονή μου, ο φίλος μου, γνωστός στο λογοτεχνικό σινάφι και για την παροιμιώδη του σεμνότητα, αρνούνταν διαρκώς να φωτογραφηθεί (τελικά εξασφαλισα 2-3 κλικ).

Αριστερά: Το Παλέρμο αποκτά το μενεξεδί χρώμα που βάφει και την Αττική τις καθαρές μέρες του καλοκαιριού, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Φωτό: Andro.gr. Δεξιά: Δύο άνθρωποι των γραμμάτων, Γιάννης Τζανετάκης και Gioachino Lanza Tomasi. Κάτω δεξιά: Άποψη από το εσωτερικό του Palazzo Lanza Tomasi, τελευταίας κατοικίας του συγγραφέα του “Γατόπαρδου”.

Στον κήπο του Λαμπεντούζα

Σύντομα έκανε την εμφάνισή του ο κύριος που περίμενα και τον οποίο ο Γιάννης υποπτευόταν ότι θα γνωρίσει από κοντά. Ο Τζοακίνο Λάντζα Τομάζι, καμαρωτός στα 84 χρόνια του, έχει ένα μόνιμο υπομειδίαμα στα χείλη. Διάσημος μουσικολόγος, καλλιτεχνικός διευθυντής των κορυφαίων λυρικών σκηνών στην Ιταλία, είναι περισσότερο γνωστός για μια πολύ διαφορετική ιδιότητα, εκείνη του θετού γιου του συγγραφέα του «Γατόπαρδου», Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο συγγραφέας, όντας άτεκνος, στα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε τον Τζοακίνο. Όλως περιέργως, ο Τζοακίνο δεν ήταν ούτε ανήλικος ούτε ορφανός ούτε καν άπορος. Αντίθετα, ήταν επίσης αριστοκρατικης καταγωγής και πιθανότατα σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον θετό του πατέρα. Οι δυο άνδρες είχαν γνωριστεί όταν ο Τζοακίνο ήταν 18 ετών, στις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Ο θετός γιος έζησε από κοντά τη μικρή περιπέτεια της δημιουργίας του opus magnum του Λαμπεντούζα: Τα πρωινά, ο συγγραφέας σύχναζε σε 3-4 συγκεκριμένα παλιά καφενεία και ζαχαροπλαστεία του Παλέρμο, γράφοντας κεφάλαια του «Γατόπαρδου» σε σημειωματάρια με στιλό. Τα μεσημέρια συχνά τον επισκέπτονταν στο σπίτι του ο Τζοακίνο μαζί με άλλους φίλους και ο Λαμπεντουζα τους διάβαζε αποσπάσματα του βιβλίου. Όταν «Ο Γατόπαρδος» ολοκληρώθηκε, ο Λαμπεντούζα ήταν ήδη άρρωστος. Μεγάλοι οίκοι, ανάμεσα στους οποίους και ο κραταιός Mondadori απέρριψαν το χειρόγραφό του…

Πικραμένος από τη ζωή, την πτώση της οικογένειάς του, την παρακμή της Σικελίας όπως τη γνώρισε και την απόρριψη του έργου του, ο Λαμπεντούζα δεν θα μάθει ποτέ ότι ένας ολόκληρος κρυστάλλινος κόσμος διασώθηκε για πάντα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του.

Ο συγγραφέας έμελλε να φύγει απ’ τη ζωή χωρίς να μάθει την τύχη του έργου που είχε γράψει και το οποίο εκδόθηκε τελικά έναν χρόνο περίπου μετά τον θάνατό του από τον οίκο Giangiacomo Feltrinelli Editore Milano. Η περιγραφή του επιμελητή της πρώτης έκδοσης, Τζόρτζιο Μπασάνι, για το πώς πρωτογνώρισε τον Λαμπεντούζα («έναν ψηλό άνδρα, σωματώδη, ολιγόλογο, με κείνη τη χαρακτηριστική χλωμάδα που απλώνεται ενίοτε στη σκούρα επιδερμίδα των νότιων Ιταλών») και για το πώς ήρθε στα χέρια του το χειρόγραφο μετά τον θάνατο του συγγραφέα, είναι εξαιρετική και υπάρχει ως επίμετρο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου (που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου). Αξίζει να τη διαβάσετε.

Πολλαπλά πικραμένος από τη ζωή, την πτώση της οικογένειάς του, την παρακμή της Σικελίας όπως τη γνώρισε και την απόρριψη του έργου του, ο Λαμπεντούζα δεν θα μάθει ποτέ ότι ένας ολόκληρος κρυστάλλινος κόσμος διασώθηκε για πάντα, έστω και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Ενός έργου ζωής, που έχει πια μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, από τα ισλανδικά ως τα ιαπωνικά, και έχει διαβαστεί από εκατομμύρια αναγνώστες.

Αριστερά: Η πρώτη, χειρόγραφη σελίδα δια χειρός Giuseppe Tomasi di Lampedusa. Ένα ιδιωτικό έγγραφο / κειμήλιο που δεν είναι προσβάσιμο στο κοινό και φωτογραφήθηκε για το Andro.gr. Δεξιά: Η πρώτη έκδοση του έπους από το 1958.

Μιλώντας εξαιρετικά χαμηλόφωνα, με αποτέλεσμα να ακούμε περίπου τον εν τέταρτο από τα λόγια του, ο Λάνζα Τομάζι μας κράτησε συντροφιά για δυο ώρες στον «μυστικό του κήπο», στο ισόγειο του Palazzo Lanza Tomasi. Πηδώντας διαρκώς από το ένα θέμα στο άλλο συζητήσαμε για τη μαφία και τους Ιταλούς μαφιόζους που γνώρισε στην Αμερική όταν διήυθυνε εκεί το Ιταλικό Ινστιτούτο, για τη γαστρονομία και την σιτσιλιάνικη κουζίνα της γυναίκας του, αλλά και για «το μεγαλύτερο λάθος της Δύσης, που αφήσαμε το Βυζάντιο να πέσει. Από τότε οι εξ Ανατολής δεν μας έχουν αφήσει σε χλωρό κλαρί!».

Η απορία μας ήταν πώς ο συγγραφέας κατέληξε ανάδοχος πατέρας του Τζοακίνο. Ο οικοδεσπότης μας ανασηκώθηκε ελαφρά στην καρέκλα του, στρώνοντας το καφέ σακάκι του: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο συγγραφέας του ‘‘Γατόπαρδου’’ άρχισε να κάνει παρέα με νέους καλλιτέχνες. Μεταξύ αυτών ανέπτυξε μεγαλύτερη φιλία με τρεις: τον Francesco Orlando, τον Francesco Agnello κι εμένα. Μας δίδασκε λογοτεχνία, αγγλικά, μας διάβαζε αποσπάσματα από τα γραπτά του, και από τον ‘‘Γατόπαρδο’’ φυσικά, έγινε ο μέντοράς μας, κάτι σαν πνευματικός πατέρας, και το 1956 αποφάσισε να με υιοθετήσει, κάτι που δέχτηκα. Την επόμενη χρονιά διαγνώστηκε με καρκίνο και σε λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή».

«Ο Λαμπεντούζα ήταν πράγματι σε κατάθλιψη» μας είπε ο θετός του γιος. «Έλεγε, αν δεν αυτοϋπονομευτώ χιουμοριστικά κάθε μέρα, θα πρέπει να αυτοκτονήσω».

Για τον Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα είπαμε επίσης πολλά. Για τα ταξίδια που έκαναν μαζί, τις χαρούμενες στιγμές που πέρασαν στο τέλος της ζωής του συγγραφέα, αλλά και για το σχεδόν μόνιμο σύννεφο μελαγχολίας που υπήρχε πάνω από το κεφάλι του. Μια φράση του οικοδεσπότη μας μου καρφώθηκε στο μυαλό: «Ο Τζουζέπε ήταν πράγματι σε κατάθλιψη. Έλεγε πως «αν δεν αυτοϋπονομευτώ χιουμοριστικά κάθε μέρα, θα πρέπει να αυτοκτονήσω». Στο δε ερώτημά μου αν αληθεύει ότι ο ίδιος αποτέλεσε το πρότυπο, την έμπνευση για τον χαρακτήρα του Τανκρέντι, ο οικοδεσπότης μας απλώς χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Η εντύπωση πάντως που αποκομίσαμε από τις συζητήσεις μαζί του είναι ότι πράγματι ο Λαμπεντούζα έγραψε τον «Γατόπαρδο» για να φυλακίσει μέσα του όλον τον παλιό κόσμο που ένιωθε να χάνεται μαζί με το δικό του τέλος. Ότι ο πρίγκιπας μπορεί να ήταν βασισμένος στον προπάππου του, αλλά μιλούσε με τη δική του φωνή. Και ότι όπως ο Ντον Φαμπρίτσιο έστρεψε τις ελπίδες του στον αγαπημένο του ανιψιό για την επόμενη μέρα, έναν ανιψιό που έβλεπε σαν γιο, έτσι και ο άτεκνος Λαμπεντούζα, βλέποντας στο πρόσωπο του Τζοακίνο έναν δικό του Τανκρέντι, θέλησε να του κληροδοτήσει το όνομα του και τα σύμβολα των ονείρων του, ενώ σωνόταν το λάδι στο καντήλι του.

Καθώς ο ήλιος κατέβαινε προς το Monte Pellegrino ήπιαμε τις τελευταίες γουλιές από το σπιτικό κρύο τσάι της Νικολέττας και σηκωθήκαμε για να χαιρετίσουμε τον Τζοακίνο Λάνζα. Προτού μας ξεπροβοδίσει, μας κάλεσε στο άντρο του, το γραφείο του ισογείου όπου εργάζεται ανάμεσα σε δεκάδες μεταφράσεις του «Γατόπαρδου», για τα πνευματικά δικαιώματα του οποίου είναι ο θεματοφύλακας. Από μια απλή σειρά ραφιών dexion σε έντονο μπλε διάλεξε και μου χάρισε το βιβλίο του «Giuseppe Tomasi di Lampedusa: A Biography Through Images».

Αριστερά: Ο υπογράφων έξω από το Palazzo Lampedusa. Προσέξτε τη μαρμάρινη επιγραφή. Κέντρο: Το βασιλικό θεωρείο του Teatro Massimo. Δεξιά: Το δερμάτινο κάθισμα του FIAT Spider με το περιοδικό Blue της Aegean, το εκλεκτό άρωμα Cedro di Taormina και την Ελληνική έκδοση του «Γατόπαρδου».  Κάτω: Στην κινηματογραφική μεταφορά του Βισκόντι, ο Τανκρέντι Φαλκονέρι φιλάει το χέρι της ποθητής Αντζέλικα. Πίσω της, ο νεόπλουτος πατέρας της Ντον Καλότζερο.

Επιστροφή στο σήμερα

Για ένα Σαββατοκύριακο εγώ και ο Γιάννης είχαμε βουτήξει σε μια άλλη εποχή, αναζητώντας τα μισοσβησμένα χνάρια του αγαπημένου μας συγγραφέα και του βιβλίου του. Τώρα ήταν ξανά Δευτέρα και μας περίμενε το αεροπλάνο της Aegean στην άλλη άκρη της Σικελίας. Καθώς φορτώναμε τις τσάντες μας στο πορτ μπαγκάζ της Spider, οι πατημασιές του «Γατόπαρδου» που είχαμε εντοπίσει έμοιαζαν να σβήνουν και να χάνονται ανάμεσα σε κόρνες αυτοκινήτων, τουρίστες, καυσαέρια, τηλεφωνήματα από το γραφείο, emails που έπρεπε να απαντηθούν. Χαιρετίσαμε βιαστικά την Νικολέττα, που είχε κατέβει να μας ξεπροβοδίσει, και βάλαμε μπρος για την Κατάνια.

Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παλέρμο, απολαμβάνοντας τη θέα της θάλασσας στα αριστερά μας, χάσαμε τη στροφή προς Κατάνια και βρεθήκαμε να οδηγούμε για αρκετή ώρα στον κλειστό παραλιακό αυτοκινητόδρομο, χωρίς τη δυνατότητα αναστροφής. Εκεί είναι που η Spider έδειξε την κλάση της: έχοντας χάσει μισή ώρα από το λάθος και υπολογίζοντας την κίνηση της Δευτέρας υπήρχαν πιθανότητες να μην προλάβουμε το αεροπλάνο. Όμως το ελαφρύ roadster των μόλις 1400 κυβικών με το κιβώτιο των έξι ταχυτήτων, με επιτάχυνση (0-100) 7,5 δευτερολέπτων και τελική ταχύτητα 215 χιλιομέτρων ανά ώρα μας έσωσε κυριολεκτικά. Προλάβαμε μάλιστα και να φάμε τραγανά κανόλι με πλούσια κρέμα ρικότας και μπόλικο φιστίκι (το αγαπημένο γλυκό των Σικελών) στην αίθουσα αναχωρήσεων.

Όταν ο Πρίγκιπας κάνει τον απολογισμό της ζωής του, προσπαθεί να υπολογίσει πόσες ευτυχισμένες στιγμές βίωσε πραγματικά: «Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ».

Στη σύντομη (κάτω από δυο ώρες) πτήση της Aegean για το Ελευθέριος Βενιζέλος, διάβασα ξανά ένα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου, όπου ο Ντον Φαμπρίτσιο κάνει τον απολογισμό της ζωής του και προσπαθεί να υπολογίσει πόσο έζησε πραγματικά. Πόσες ευτυχισμένες στιγμές βίωσε, δυο εβδομάδες πριν το γάμο του, μισή ώρα μετά τη γέννηση του γιού του… «Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ», καταλήγει. Άραγε έχει δίκιο ο πρίγκιπας; Οι στιγμές της χαράς, πέρα από τον πόνο ή την ρουτίνα, είναι τόσο λίγες αν τις αθροίσουμε όλες μαζί;

Διαβάζοντας τους υπολογισμούς του Ντον Φαμπρίτσιο έπιασα τον εαυτό μου να κάνει αντίστοιχες πράξεις. Το ταξίδι αυτό είχε μεν προσθέσει 72 ώρες στις ευτυχισμένες στιγμές, μετρώντας το όμως έτσι, μπακαλίστικα, άρχισα να συλλογιέμαι πως όλα όσα κάνουμε είναι μάταια, αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε όπως ο πρίγκιπας (αν είμαστε τυχεροί και ζήσουμε ως τα γεράματα).

Η αργόσυρτη σκηνή του θανάτου του πρίγκιπα, στο ομώνυμο κεφάλαιο, με την οποία κορυφώνεται (αλλά δεν τελειώνει) το βιβλίο είναι απίστευτα ρεαλιστική. Λες και ο Λαμπεντούζα, άρρωστος και απογοητευμένος από τη ζωή, μπόρεσε να αφουγκραστεί τον δικό του επιθανάτιο ρόγχο και, σαν να έχει ξυπνήσει από όνειρο, να κάθισε να τον καταγράψει πριν ξεγλιστρήσει απ’ το μυαλό του.

Καθώς το αεροπλάνο έκανε την τελευταία στροφή πάνω από τη λαμπερή θάλασσα για να προσγειωθεί στην Αθήνα, έκανα μια σκέψη που με παρηγόρησε: Ο θάνατος, αποφάσισα, είναι το νόμισμα που πληρώνεις για να μάθεις αν υπάρχει κάτι μετά τη ζωή. Είναι μεν το υψηλότερο τίμημα που μπορεί κανείς να καταβάλει, αλλά είναι και απολύτως εύλογο αν ζητάς να σου αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μυστήριο του κόσμου. Ένα μυστήριο που κανείς ζωντανός δεν έμαθε ποτέ.

 

//Tο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα «Ο Γατόπαρδος» κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση Μαρίας Σπυριδοπούλου (Βραβείο Μετάφρασης 2005, του Υπουργείου Εξωτερικών της Ιταλίας).

//H Aegean Airlines εκτελεί τακτικά απευθείας πτήσεις προς το Παλέρμο και την Κατάνια.

 

Διαβάστε ακόμα: Τι σημαίνει ποιοτικός τουρίστας;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top