«Ο λόρδος Βύρων στο νεκροκρέβατό του», έργο του Joseph-Denis Odevaere, 1826

    «Ο λόρδος Βύρων στο νεκροκρέβατό του», έργο του Joseph-Denis Odevaere, 1826

    Ένα τρίπτυχο αφιέρωμα του Andro στα 190 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή και φιλέλληνα, στις 19 Απριλίου 1824. Σήμερα το Γ’ μέρος:

     Δείτε εδώ το Α’ Μέρος κι εδώ το Β΄Μέρος.

    Ο Βύρων ήταν εξαιρετικά σπάταλος και όλη η περιουσία που κληρονόμησε, εξανεμίστηκε σύντομα. Ζούσε πλουσιοπάροχα με δάνεια, ελπίζοντας διαρκώς να τα εξοφλήσει μετά την πώληση των ακινήτων του, που δεν πουλιούνταν επειδή ο ίδιος τα είχε εγκαταλείψει σε σημείο που κανείς δεν ήθελε να τα αγοράσει. Τον ενδιέφερε η ποίηση σαφώς περισσότερο από τα σακατεμένα του ακίνητα και, είναι αλήθεια, δεν θα είχε γράψει τα τρία μεγάλα του αριστουργήματα, το «Childe Harold», τον «Δον Ζουάν» και τον «Μάνφρεντ», που αργότερα έγινε όπερα, αν δεν είχε ταξιδέψει εκτός Αγγλίας. Οι έντονες συγκινήσεις από τις περιπλανήσεις του, σε συνδυασμό με τις εικόνες της μνήμης του και τις συναισθηματικές του εξάρσεις και ενοχές τον οδήγησαν σε αφοπλιστικές αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις που φώλιασαν στους στίχους του σαν φοβισμένα πουλιά.

    «Η ποίηση είναι η λάβα της φαντασίας που η έκρηξη της προλαβαίνει ένα σεισμό», του άρεσε να λέει. Αργότερα που αναζήτησε σκοπό και σωτηρία στην ελληνική επανάσταση, η ποίηση μέσα του έπαψε ξαφνικά να κοχλάζει και μεταμορφώθηκε σε στάσιμο νερό. «Η ποίηση», είπε σ’ ένα φίλο του στο Μεσολόγγι, «θα έπρεπε να απασχολεί μόνο τους αργόσχολους. Όταν έχεις να κάνεις κάτι το σοβαρότερο, είναι γελοίο να ασχολείσαι με αυτή». Τι είχε συμβεί, λοιπόν; Πώς ο Βύρων της φαντασίας ξέκοψε από τον Βύρωνα του Μεσολογγίου; Ποιος τον οδήγησε στο Μεσολόγγι και πώς ο ευγενής και περιζήτητος αυτός διάβολος του Λονδίνου κατέληξε να κυκλοφορεί με φουστανέλα πλάι σε μια ελληνική λιμνοθάλασσα;

    Η είδηση του θανάτου του Βύρωνα συντάραξε το πανελλήνιο. Τέτοιο πένθος είχε να γνωρίσει ο ελληνισμός από τον καιρό που πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ασία!

    Όπως κάθε ποιητής, ο Βύρων αναζητούσε έναν ευγενικό σκοπό και προορισμό. Παλιότεροι ποιητές που ενέπνευσαν τους Ρομαντικούς, όπως ο Βιργίλιος, ο Τορκουάτο Τάσο και ο Μίλτων, αναζήτησαν αυτό το προορισμό μέσα από τον κόσμο της φαντασίας τους η οποία και τους υπαγόρευσε θρυλικά επικά ποιήματα όπως η «Αινειάδα», η «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» και ο «Χαμένος Παράδεισος». Εκείνος όμως δεν ήταν ούτε Βιργίλιος, ούτε Μίλτον. Τα αχαλίνωτα πάθη του δεν ημέρευαν από την ποίηση, αντιθέτως οι στίχοι του ανάβλυζαν σαν προσευχές εξιλέωσης από αυτά.

    dimos-kipouros

    Πίνακας του Δήμου Κηπουρού από την έκθεση «Το Μεσολόγγι μέσα από τη χαρακτική», στην Πινακοθήκη Χ. και Σ. Μοσχανδρέου, στο Μεσολόγγι (από 5 Απριλίου έως 7 Σεπτεμβρίου 2014), στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για την 188η επέτειο της Εξόδου των Ελεύθερων Πολιορκημένων.

    Γι’ αυτό και δεν έφυγε ακριβώς από την Αγγλία με τα κίνητρα του ήρωα, αλλά με τη φούρια του απολωλότος αριστοκράτη που δεν βαστούσε άλλο ούτε η συνείδησή του, αλλά ούτε και η τσέπη του. Ο αποτυχημένος γάμος του με την Αναμπέλα και η αποκρουστική λέξη «αιμομιξία», που τον ακολουθούσε σαν ψίθυρος στο Λονδίνο, τον ώθησαν να ονειρευτεί τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας σαν τον αγώνα του Αινεία στην «Αινειάδα» για την ίδρυση της Ρώμης! Άφησε λοιπόν το θέατρο του Λονδίνου για να στραφεί, όπως ο ίδιος το έθεσε, στο «θέατρο του πολέμου». Τα οικονομικά του είχαν επιτέλους βελτιωθεί μετά την πώληση ενός ακινήτου και τις εκδοτικές επιτυχίες του. Όπως υπολόγισε ένας βιογράφος του, ως το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, το 1823, «το εισόδημα του ήταν εφάμιλλο με εκείνο του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών».

    Credit: noelcollection.org

    Ποιος οδήγησε τον Βύρωνα στο Μεσολόγγι και πώς ο ευγενής και περιζήτητος αυτός διάβολος του Λονδίνου κατέληξε να κυκλοφορεί με φουστανέλα πλάι σε μια ελληνική λιμνοθάλασσα; Credit: noelcollection.org

    Ταξίδευε ως κάτι παραπάνω από Αμερικανός Πρόεδρος! Είχε μαζί του γιατρό, οχτώ άντρες προσωπικό, φίλους, λογιστές και συμβούλους καθώς και τα τρία του σκυλιά. Είχε καταφέρει να στρατολογήσει και να πάρει μαζί του διεθνείς προσωπικότητες όπως ο κόμης Γκάμπα και ο πρίγκιπας Schilizzi, συγγενής του Μαυροκορδάτου, ο οποίος αργότερα θα του έταζε πως, αν όλα πήγαιναν καλά, θα στεφόταν ως βασιλιάς της απελευθερωμένης Ελλάδας!

    Διαβάστε ακόμα: Πέδρο Ολάγια: Τι σημαίνει να είσαι φιλέλληνας σήμερα;

    Εν όψει μιας τέτοιας λαμπρής εκστρατείας ο Βύρων είχε παραγγείλει στο Λονδίνο να του σχεδιάσουν πανάκριβες περικεφαλαίες όπως αυτές που περιγράφει ο Όμηρος στο έκτο βιβλίο της Ιλιάδας και ειδικές στολές για αυτόν και τους άντρες του. Παρότι τα είχε καλά με τους Οθωμανούς –είχε περάσει μήνες ολόκληρους στα Γιάννενα φιλοξενούμενος του Αλή Πασά με τον οποίο είχε άριστες σχέσεις– διέκρινε στον αγώνα των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους μια γνήσια νότα ρομαντισμού και γενναιότητας. Αποφάσισε, λοιπόν, να επενδύσει όλη του την περιουσία, συν αυτά που ζήτησε από τους Άγγλους να συνεισφέρουν, σ’ αυτό τον αγώνα. Με το ναυλωμένο πλοίο «Ηρακλής», ο ίδιος και οι άντρες του έφτασαν στην Κεφαλονιά στις 13 Ιουλίου του 1823. Ήταν Παρασκευή και ο ποιητής ήταν προληπτικός.

    Πράγματι, τίποτα δεν πήγε καλά. Ο Βύρων ήταν γνώστης της αρχαίας ελληνικής σοφίας αλλά όχι της στρατηγικής του πολέμου. Ένα από τα μεγάλα του λάθη ήταν η εμπιστοσύνη του προς τους Σουλιώτες, τους νοτιοαλβανούς μαχητές που είχαν φτάσει σαν πρόσφυγες στα νησιά του Ιονίου. Προσέλαβε ως σωματοφύλακες σαράντα από αυτούς, οι οποίοι αργότερα τον πρόδωσαν στο Μεσολόγγι στη πιο κρίσιμη στιγμή της σύντομης πολεμικής εκστρατείας του.

    Η Ευρώπη τον προσκύνησε ως ήρωα. Οι γαλλικές εφημερίδες ανέφεραν πως «οι δύο σπουδαιότεροι άνδρες του αιώνα, ο Ναπολέων και ο Βύρων, είχαν φύγει την ίδια δεκαετία».

    Οι Σουλιώτες δεν ήταν ακριβώς οι ήρωες που περιέγραφαν κάποτε τα βιβλία της ιστορίας για τους μαθητές του δημοτικού. Ήταν περισσότερο συμφεροντολόγοι μισθοφόροι που ακολουθούσαν τις επιθυμίες εκείνων που πλήρωναν καλύτερα. Όπως αναφέρει μια βιογράφος του Βύρωνα, «απείθαρχοι και κυνικοί, οι Σουλιώτες δεν έδιναν δεκάρα για την Ελληνική Επανάσταση, πίεζαν διαρκώς τον Βύρωνα για ψηλότερες αμοιβές και εξουσίες, είχαν μανία με το φυλετικό στάτους τους και στασίαζαν καθώς ήταν υπό την εξουσία των Γερμανών, των Άγγλων, των Ελβετών και των Σουηδών αξιωματικών».

    xalkografia-mastixiadis1996

    Ο λόρδος Βύρων, χαλκογραφία του Φώτη Μαστιχιάδη, 1996. Από την έκθεση «Το Μεσολόγγι μέσα από τη χαρακτική», στην Πινακοθήκη Χ. και Σ. Μοσχανδρέου.

    Ο Βύρων έφτασε στο Μεσολόγγι μετά από έκκληση του Μαυροκορδάτου. Το σχέδιο του Μαυροκορδάτου ήταν να εισβάλλουν, με τη βοήθεια του, στη Ναύπακτο και από εκεί αργότερα να προχωρήσουν στην κατάκτηση τη Πάτρας, εξασφαλίζοντας έτσι την κυριαρχία της δυτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με πληροφορίες από Έλληνες κατασκόπους, η κατάκτηση της Ναυπάκτου θα ήταν μια σχετικά εύκολη επιχείρηση επειδή ο αλβανικός στρατός που τη φρουρούσε ήταν απλήρωτος επί μήνες και λιμοκτονούσε.

    Διαβάστε ακόμα: Πάτρικ Λη Φέρμορ: Πώς διέσχισε, 18 χρονών, την Ευρώπη με τα πόδια!

    Μετά την επιτυχία μιας τέτοιας επιχείρησης, ο Βύρων θα ανακηρυσσόταν εθνικός ήρωας των Ελλήνων και –γιατί όχι, τόνιζε ο Μαυροκορδάτος– κάποια μέρα και βασιλιάς τους. Όλοι όμως υπολόγιζαν χωρίς τον Κολοκοτρώνη. Ο οποίος, φοβούμενος πως η επιτυχία μιας τέτοιας επιχείρησης θα έδινε περαιτέρω εξουσία στον Μαυροκορδάτο και θα σαμποτάριζε την προσωπική του επιρροή στη δυτική Ελλάδα, έστειλε τους δικούς του Σουλιώτες από την Πελοπόννησο στο Μεσολόγγι για να δημιουργήσουν αστάθεια στο στρατό του Βύρωνα και να τον πείσουν να μην ξεκινήσει για τη Ναύπακτο. Το σχέδιό του πέτυχε: την παραμονή της εκστρατείας οι Σουλιώτες ξεσηκώθηκαν ζητώντας παράλογες αυξήσεις από τον Βύρωνα, του οποίου οι εξακόσιοι στρατιώτες και τα άλογά τους του κόστιζαν ήδη 2.000 δολάρια την εβδομάδα.

    Η αποτυχία αυτού του σχεδίου ήταν η αρχή του τέλους της σύντομης στρατιωτικής καριέρας του Βύρωνα, η οποία έληξε άδοξα λίγους μήνες αργότερα όταν ο Καραϊσκάκης, που είχε ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Σουλιώτη Τζαβέλα, αποφάσισε να εισβάλλει στο Μεσολόγγι με στόχο να αποδεκατίσει το στρατό του Βύρωνα και να δημιουργήσει διχόνοια μεταξύ αυτού και του Μαυροκορδάτου. Ανάμεσα στις προδοσίες του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, ένας μεγάλος σεισμός είχε ήδη σμπαραλιάσει το Μεσολόγγι.

    Ο Βύρων έμοιαζε αξιοθρήνητος. Δεν ήταν μόνο οι αλλεπάλληλες προδοσίες των Ελλήνων αρχηγών και ο άκαρπος αγώνας του, αλλά και η απελπισμένη αγάπη του για τον Λουκά, τον δεκαπεντάχρονο γιο μιας φτωχής χήρας που γνώρισε στην Κεφαλονιά και πήρε μαζί του. Ο έφηβος Έλληνας έγινε μαχητής και προσωπικός βοηθός του, αντίθετα όμως από τους δύο προηγούμενους παρόμοιους έρωτές του, τον Τζον και τον Νικολό, δεν έγινε ποτέ εραστής του. Παρότι ήταν μόνο 37 ετών, ο Βύρων έμοιαζε τόσο γέρος και εξουθενωμένος που το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να επιθυμήσει μαζί του ένας νέος ή νέα ήταν ο έρωτας. Η «αβυσσαλέα αγάπη», όπως την περιέγραψε ο ίδιος, για τον Λουκά τον κατάπιε σαν λέαινα.

    «Η άφιξη του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1861.

    «Η άφιξη του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1861.

    Μια χαρτορίχτρα είχε πει στη μητέρα του Βύρωνα, ότι ο γιος της θα έβρισκε σκληρό θάνατο στα 37 του. Έτσι ακριβώς έγινε. Ξεψύχησε τη Δευτέρα του Πάσχα αιμόφυρτος και τρομαγμένος, στο Μεσολόγγι, μετά από ένα φρικτό κρυολόγημα που τον κυρίευσε σαν δαίμονας. Όπως και στις ταινίες, έξω έπεφταν αστροπελέκια και η βροχή κατέκλυζε δρόμους και αισθήσεις. Οι κομπογιαννίτες γιατροί του έκαναν, χωρίς αποτέλεσμα, απανωτές αφαιμάξεις όσο εκείνος τους φώναζε με όση φωνή του είχε απομείνει «αφήστε με να κοιμηθώ». Όταν έγινε νεκροψία, οι γιατροί είπαν πως ο εγκέφαλός του έμοιαζε με εγκέφαλο γέρου ανθρώπου. Διόλου τυχαία, ο Βύρων αστειευόταν συχνά στην Ελλάδα, ότι «αισθάνομαι σαν εξακοσίων χρονών».

    Η είδηση «ο Βύρων πέθανε!» ήταν βεβαίως το μεγαλύτερο νέο του 1824. Το πανελλήνιο –συμπεριλαμβανομένων του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη– υποκλίθηκε και τέτοιο πένθος είχε να συγκλονίσει τον ελληνισμό από τον καιρό που πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ασία! Με αξιοπρέπεια, με υστερία, με ενοχές, με υπερβολές, οι Έλληνες άρχισαν να βαλσαμώνουν τα όργανα του ποιητή και σε μια μακάβρια παράσταση θλίψης να τα προσκυνούν σαν φυλακτά. Ό,τι απέμεινε από το σώμα του ταξίδεψε για ταφή στην Αγγλία όπου ο ίδιος είχε πει πως δεν ήθελε ποτέ να επιστρέψει.

    Με αξιοπρέπεια, υστερία, ενοχές, υπερβολές, οι Έλληνες άρχισαν να βαλσαμώνουν τα όργανα του ποιητή και να τα προσκυνούν σαν φυλακτά…

    Η Ευρώπη γενικότερα τον προσκύνησε ως ήρωα και μάλιστα οι γαλλικές εφημερίδες ανέφεραν πως «οι δύο σπουδαιότεροι άνδρες του αιώνα, ο Ναπολέων και ο Βύρων, είχαν φύγει την ίδια δεκαετία». Οι συμπατριώτες του τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα και λουλούδια. Μπορεί κάποτε να τον μίσησαν, το μίσος όμως, ως γνωστόν, είναι η άλλη όψη της αγάπης και ο Βύρων τις χρειαζόταν και τις δύο. Το πιο θλιβερό απ’ όλα είναι ότι σε μια στιγμή βάρβαρης απερισκεψίας, ο Λονδρέζος εκδότης του έκαψε τα ημερολόγια του ποιητή, σεβόμενος υποτίθεται τη μνήμη του και φοβούμενος ότι αν κάποια μέρα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας οι Άγγλοι θα χλόμιαζαν περισσότερο με τις εκμυστηρεύσεις του για την Αυγούστα ή τον Λουκά.

    Έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ τα πιο βαθιά μυστικά του άνδρα που χτύπησε τη γροθιά στο μαχαίρι και ξεψύχησε στη χώρα που αγάπησε και στη χώρα που τον πρόδωσε. Ο Λόρδος Βύρων, ωστόσο, είχε συγχωρέσει τους Έλληνες προτού τον προδώσουν. Στα ελαττώματά τους έβλεπε και τα δικά του και στις απιστίες τους αναγνώριζε το θυμό του πεισμωμένου. Όπως σημείωσε κάποτε ο ίδιος σ’ ένα γράμμα του, «είναι αχάριστοι (οι Έλληνες), καταφανώς, φριχτά αχάριστοι – σε αυτό συνοψίζεται η γενική κατακραυγή εναντίον τους. Για όνομα της θεάς Νέμεσης, όμως, τι είναι εκείνο για το οποίο θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες; Ποιος άνθρωπος ευεργέτησε ποτέ την Ελλάδα ή τους Έλληνες; Θα έπρεπε δηλαδή να ευγνωμονούν τους Τούρκους για τα δεσμά τους, και τους Φράγκους για τις υποσχέσεις που δεν τήρησαν; Να ευγνωμονούν τον καλλιτέχνη που αντιγράφει τα ερείπια τους σε γκραβούρες, και τον αρχαιοδίφη που τα παίρνει και φεύγει; Γι’ αυτά λοιπόν θα έπρεπε να αισθάνονται υποχρέωση στους ξένους;»

    combat-of-the-giaour-and-the-pasha-painted-by-eugc3a8ne-delacroix-18272

    «Η μάχη του Γκιαούρη με τον Πασά», έργο του Ευγένιου Ντελακρουά, εμπνευσμένο από το ποίημα «Ο Γκιαούρ».

    Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος.

     

    Τα βιβλία που συντέλεσαν στη συγγραφή του άρθρου είναι τα εξής:

    -Thomas Moore, «Τhe Works of Lord Byron» (John Murray, 1835).
    -Louis Crompton, «Byron and Greek Love» (University of California Press, 1985).
    -Harold Bloom, «Lord Byron» (Chelsea House, 2004).
    -Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ, Αθήνα (Εστία, 2007).
    -Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Λόρδος Μπάιρον, Οι έρωτές του» (Μεταίχμιο, 2009).
    -Αντρέ Μωρουά, «Λόρδος Μπάιρον» (Ωκεανίδα, 1997).
    -Θεοδόσης Πελεγρίνης, «Εγχειρίδιο Παθών» (Ελληνικά Γράμματα, 2008).

     

    Διαβάστε ακόμα: Το στυλ του Ηλία Μαυρομιχάλη, του Νεραϊδογέννητου.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top