"Aναχωρηση από την Shintuya. Ποταμος Madre de Dios". Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Aναχώρηση από τη Shintuya. Ποταμός Madre de Dios. Φωτο: Κ. Γκόφας, 1988.

Όταν έκλεισα το βιβλίο-οδηγό του Peter Frost για το Κούσκο, είχα πάρει την απόφασή μου: Ναι, θα δοκίμαζα να κατέβω μόνος μου στη ζούγκλα. Επτά μήνες ζωής στο Περού, πάνω στις Άνδεις στα 3.400 μ. με είχαν κουράσει και ήθελα να γνωρίσω κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Η ζούγκλα θα ήταν κάτι καινούργιο, μια πρωτόγνωρη εμπειρία, μια νέα προοπτική, μια αλλαγή.

Φαντάστηκα μια καταπράσινη πυκνή βλάστηση, κοκκοφοίνικες φίσκα στις καρύδες, μπανανιές έτοιμες να χαρίσουν τους καρπούς τους, και πάνω απ’ όλα έναν υφέρποντα ερωτισμό και άλλα τέτοια ρομαντικά που τη ρίζα τους έχουν στα εφηβικά βιβλία τύπου Ιουλίου Βέρν, με τα οποία παραγέμιζα άσκοπα το κεφάλι μου κατά την παιδική μου ηλικία.

Βγήκα λοιπόν από το σπίτι και περπάτησα με βήμα αποφασιστικό προς την Αβενίδα Γκράου (ξέρω, σας τα έχω ζαλίσει με την Αβενίδα Γκράου). Κατόπιν έστριψα στην Αβενίδα ντελ Σολ και ανηφόρισα. Περπατώντας πάνω στο παλιό καλντερίμι, έφθασα στην κεντρική πλατεία του Κούσκο, στην Πλάθα ντε Άρμας. Στα παγκάκια καθόντουσαν ανέμελα μαθήτριες ντυμένες με τη σχολική ενδυμασία, γκρί και άσπρη, και έτρωγαν παγωτά. Ο μεσημεριάτικος ήλιος ήταν στο ζενίθ του. Το φώς ήταν εκτυφλωτικό, όπως είναι πάντα στο Κούσκο, όταν έχει ήλιο. Κοντοστάθηκα στη μέση της πλατείας.

Μπροστά βρισκόταν ο υπέροχος μπαρόκ αποικιακός καθεδρικός ναός. Αριστερά του ναού ήταν το καφενείο των ξένων: το περίφημο El Ayllu, το οποίο από τότε έχει αλλάξει και διεύθυνση και τοποθεσία. Στο καφενείο El Ayllu σύχναζαν όλοι οι ξένοι που έμεναν μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ευρύτερη περιοχή. Σέρβιραν καλό καφέ φίλτρου, αλλά και ζεστή σοκολάτα και άλλες νοστιμιές για τους ξένους που τους έπιανε ξαφνικά ο νόστος για την Ευρώπη. Έβαζαν και κλασική μουσική, για να συνοδέψουν τον καφέ φίλτρου ή τη ζεστή σοκολάτα και έτσι η ψευδαίσθηση της Ευρώπης συμπληρωνόταν.

"Τοπίο κοντά στην Shintuya". Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Τοπίο κοντά στη Shintuya. Φωτο: Κ. Γκόφας, 1988.

Κάθισα και παράγγειλα ένα ζεστό ρόφημα. Ύστερα έβγαλα από τη τσέπη μου ένα χαρτί και έγραψα στα αγγλικά με κεφαλαία μεγάλα γράμματα: «Έλληνας αναζητεί συνταξιδιώτες, για να κατέβει στη ζούγκλα. Συνάντηση με τους ενδιαφερόμενους στο καφενείο El Ayllu την επόμενη Πέμπτη στις 12.00 ακριβώς».

Οι Κέτσουα μας κοιτάνε και γελάνε: γκρίνγκος μέσα στο καμιόνι μαζί με τις κότες, μεγάλη πλάκα!

Την επόμενη Πέμπτη ξαναπήγα στο El Ayllu με μικρές ελπίδες. Κατάπληκτος, όμως, βρήκα τρείς ξένους: δυο Άγγλους και μια Ελβετίδα να με περιμένουν. Συστηθήκαμε. Η Αγγλίδα ήταν βιολόγος από το Cambridge. Η Ελβετίδα ήταν και αυτή βιολόγος. Ο Άγγλος απλώς περιφερόταν ανά τον κόσμο -όπως κάνουν συνήθως οι Άγγλοι, όταν τελειώσουν το σχολείο- προτού γυρίσει να πιάσει δουλειά σε κάποια τράπεζα. Αργότερα ήρθαν και προστέθηκαν και μερικοί Καναδοί, Αμερικανοί και Ολλανδοί. Συνολικά μαζευτήκαμε δώδεκα άτομα.

Η ιδέα ήταν να κατέβουμε από το Κούσκο στο Μανού, εκεί που ο ποταμός συναντά τον άλλο ποταμό Madre de Dios. Η διαδρομή είναι ατέλειωτη, αλλά αξίζει τον κόπο. Θα πηγαίναμε μέχρι το Paucartambo, θα κατεβαίναμε τη Shintuya, για να φθάσουμε και να μπούμε στον ποταμό Μανού. Θα κατεβαίναμε τον ποταμό μέχρι τη λίμνη Cocha Salavación και, εν συνεχεία, θα ακολουθούσαμε το ποτάμι μέχρι να βγούμε στον Madre de Dios.

Από κει θα επιχειρούσαμε να φτάσουμε στην πόλη Puerto Maldonado, στην οποία υπάρχει αεροδρόμιο, ώστε να πάρουμε μια πτήση και να γυρίσουμε πίσω στο Κούσκο. Συμφωνήσαμε να αγοράσουμε τρόφιμα, να τα βάλουμε σε σακιά. Κανονίσαμε να πάρουμε το φορτηγό που κατεβαίνει από το μακρύ και επικίνδυνο δρόμο που οδηγεί από το Κούσκο ως τη Shintuya.

Διαβάστε ακόμα: Ο ζωγράφος Λευτέρης Γιακουμάκης ζει στην Ισλανδία, την παγωμένη φλέβα της γης.

Την κανονισμένη μέρα, τα χαράματα, ξεκινήσαμε για το Paucartambo, στα 109 χλμ. ΝΑ του Κούσκο. Τα φορτηγό ξεκινούσε από το Κούσκο, νωρίς το πρωί κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από το λεγόμενο καινούργιο νοσοκομείο. Ο δρόμος που οδηγεί στη ζούγκλα είναι στενός και δεν χωράνε δύο αυτοκίνητα, το ένα δίπλα στο άλλο. Μετά το Paucartambo, όμως, ο δρόμος γίνεται πραγματικά επικίνδυνος, γιατί κατεβαίνει ελικοειδώς, παράλληλα με ένα μεγάλο γκρεμό.

shintuya koysko PUerto maldonado

Έχουμε, λοιπόν, φορέσει μαντήλια στα πρόσωπά μας και καπέλα στα κεφάλια μας, για τη σκόνη και τον ήλιο. Είμαστε καθισμένοι πάνω στα εμπορεύματα, σακιά με τρόφιμα, μαζί με τους Κέτσουα που κατεβαίνουν να πουλήσουν την πραμάτειά τους στη ζούγκλα. Μαζί μας συνταξιδεύουν, πρώτη θέση, και αρκετές κότες δεμένες υπομονετικά από τα πόδια, οι οποίες δείχνουν να μη γνωρίζουν το πόσο θα διαρκέσει το ταξίδι στην άβολη αυτή θέση. Οι Κέτσουα μας κοιτάνε και γελάνε: γκρίνγκος μέσα στο καμιόνι μαζί με τις κότες, μεγάλη πλάκα! Εμείς πάλι ανταλλάσσουμε αστεία και πειράγματα μεταξύ μας.

Στα σημεία ελέγχου του στρατού βλέπουν συχνά πολλές άλλες εθνικότητες, αλλά Έλληνα είναι η πρώτη φορά που αντικρύζουν. Με κατεβάζουν για να με δούν από κοντά, να δούν τον Έλληνα, πώς είναι.

Το φορτηγό ξεκινά, επιτέλους, από το καινούργιο νοσοκομείο του Κούσκο. Στη διαδρομή, περνάμε από σημεία ελέγχου του στρατού: ο εμφύλιος πόλεμος με το Φωτεινό Μονοπάτι καλά κρατεί και ο στρατός ελέγχει τους επαρχιακούς δρόμους, για να μην περάσουν αντάρτες. Κάθε φορά που φτάνουμε σε ένα σημείο ελέγχου, οι στρατιώτες ειδοποιούν με τον ασύρματο ή με το μαγνητικό τηλέφωνο τον επόμενο σταθμό ελέγχου και δίνουν τα ονόματά μας και την εθνικότητά μας.

Έχει περάσει αρκετή ώρα από τη στιγμή που φύγαμε. Τρανταζόμαστε μέχρι το μεδούλι σε κάθε λακκούβα και κρατιόμαστε για να μην πέσουμε από τα οριζόντια σίδερα που ενώνουν τα πλαϊνά της καρότσας, από πάνω. Ξαφνικά, το φορτηγό σταματά μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Μέσα στο φορτηγό τα πράγματα πέφτουν προς τα πίσω και εμείς, οι επιβαίνοντες, πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Οι κότες με τα δεμένα πόδια κακάρισαν τρομαγμένες και τα σακιά με το καλαμπόκι κύλησαν χαρωπά πάνω στα μουδιασμένα μας πόδια.

"Στην πιρόγα, εν πλω για το Manu¨. Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Στην πιρόγα, εν πλω για το Manu. Φωτο: Κ. Γκόφας, 1988.

Είναι ένα ακόμα σημείο ελέγχου! Από το φυλάκιο βγήκαν ένας λοχίας και ένα στρατιώτης ντυμένοι σε ένα ανοιχτόχρωμο χακί, σχεδόν λαδί. Προχώρησαν προς το μέρος της καμπίνας του οδηγού και του μίλησαν, δείχνοντας με το χέρι εμάς στην καρότσα. Ο οδηγός ένευσε καταφατικά. Ο λοχίας έκανε το γύρω του φορτηγού και ήρθε στο πίσω μέρος της καρότσας. Η αλυσίδα που τη συγκρατούσε λύθηκε και η πίσω πόρτα της καρότσας άνοιξε και έπεσε με πάταγο. Τα πρόσωπα των στρατιωτικών φανερώθηκαν.

Το βιβλίο της ιστορίας τους έχει από τη μια μεριά την Αίγυπτο με τις πυραμίδες και από την απέναντι την Ελλάδα με τον Παρθενώνα. Δυο σελίδες δίπλα-δίπλα μπερδεύουν τους πολιτισμούς.

«Ποιος είναι ο Έλληνας;» φώναξε ο λοχίας δυνατά. Εγώ, απάντησα διστακτικά. Γέλια μέσα στην καρότσα από τους συνταξιδιώτες μου. «Να τον κρατήσετε», του φωνάζουν από μέσα. «Όλος δικός σας». Ευχαριστώ πολύ, σκέφτομαι από μέσα μου. «¡Ven!» μου λέει ο στρατιώτης. Πηδάω από την καρότσα κάτω, ξεσκονίζομαι όπως–όπως και ακολουθώ τον λοχία και τον στρατιώτη μέσα στο φυλάκιο. Οι άλλοι γελάνε πίσω στο φορτηγό, εγώ εκνευρίζομαι. Γιατί, όντως, το πρόβλημα είμαι εγώ. Στα σημεία ελέγχου του στρατού βλέπουν συχνά πολλές άλλες εθνικότητες, αλλά Έλληνα είναι η πρώτη φορά που αντικρύζουν. Κάθε μπλόκο λοιπόν ειδοποιεί το επόμενο, για την έλευση του σπάνιου αυτού είδους. Μόλις φτάνω στο φυλάκιο, με κατεβάζουν για να με δούν από κοντά, να δούν τον Έλληνα, πώς είναι.

Μπαίνω στο φυλάκιο. Ο λοχίας κάθεται κάτω από μια κορνιζαρισμένη σημαία του Περού. «¡Bienvenido señor!» μου λέει γελώντας. Δίπλα του βρίσκεται το μαγνητικό τηλέφωνο, με το οποίο τον ειδοποίησαν για την άφιξή μου. Θέλει να δει το διαβατήριό μου. Του το δίνω, το πρώτο μου ευρωπαϊκό διαβατήριο (μύριζε φτηνό πλαστικό) της τότε ΕΟΚ. Ο λοχίας το κοιτάζει προσεκτικά. «Έχουμε μεγάλο θαυμασμό για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της», μου λέει με το πλατύ του χαμόγελο. «Θαυμάζουμε την Αρχαία Ελλάδα για τη Σφίγγα και τις πυραμίδες της». Παρεμβαίνω. Δεν είναι η ώρα για μια εκτενή ιστορική ανασκόπηση και σύγκριση των πολιτισμών, δεδομένου ότι οι άλλοι συνεπιβάτες, Ινδιάνοι, τουρίστες και εμπορεύματα, περιμένουν ανυπόπομονα στην καρότσα του φορτηγού, μέσα στη σκόνη και τη ζέστη.

Διαβάστε ακόμα: «Πώς ανακαλύψαμε τη Μακεδονία του Αμαζονίου!»

"Τοπίο κοντά στην Shintuya". Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Τοπίο κοντά στη Shintuya. Φωτο: Κ. Γκόφας, 1988.

Όμως, δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει έτσι. «Εμείς είμαστε η απέναντι σελίδα του βιβλίου της Ιστορίας σας», εξηγώ του λοχία με ήρεμο τρόπο. Το λάθος είναι διαδεδομένο, το κάνουν παντού. Το βιβλίο της ιστορίας τους έχει από τη μια μεριά την Αίγυπτο με τις πυραμίδες και από την απέναντι την Ελλάδα με τον Παρθενώνα. Δυο σελίδες δίπλα-δίπλα μπερδεύουν τους πολιτισμούς. «Εμείς δεν έχουμε πυραμίδες», προσθέτω δειλά. «Εμείς είμαστε η επόμενη σελίδα. Μόνο κάτι λευκές κολώνες πάνω σε ένα λόφο καταμεσίς της Αθήνας έχουμε».

Ο λοχίας κατσουφιάζει. Του κατέστρεψα ένα όμορφο όνειρο, μια αυταπάτη, μια Ελλάδα γεμάτη πυραμίδες. Μου ξαναδίνει το διαβατήριο και ειδοποιεί με τον ασύρματο για την άφιξή μου το επόμενο σημείο ελέγχου. Γυρνώ πίσω και πηδάω πάλι στη σκονισμένη καρότσα. «¡Apúrate gringo!» Άντε γκρίνγκο, κάνε γρήγορα! μου φωνάζουν οι ινδιάνοι Κέτσουα που δεν διασκεδάζουν πλέον με το ελληνικό μου διαβατήριο και τα προβλήματα που τους δημιουργεί.

Eίμαστε κατάκοποι και το ξενοδοχείο δεν έχει κρεβάτια. Υπάρχουν μόνο δωμάτια για να κρεμάνε οι πελάτες τις αιώρες τους.

Φτάνουμε στο χωριό Paucartambo. Σταματάμε για να κατέβουν ορισμένα εμπορεύματα, ενώ άλλα φορτώνονται στη θέση τους με προορισμό τη Shintuya. Ξεκινάμε και πάλι. Το απόγευμα έχει περάσει και αρχίζει να πλησιάζει η ώρα της δύσης του ήλιου. Μια ώρα και 50 χιλιόμετρα αργότερα και, αφού έχουμε κατέβει μέσα από τον απότομο και ελικοειδή δρόμο, φτάνουμε στις Tres Cruces και συγκεκριμένα στο Άνοιγμα του Acjanaco, στα 3.550 μ.

"Εν πλώ γιά το Manou". Φωτο Κ.Γκόφας 1988

“Εν πλώ γιά το Manou”. Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Σταμάταμε και βγαίνουμε όλοι έξω, για ανάπαυση και για να θαυμάσουμε το μοναδικό αυτό θέαμα. Η θέα είναι απρόσκοπτη και όπου φτάνει το μάτι βλέπει κάποιος μόνο πράσινο. Μια τεράστια καταπράσινη θάλασσα, το απέραντο δάσος του Αμαζονίου! Ένα θέαμα ανεπανάληπτο! Ξεκινάμε και πάλι για τον τελικό προορισμό της ημέρας μας, τη Shintuya. Είναι πια νύχτα, είμαστε στο δρόμο μέσα στην αρχή της ζούγκλας. Τα φύλλα περνάνε ξυστά και φτάνουν μέσα στη καρότσα. Κάποια στιγμή πέφτει από τα φύλλα ένας μικρός δενδρόβιος χρωματιστός βάτραχος μέσα στην καρότσα.

Φθάνουμε στη Shintuya. Eίμαστε κατάκοποι και το ξενοδοχείο “Erika Lodge” δεν έχει κρεβάτια. Υπάρχουν μόνο δωμάτια για να κρεμάνε οι πελάτες τις αιώρες τους. Αλλά εμείς δεν έχουμε αιώρες. Έχουμε μόνο σκηνές και υπνόσακους. Τους στρώνουμε λοιπόν κάτω, για να κοιμηθούμε στρωματσάδα.

"Γέφυρα κοντά στην Shintuya¨. Φωτο Κ.Γκόφας 1988

Γέφυρα κοντά στη Shintuya. Φωτο: Κ. Γκόφας, 1988.

Ξημερώνει η πρώτη ημέρα στην ζούγκλα. Ένα καταπληκτικό κόκκινο φώς απλώνεται πάνω από την απέραντη πρασινάδα. Ήχοι μυστηριώδεις παντού! Αρχίζουν οι συνεννοήσεις για την ενοικίαση των πλεούμενων που θα μας πάνε μέχρι τον ποταμό Madre de Dios. Τις συνεννοήσεις έχουν αναλάβει δύο Αμερικάνοι από την ομάδα μας, δικηγόροι στη Νέα Υόρκη (κάτι θα ξέρουν αυτοί από συνεννοήσεις).

Νοικιάζουμε δυο μεγάλες πιρόγες «πέκε-πέκε», ώστε να μπούνε από έξι άτομα στην κάθε μία, συν τους αντίστοιχους οδηγούς των λέμβων. Οι βάρκες αυτές ονομάζονται έτσι γιατί οι μηχανές τους είναι δίχρονες και κάνουν ένα περίεργο επαναλαμβανόμενο θόρυβο κάθως κινούνται, που οι ντόπιοι τον αποδίδουν ως «πέκε-πέκε». Λίγες ώρες μετά, φορτώνουμε τα τρόφιμα, τις σκηνές και το νερό για δεκαπέντε ημέρες και μπαίνουμε κι εμείς στις βάρκες. Αποπλέουμε για την καρδιά της ζούγκλας: το Μανού.

 

Διαβάστε ακόμα: Τριαντατρία ηλιοβασιλέματα στη σαβάνα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top