Ο Κύρος Κόκκας στην Νότια Ταϊλάνδη. «Μετά από εκείνο το ταξίδι κατάλαβα σε ποια ρότα θα έμπαινε η ζωή μου από κει και πέρα», λέει. «Ποιες θα ήταν οι αξίες της. Ποιοι οι περιορισμοί της. Ποιους ανθρώπους θα συναναστρεφόμουν και ποιοι θα έμεναν απέξω...»

Ο Κύρος Κόκκας στην Νότια Ταϊλάνδη. «Μετά από εκείνο το ταξίδι κατάλαβα σε ποια ρότα θα έμπαινε η ζωή μου από κει και πέρα», λέει. «Ποιες θα ήταν οι αξίες της. Ποιοι οι περιορισμοί της. Ποιους ανθρώπους θα συναναστρεφόμουν και ποιοι θα έμεναν απέξω…»

Το αεροπλάνο της Singapore Airlines είχε φτάσει στην Αθήνα αξημέρωτα. Καθυστέρησα όσο μπορούσα στο Ελληνικό και με ένα ταξί πήγα στο σπίτι του αδελφού μου για πάρω τα κλειδιά του σπιτιού μου, που το πρόσεχε όσο έλειπα. Περιμένοντάς τον να συνέλθει από το πρωινό ξύπνημα κάθισα στο σαλόνι και άρχισα να ξεφυλλίζω το κλασικό περιοδικό ευζωίας και lifestyle της Ελλάδας των ’80s. Είχα έξι μήνες να πιάσω περιοδικό στα χέρια μου, να δω τηλεόραση, να ακούσω ραδιόφωνο –τότε δεν υπήρχε ακόμη το Internet…

Αναπάντεχα, κάπου στη δέκατη, εικοστή σελίδα μού ήρθε η επιφοίτηση. Και ήρθε απότομα, βίαια, σαν ανάποδο χαστούκι, σαν σφυριά στο κεφάλι, σαν έκρηξη. Εκεί άνοιξαν τα μάτια μου διάπλατα και είδα μπροστά μου για πρώτη φορά ό,τι μια ζωή με τριγύριζε, με καθοδηγούσε, με χειραγωγούσε, με έπειθε, με έσπρωχνε, μού χάιδευε τα αυτιά και μού νάρκωνε τον νου. Δάγκωσα τα χείλια μου, λίγο ακόμη και θα τα μάτωνα… «Είσαι καλά;» με ρώτησε ο αδερφός μου, που ήρθε από τον διάδρομο. Όχι, δεν ήμουν καθόλου καλά. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

«Επί έξι μήνες είχα τον χρόνο και το έναυσμα να καταλάβω τι πραγματικά μετράει στη ζωή, τι (δεν) κάνει την ευτυχία».

Μετά από λαμπρές σπουδές Ιατρικής, ειδικότητα στην Γερμανία, διδακτορικό και κάμποσες επιστημονικές εργασίες είχα γυρίσει στην Ελλάδα με ξεκάθαρο πρόγραμμα: να ανοίξω ένα μεγαλειώδες ιατρείο, να δουλέψω σαν σκυλί και να χεστώ στο τάληρο (τότε υπήρχαν ακόμη τάληρα). Το πακέτο των απαραίτητων αξεσουάρ, όλα προϋποθέσεις και αποδείξεις ευτυχίας, ήταν δεδομένο: ένα καλό αυτοκίνητο, ένα δεύτερο, μάλλον τζιπάκι, ένα σπίτι σε Καβούρι -Βουλιαγμένη με θέα τη θάλασσα, ένα ιστιοπλοϊκό, ένα εξοχικό στη Σίφνο, ή ίσως στην Πάρο, διακοπές στην Côte d’Azur και στις Άλπεις, τις ελβετικές κατά προτίμηση, γκουρμέ εστιατόρια, κανένα πέταγμα στην Νέα Υόρκη για ψώνια, στο Λονδίνο για θέατρο. Μια ζωή ονειρεμένη.

Τα νερά της λίμνης αντανακλούν την μεγάλη στούπα στην Ανουρανταπούρα, την ιστορική πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα.

Τα νερά της λίμνης αντανακλούν την μεγάλη στούπα στην Ανουρανταπούρα, την ιστορική πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα.

Και τότε ήρθε ένα μικρό τεχνικό πρόβλημα. Για να ανοίξω το ιατρείο έπρεπε να αγοράσω αρκετά μηχανήματα. Παραγγελίες στο εξωτερικό, αντιπρόσωποι, μεταφορές, κοντέινερ, εκτελωνισμοί, άλλα μηχανήματα θα έφταναν σε τρεις μήνες, μερικά όμως σε έξι. Τι να έκανα στην Αθήνα, άπραγος τόσον καιρό; «Δεν πάω ένα ταξιδάκι στην Ασία για χαλάρωση», σκέφτηκα –και στο πι και φι είχα φύγει..

Για να μην τα πολυλογώ, αυτό που ξεκίνησε σαν «ταξιδάκι», κράτησε έξι μήνες. Άρχισε από ένα χλιδάτο ξενοδοχείο στο Μπαλί και κατέληξε σε bungalows των 5 δολαρίων με θέα τον ωκεανό κάπου στη Νότια Ταϊλάνδη. Ήταν ένα ταξίδι απίστευτο, γεμάτο εικόνες, αρώματα, μουσικές, γεύσεις, συναντήσεις, εκπλήξεις, σχέδια, ανατροπές.

Πέρασα έξι ονειρικούς μήνες μακριά από τα πάντα, ολομόναχος αλλά «γεμάτος», με την κάθε μέρα αλλιώτικη από την προηγούμενη, με ένα σωρό εμπειρίες και αναμνήσεις, με μόνη περιουσία τη μικρή μου βαλιτσούλα με δύο απ’ όλα: δυο βερμούδες, δυο μποξεράκια, δυο Τ-shirts, δυο ζευγάρια παπούτσια και τα ξυριστικά μου. Και ήμουν μια χαρά με αυτά, δεν χρειαζόμουν τίποτε περισσότερο –ίσως θα μπορούσα και με λιγότερα.

Η πομπή των ελεφάντων στην γιορτή της Εσάλα Περχέρα στην Σρι Λάνκα.

Η πομπή των ελεφάντων στην γιορτή της Εσάλα Περχέρα στην Σρι Λάνκα.

Τι δεν έκανα, τι δεν είδα! Ανέβηκα σε τρία ηφαίστεια της Ιάβας, ταξίδεψα στα κανάλια του Δέλτα του Μεκόνγκ, διέσχισα τις ζούγκλες της Μαλαισίας, ψώνισα στα malls της Σιγκαπούρης. Πήγα στις τελετές των Τοράτζα, μιας φυλής στο Σουλαβέζι της Ινδονησίας, πέταξα στις Μολούκες, τα νησιά των μπαχαρικών, κοιμήθηκα σε σπίτια κυνηγών κεφαλών στο Βόρνεο (και ξύπνησα με το κεφάλι πάνω στους ώμους μου). Επισκέφτηκα το μαυσωλείο του Χο Τσι Μινχ και την γαλλική όπερα στο Ανόι, έφαγα magic mushrooms στην Ταϊλάνδη, ψητές νυχτερίδες στο Λάος και μισοεπωασμένα αυγά στο Βιετνάμ (ακόμη απορώ με τον θάρρος μου). Είδα τον παραδοσιακό χορό λεγκόνγκ στο Μπαλί, μαριονέτες πάνω σε νερό στο Βιετνάμ, θέατρο σκιών στη Μαλαισία, άκουσα ορχήστρα γκαμελάν στην Ιάβα και live jazz στην κομμουνιστική Σαϊγκόν (του 1990!). Έμεινα μια εβδομάδα σε ένα βουδιστικό μοναστήρι στην Μπανγκόκ και ακολουθούσα το πρόγραμμα των μοναχών, προσκύνησα στις καθολικές εκκλησίες του Ανατολικού Τιμόρ και στους ινδουϊστικούς ναούς του Μαχαμπαλιπουράμ. Είδα την πομπή των 60 ελεφάντων της Εσάλα Περαχέρα (της γιορτής του Δοντιού του Βούδα) στην Σρι Λάνκα, είδα παράνομες κοκορομαχίες στο Λάος, ήπια φρεσκοκομμένο τσάι στα υψίπεδα του Βιετνάμ, δοκίμασα το απολαυστικά βρωμερό ντούριαν, το φρούτο που λατρεύεις και σιχαίνεσαι ταυτόχρονα (και το τρως κλείνοντας τη μύτη!).

Ο Κύρος Κόκκας ένα απόγευμα με θέα τον Ωκεανό στο Κολόμπο, την πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα

Ο Κύρος Κόκκας ένα απόγευμα στο Κολόμπο, την πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα. Στην αμμουδιά, αριστερά του ‒δεν διακρίνεται στη φωτογραφία‒ σκάει αφρισμένος ο Ωκεανός.

Και τώρα, πίσω στην Αθήνα, ερχόταν ένα χαζοπεριοδικό, opinion maker (μη χε…) για μια ολόκληρη γενιά, μια φυλλάδα καλή μόνο για προσάναμμα στο τζάκι, να μου πει εμένα, τι; Ότι, όχι, έκανα λάθος! Δεν ήμουν καθόλου ευτυχισμένος. Και πώς θα μπορούσα, αφού για να είμαι πραγματικά ευτυχισμένος έπρεπε να έχω κολώνια τάδε, σωβρακάκι τέτοιο, μπλουζάκι αυτής της μάρκας, αυτοκίνητο με 150 άλογα, κουφώματα αλουμινίου, κουρτίνες Παρισίων, λαδομπογιές Αγγλίας, ρολόι Ελβετίας, σερβιέτες με φτερά, διακοποδάνειο (θυμάστε τα διακοποδάνεια;), βαλίτσα με ονοματεπώνυμο, τηλεόραση με 215 λειτουργίες και χαλί Ζιγκλέρ Φεραχάν μπορντοροδοκόκκινο.

Όσο ξεφύλλιζα τις σελίδες, τόσο πιο έξαλλος γινόμουν. Οι διαφημίσεις διαδέχονταν η μια την άλλη: πιέστε, φορέστε, χαρίστε, πάτε, φάτε, συλλέξτε, διαβάστε, ντυθείτε, βαφτείτε, στολιστείτε, ακούστε, παίξτε, δείτε –ένας αδιάκοπος καταιγισμός προσταγών. Και ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν ψήγματα κειμένου, σαν το περιοδικό να ήταν το άλλοθι, σαν να υπήρχε μόνο και μόνο για να έχει το οργανωμένο μάρκετινγκ πρόσβαση στο αναγνωστικό κοινό. Σαν όλα τα περιοδικά, όλες οι εφημερίδες, η τηλεόραση, τα ΜΜΕ, να υπήρχαν μόνο γι’ αυτό: για καθημερινή και ολοήμερη πλύση εγκεφάλου. «Αγοράστε, αγοράστε, αγοράστε και θα είστε ευτυχισμένοι. Και αν δεν ξέρετε τι να αγοράσετε, δεν πειράζει, θα σας το πούμε εμείς».

Παρέα με μικρούς ψαράδες στα απομονωμένα νησιά Μπάντα της Ινδονησίας.

Παρέα με μικρούς ψαράδες στα απομονωμένα νησιά Μπάντα της Ινδονησίας.

Και το έλεγαν αυτό σε ποιον; Σε κάποιον που ήταν ευτυχισμένος επί έξι μήνες nonstop με ένα βρακί και δύο σαγιονάρες; Και μια βαλίτσα 50Χ70; Σε κάποιον που ήταν ευτυχισμένος μασουλώντας ένα φρούτο, μιλώντας με έναν συνταξιδιώτη, εξερευνώντας έναν ναό, τραγουδώντας παράφωνα, ζωγραφίζοντας με το πενάκι, πλένοντας τα ρούχα του. Σε κάποιον που είχε επιτέλους καταλάβει το προφανές και το αυτονόητο: ότι η ευτυχία είναι συναίσθημα, άυλο και αιθέριο, όχι κατάσταση κατοχής πραγμάτων. Και ότι η μεγάλη τέχνη είναι να μάθεις να την αντλείς αυτή τη ρημάδα την ευτυχία από παντού, ακόμη (ή κυρίως) και μέσα από τα ελάχιστα, τα μικρά, τα ασήμαντα. Μέσα από αυτά που οι άλλοι, τυφλοί «τα τ’ ώτα, τον τε νού, τα τ’ όμματα», προσπερνούν, κλωτσάνε, αγνοούν.

Τότε ήταν που με ρώτησε ο αδελφός μου αν ήμουν καλά. Όχι, δεν ήμουν καλά, δεν ήμουν καθόλου καλά, αλλά πριν ακόμη σηκώσω το βλέμμα μου από το περιοδικό, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχα καταλάβει. Δεν χρειάζονταν πια οι σκλάβοι της Αρχαιότητας με τους πολέμους, τον βούρδουλα, τις εξεγέρσεις, το κόστος συντήρησης. Τώρα ο καθένας γίνεται σκλάβος των αμέτρητων αναγκών του, συντηρεί ο ίδιος τον εαυτό του, δεν εξεγείρεται και είναι πολύ πιο αποτελεσματικός αφού είναι σίγουρος ότι κάνει το σωστό. Ποιος σκλάβος θα δεχόταν να δουλεύει 12 και 14 ώρες τη μέρα χωρίς την απειλή του μαστιγίου; Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις θα γίνονταν έξαλλες. Οι σύγχρονοι σκλάβοι όμως το κάνουν με χαρά. Για την καριέρα, το δάνειο, το αυτοκίνητο, το σπίτι με θέα τη θάλασσα, τα ψώνια στη Νέα Υόρκη… Για ανάγκες που καμιά τους δεν έχει τίποτε να κάνει με την ευτυχία. Και κανένας δεν ενοχλείται.

Όνειρα, σύννεφα, κύμματα. Ταξίδι στα νησιά Αντάμαν της Ινδίας.

Όνειρα, σύννεφα, κύματα. Ταξίδι στα νησιά Αντάμαν της Ινδίας.

Δεν ήταν αυτά για μένα, δεν ήμουν εγώ γι’ αυτά. Επί έξι μήνες στην Ασία, χωρίς καμία επαφή με τις τοπικές γλώσσες, χωρίς πρόσβαση στην διαφήμιση και τον τύπο, είχα απογαλακτιστεί τελείως από όλο αυτό το σύστημα της ακατάσχετης παραγωγής αναγκών. Γι’ αυτό μπορούσα πια να το δω και να τρομάξω από την όψη του. Επί έξι μήνες είχα τον χρόνο και το έναυσμα να καταλάβω τι πραγματικά μετράει στη ζωή, τι (δεν) κάνει την ευτυχία.

Αναπολώντας τι είχα βιώσει, πώς είχα επιβιώσει ολομόναχος, πώς ένιωθα χωρίς σχεδόν κανένα απόκτημα, ελεύθερος σαν νομάδας, πήρα στον καιρό που ακολούθησε τις μεγάλες αποφάσεις. Σε ποια ρότα θα έμπαινε η ζωή μου από κει και πέρα. Ποιές θα ήταν οι αξίες της. Ποιοι οι περιορισμοί της. Ποιους ανθρώπους θα συναναστρεφόμουν και ποιοι θα έμεναν απέξω. Δεν μπορούσα πια να κλείνω τα μάτια, ούτε να προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου.

Χωρίς να το έχω επιδιώξει, χωρίς καν να το έχω καταλάβει, χωρίς εναγώνιες αναζητήσεις, χωρίς διαλογισμούς, νιρβάνα, «χόρτο», γκουρού, χωρίς εκρήξεις και πυροτεχνήματα, έτσι απλά και αθόρυβα, απαλά, υποδόρια, οι έξι μήνες στην Ασία με είχαν αλλάξει για πάντα.

Διαγωνισμός  βουτιάς στο νησί  Άμπον της Ινδονησίας. Η ευτυχία μπορεί να είναι μόνον μια ανάποδη στροφή ‒στην κυριολεξία.

Διαγωνισμός βουτιάς στο νησί Άμπον της Ινδονησίας. Η ευτυχία μπορεί να είναι μόνον μια ανάποδη στροφή ‒στην κυριολεξία.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top