«Σε μια συζήτηση που είχα στο σχολείο που δίδασκα μου είχαν μιλήσει για ένα πανηγύρι που θα γίνονταν την Κυριακή στο Urcos. Το πανηγύρι της Virgen Inmaculada ή κάτι τέτοιο. Η ιδέα μου φάνηκε καλή» θυμάται ο Κωνσταντίνος Γκόφας.

Κούσκο, Περού, 1988. Γέμισα το σακίδιο μου με τα πράγματα της εκδρομής μιας μέρας. Λίγο ψωμί δίχως μαγιά, κάποια φρούτα εξωτικά που τα ονόματά τους δεν θυμάμαι πλέον, το σημειωματάριό μου και κυρίως τη φωτογραφική μου μηχανή. Πήρα και ρούχα ζεστά για την κάθε αλλαγή του καιρού, πήρα το ντόπιο σκουφί μου, το γνωστό «chullo» και ξεκίνησα από το σπίτι μου στο pasaje Esmeralda, για να πάω στην πιάτσα απ’ όπου φεύγουν τα ημιφορτηγά πρωί-πρωί με κατεύθυνση τα τριγύρω χωριά του Andahuailillas.

Διέσχισα τη γέφυρα Grau και προχώρησα προς την Avenida Sol. Κάπου εκεί τριγύρω ήταν η πιάτσα. Σκοπός μου ήταν να φτάσω στο Urcos. Σε μια συζήτηση που είχα στο σχολείο που δίδασκα μου είχαν μιλήσει για ένα πανηγύρι που θα γίνονταν την Κυριακή εκεί. Το πανηγύρι της Virgen Inmaculada ή κάτι τέτοιο. Η ιδέα μου φάνηκε καλή. Τις Κυριακές, άλλωστε, τις είχα κρατήσει ελεύθερες και δεν δούλευα για να ανακαλύπτω καινούργια μέρη.

Έστριψα περπατώντας στη San Miguel και κατόπιν στην Avenida Garcilaso φτάνοντας στην πιάτσα. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί, γυναίκες κυρίως με μεγάλα άσπρα καπέλα ή και καπέλα τύπου bowler και ποικιλόχρωμα φουστάνια. Άλλες πάλι έφερναν μαζί τους μεγάλα κενά καλάθια -προφανώς για να τα γεμίσουν με εμπόρευμα από τα χωριά-  κι άλλες είχαν στην πλάτη τα μωρά τους, μέσα στη manta. Μια οσμή πλανιόταν στην περιοχή, αυτή η ακαθόριστη αλλά πολύ αναγνωρίσιμη οσμή που βασιλεύει σε όλες τις αγροτικές περιοχές του Κούσκο. Ολόγυρα, οι ταξιδιώτες με κοίταγαν με ενδιαφέρον. «Άλλος ένας γκρίνγκο που έχει το χρόνο και το χρήμα να ταξιδεύει για πλάκα», θα σκέφτονταν.

Ένας μεταφορέας κουβαλάει ένα τεράστιο πιθάρι στην πλάτη του με νερό ή κάποιο άλλο υγρό, ίσως με το ποτό chicha. Πραγματικά, ο μεταφορέας ντυμένος με το chullo και το poncho του μοιάζει να έχει βγει από την εποχή των Ίνκας.

Άρχισα να ρωτάω δεξιά κι αριστερά «ποιο colectivo, ποιο λεωφορείο ή ημιφορτηγό αναχωρεί για το Urcos;». Μια συμπαθητική ηλικιωμένη κυριούλα, με τα μαλλιά της πλεγμένα πλεξούδες και με το πρόσωπο της πρόωρα ρυτιδιασμένο μου έδειξε με το χέρι ένα ταλαιπωρημένο ημιφορτηγό Datsun, αραγμένο λίγο πιο πέρα. Ήταν μισογεμάτο με κόσμο, οι ταξιδιώτες στέκονταν όρθιοι και κοιτούσαν με δυσπιστία όσους ετοιμάζονταν να ανέβουν κι αυτοί στο Datsun, αντιλαμβανόμενοι ότι όσοι πιο πολλοί ανέβαιναν τόσο πιο στριμωγμένα θα ταξίδευαν τις δυο περίπου ώρες -με τις στάσεις- μέχρι το Urcos.

Ο οδηγός όμως, με το που με είδε, με πλησίασε περιχαρής και με ρώτησε «señor.. θα ταξιδέψετε μέχρι το Urcos;». Του επιβεβαίωσα την πρόθεσή μου. Κατόπιν άρχισε ένα σύντομο παζάρι για τα κόμιστρα, τα οποία θα υπολογίζονταν σε συνάρτηση με την τότε οικονομική κρίση που μάστιζε το Περού, με την περιορισμένη χωρητικότητα του Datsun, με την αδιαμφισβήτητη δυσκολία του δρόμου, αλλά -κυρίως, υποθέτω- με την ηλικία μου και το πασιφανές γεγονός ότι ήμουν ένας άσχετος «γκρίνγκο», ένας ακόμα ξένος.

Οι κοπελιές, πανέμορφες Ινδιάνες, καλλίπυγες και στρογγυλοπρόσωπες, περιφέρονται στην κεντρική πλατεία, την Plaza de Armas, φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα μήπως και βρουν καλό γαμπρό και γυρίσουν σπίτι λογοδοσμένες.

Ανέβηκα και πήρα θέση ανάμεσα σε δυο κυρίες που με κοίταξαν με μειλίχιο χαμόγελο. «Ο κύριος είναι ξένος;» αποτόλμησε η πρώτη. «Σίγουρα πρώτη φορά ταξιδεύει για το Urcos!». «Παντρεμένος; Παιδιά έχεις;» συνέχισε η δεύτερη. Τους εξήγησα όσο μπορούσα την οικογενειακή μου κατάσταση. Όχι δεν ήμουν παντρεμένος, όχι δεν είχα παιδιά. Οι κυρίες αντάλλαξαν ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα. Ύποπτο θα τους φαινόταν ότι στην προκεχωρημένη ηλικία μου των τότε 29 ετών δεν είχα ακόμη ένα τσούρμο από παιδιά και ίσως -γιατί όχι;- και κανένα εγγόνι!

Κόσμος πολύς έχει μαζευτεί από τα γύρω χωριά και έχει κατακλύσει το Urcos.

Το Datsun με ένα αναστεναγμό ανακούφισης ξεκίνησε, αφήνοντας πίσω ένα «παραπέτασμα καπνού» – καθώς λέγουν στο Πολεμικό μας Ναυτικό. Το τοπίο ξεδιπλώνεται ολόγυρά μου με τη σχετικά μεγάλη ταχύτητα του καταφορτωμένου Datsun. Περνάμε την Angostura με κατεύθυνση την Oropesa. Αριστερά μας ορθώνεται ένα βουνό γεμάτο πρωινό μυστήριο. Προσπαθώ να φανταστώ αν εκεί πάνω ζουν τίποτα απομονωμένοι αγρότες ή τίποτα κτηνοτρόφοι με λάμας. Αλλά δεν φαίνεται ψυχή.

Μια πρώτη στάση γίνεται στο Huasao. Δυο από τους συνεπιβάτες μας κατεβαίνουν και από πάνω οι άλλοι -κι εγώ μαζί τους- τους βοηθάμε να κατεβάσουν την πραμάτειά τους. Για τους δύο, όμως, που κατέβηκαν ανεβαίνουν αντίστροφα τέσσερις ακόμα. Τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν. Ιδρωμένα ρούχα τρίβονται πάνω στα δικά μου, τα δικά μου τρίβονται πάνω στων αλλονών, οι μυρουδιές διαχέονται και μας αγκαλιάζουν. Γινόμαστε όλοι ένα. Σφιχταγκαλιάζω το κιγκλίδωμα του Datsun, ο δροσερός πρωινός αγέρας χτυπά χαρμόσυνα το πρόσωπό μου, σκέφτομαι τι καλά έκανα και παράτησα τη Νομική κι ήρθα εδώ πάνω στο Κούσκο του Περού να βρω τη γαλήνη μου.


Διαβάστε ακόμα: Μπρίξτον: Ο Νίκος Καρανικόλας βρέθηκε στη γειτονιά της εξέγερσης, του Bowie και των χρωμάτων


Το Datsun σταματά και παραπέρα παίρνει και ανεβάζει κι άλλους και πιο πέρα κι άλλους ακόμα. Είμαστε πια τίγκα στον κόσμο, ωσάν το κίτρινο σαρδελοκούτι με τις σαρδέλες Πορτογαλίας που πουλάνε πριν από το Πάσχα στα σουπερμάρκετ. Στις στάσεις που γίνονται στη μέση του πουθενά κατεβαίνουμε για να ουρήσουμε ή και για κάτι παραπάνω, μπρος τα μάτια όλων των υπολοίπων επιβατών και των περαστικών εποχούμενων. Άλλοι επιδεικνύουν για το θέαμα πλήρη αδιαφορία, άλλοι όμως δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον ακόμα και για τις λεπτομέρειες. Μετά από μια καλή στάση στην Oropesa, για να φάμε σουβλάκια anticuchos από καρδιά μοσχαριού, συνεχίζουμε και φτάνουμε επιτέλους στο Urcos.

Ένας ανάπηρος περιφέρεται δίχως πόδια, χωρίς αναπηρική καρέκλα, χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια του.

Κόσμος πολύς έχει μαζευτεί από τα γύρω χωριά και έχει κατακλύσει το Urcos. Στη λίμνη, οι ντόπιες και αυτές που μόλις κατέβηκαν απ’ τα βουνά έχουν φέρει τη μπουγάδα τους και πλένουν. Ταυτόχρονα, τα παιδιά ημίγυμνα κολυμπούν στο νερό. Οι κοπελιές, πανέμορφες Ινδιάνες, καλλίπυγες και στρογγυλοπρόσωπες, περιφέρονται στην κεντρική πλατεία, την Plaza de Armas, φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα μήπως και βρουν καλό γαμπρό και γυρίσουν σπίτι λογοδοσμένες.

Ένα κοριτσάκι έχει βάλει έναν παπαγάλο στο ώμο του και παίζει μαζί του, ενόσω περιμένει να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του.

Οι αγρότες έχουν παρατάξει χάμω, πάνω σε ένα ύφασμα, τα προϊόντα τους και οι πραματευτές τα σαντάλια τους, φτιαγμένα από λάστιχα αυτοκινήτου ή άλλα χειροποίητα προϊόντα. Οι μουσικοί παίζουν ορεινά τραγούδια με την quena τους, ένα είδος αυλού του Πάνα. Ένας ανάπηρος περιφέρεται δίχως πόδια, χωρίς αναπηρική καρέκλα, χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια του αντί για πόδια. Μια πάμφτωχη ηλικιωμένη μαζί με το επίσης πάμφτωχο άντρα της χαμογελά και μου δείχνει το χωρισμένο στα δύο χείλος της. Ένα κοριτσάκι έχει βάλει έναν παπαγάλο στο ώμο του και παίζει μαζί του, ενόσω περιμένει να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του.

Με το που ο κακός σύζυγος πιάνει στα πράσα τον εραστή, μερικοί σηκώνονται όρθιοι και χειρονομούν: «Φύγε! Φύγε!» προειδοποιούν τον εραστή. Μαριονέτα κι αυτός, ρωτά το πλήθος τι πρέπει να κάνει. Μερικές γυναίκες κλαίνε από τη συγκίνηση.

Κάποιος πάλι έχει φέρει ένα σφαγμένο γουρούνι για πούλημα και το έχει ακουμπήσει πάνω στο αυτοκίνητο κάποιου άλλου, ίσως του αγοραστή. Το γουρούνι είναι κάτασπρο, με αυτήν τη νεκρική ασπρίλα του θανάτου. Ένας άλλος χωρικός με chullo και σακάκι περιφέρει το δικό του γουρούνι για πούλημα, δεμένο με ένα σκοινί σαν σκύλο. Ένας μεταφορέας κουβαλάει ένα τεράστιο πιθάρι στην πλάτη του με νερό ή κάποιο άλλο υγρό, ίσως με το ποτό chicha. Πραγματικά, ο μεταφορέας ντυμένος με το chullo και το poncho του μοιάζει να έχει βγει από την εποχή των Ίνκας. Πιο πέρα, μια γυναίκα ψήνει chicharrones, κομμάτια χοιρινού τσιγαρισμένου στο ίδιο του το λίπος.

Οι αγρότες έχουν παρατάξει χάμω, πάνω σε ένα ύφασμα, τα προϊόντα τους και οι πραματευτές τα σαντάλια τους, φτιαγμένα από λάστιχα αυτοκινήτου ή άλλα χειροποίητα προϊόντα.

Αλλά στη μέση της πλατείας ακούγεται πολλή οχλοβοή. Τι τρέχει λοιπόν; Πλησιάζω και βγάζω τη φωτογραφική μηχανή μου (μια Pentax ME super, το αστέρι της τότε τεχνολογίας του ‘80).

Στη μέση λοιπόν της πλατείας είναι στημένες δύο κλειστές σκηνές, δύο περιφερόμενες σκηνές κουκλοθέατρου για ενήλικες. Ένα Teatro de Marionetas με το όνομα «Señor de Huancas» – έτσι γράφει με ωραία γράμματα απέξω. Ένα άλλο κουκλοθέατρο παραδίπλα φέρει το όνομα Teatro de marionetas «Joker». Στο χωριό τότε δεν υπήρχε ρεύμα και άρα ούτε τηλεόραση ή ραδιόφωνο. Το κουκλοθέατρο ήταν μια μοναδική πηγή απόλαυσης για τους κατοίκους του Urcos, αλλά και των γύρω χωριών που έτρεχαν να απολαύσουν το θέαμα κάθε φορά που ήταν διαθέσιμο σε κάποιο πανηγύρι.

Πληρώνω ένα ευτελές ποσό και μπαίνω στο Teatro de Marionetas «Señor de Huancas». Το θέαμα επιτέλους. Χειροκροτήματα. Το θέμα έχει να κάνει με κάποιον ερωτευμένο και την αρραβωνιαστικιά του.

Πληρώνω ένα ευτελές ποσό και μπαίνω στο Teatro de Marionetas «Señor de Huancas». Στρογγυλοκάθομαι σε έναν πάγκο. Είμαι ψηλός και με στέλνουν πιο πίσω για να μπορούν να βλέπουν όλοι. Το θέαμα επιτέλους αρχίζει. Χειροκροτήματα. Το θέμα έχει να κάνει με κάποιον ερωτευμένο και την αρραβωνιαστικιά του. Όμως, τα λόγια της παράστασης είναι στα quechua, τη γλώσσα των Ινδιάνων του ορεινού Περού. Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Υποθέτω, πάντως, ότι πρόκειται για δράμα ερωτικό.

Τα πνεύματα έχουν εξαφθεί! Μια μαριονέτα έχει μια κιθάρα και σιγοπαίζει ένα σκοπό, παρέα με δυο άλλες μαριονέτες που παίζουν σαξόφωνο. Μάλλον θα κάνουν σερενάτα. Ξάφνου εμφανίζεται ο κακός σύζυγος, γέρος και άσχημος. Τα πράγματα λαμβάνουν δραματική τροπή. Θα χυθεί άραγε αίμα; Ο κόσμος από κάτω συμμετέχει με την ψυχή του. Με το που ο κακός σύζυγος πιάνει στα πράσα τον εραστή, μερικοί σηκώνονται όρθιοι και χειρονομούν: «Φύγε! Φύγε!» προειδοποιούν τον εραστή. Μαριονέτα κι αυτός, αποσβολωμένος κάθεται και ρωτά το πλήθος τι πρέπει να κάνει. Μερικές γυναίκες κλαίνε από τη συγκίνηση. Άλλες, μην αντέχοντας το στρες, εγκαταλείπουν και φεύγουν.

Τα πνεύματα έχουν εξαφθεί! Μια μαριονέτα έχει μια κιθάρα και σιγοπαίζει ένα σκοπό. Μάλλον θα κάνουν σερενάτα.

Στο τέλος της παράστασης βγαίνω κι εγώ συγκινημένος από το δράμα και αγχωμένος για την επιστροφή μου πίσω στο Κούσκο. Στοιβάζομαι και πάλι σ’ ένα ημιφορτηγό, και κατά τη διαδρομή πίσω, παρ’ όλα τα ρούχα που φορώ, έχω παγώσει από την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Φτάνουμε πίσω αργά το βράδυ και τρέχω σπίτι να πέσω για ύπνο: την επόμενη μέρα έχω μάθημα Γαλλικών για τους μαθητές μου στην Alliance Française.

 

Διαβάστε ακόμα: Το τέλειο σαφάρι του Patrick Mavros

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top