Μια ματιά στο Ζεφύρι, στον καταυλισμό των τσιγγάνων που αποτελούσε ανέκαθεν άβατο για τον υπόλοιπο κόσμο.

Δεν είχα πάει ποτέ στο Μενίδι. Πόσο μάλλον στο Ζεφύρι, στον καταυλισμό των τσιγγάνων που αποτελούσε ανέκαθεν άβατο για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ιστορίες που ακούμε κατά καιρούς, με πιο πρόσφατο τον τραγικό θάνατο του νεαρού μαθητή από εξοστρακισμένη σφαίρα, δεν είναι φυσικά επινοημένες ούτε υπερβολικές. Μέσα στις δυο τρεις ώρες που βρέθηκα εκεί αντίκρισα εικόνες που με άφησαν με ανοιχτό το στόμα:

Ένα αμάξι, προφανώς κλεμμένο, τυλιγμένο σε φλόγες, καιγόταν σαν λαμπάδα, ξεκαρδισμένα παιδιά με το ζόρι δέκα ετών μύριζαν, μπροστά στα μάτια των γονιών τους, ένα πανί βουτηγμένο σε βενζίνη.

Ένα περιπολικό ήρθε κι έφυγε αθόρυβα. Ένας μοτοσικλετιστής διέσχισε τον χωματόδρομο με τις λακκούβες, παρέλαβε κάτι, το πλήρωσε, κι έφυγε ρίχνοντάς μου μια στραβή ματιά.

Καθίσαμε κατάχαμα, πάνω σε στρωμένα κιλίμια. Tα παιδιά με κοιτούσαν σαν να είχα κατέβει από τα άστρα.

Όπου και να γυρνούσες το βλέμμα σου, έβλεπες παιδιά.

Θυμάμαι πόσο εγκάρδια με υποδέχτηκαν κάποιοι από τους τσιγγάνους, και πόσο φιλόξενοι ήταν. Καθίσαμε κατάχαμα, πάνω σε στρωμένα κιλίμια. Ο μελαψός πατέρας με το ολόλευκο χαμόγελο, περιστοιχισμένος από ένα σωρό παιδιά, δικά του παιδιά που με κοιτούσαν σαν να είχα κατέβει από τα άστρα, με ρώτησε αν θέλω να πιω καφέ.

Ένα από τα τσαντίρια λειτουργούσε σαν χώρος συνάθροισης. Ήταν το καφενείο, για τους άντρες. Κάποιο άλλο, που στέγαζε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, έφηβους για την ακρίβεια, με εντυπωσίασε από τον επιμελημένο τρόπο που είχε διακοσμηθεί. Θα μπορούσες να το πεις και ποστμοντερνιά αν δεν ήξερες που βρισκόσουν. Μια πανδαισία από χρώματα και σχέδια πάνω στις κουβέρτες, τα μαξιλάρια, και τα χαλιά τα στρωμένα πάνω στο χώμα.

Κάποια φασκιωμένα μωρά κοιμόντουσαν ανεπηρέαστα από τον ντόρο, τις μουσικές και τα κλαρίνα στη διαπασών, που έφταναν από το αγροτικό το φορτωμένο με γλάστρες και σακιά με χώμα.

Ήταν ένας άλλος κόσμος αυτός που είδα στο Ζεφύρι των τσιγγάνων. Επικρατούσαν τα χρώματα, τα γέλια, οι φωνές, οι ηχηρές κουβέντες και φυσικά τα παιδιά. Πολλά παιδιά. Με υγρά μαύρα μάτια και σπινθηροβόλο βλέμμα. Αγόρια και κορίτσια άλλοτε θλιμμένα κι άλλοτε ξεκαρδισμένα στα γέλια.

Έβγαλα την φωτογραφική μου μηχανή και φωτογράφισα κάποια από αυτά.

«Επικρατούσαν τα χρώματα, τα γέλια, οι φωνές, οι ηχηρές κουβέντες και φυσικά τα παιδιά. Πολλά παιδιά» θυμάται ο Πέτρος Μπιρμίλης.

«Ένα από τα τσαντίρια λειτουργούσε σαν χώρος συνάθροισης. Ήταν το καφενείο, για τους άντρες».

«Παιδιά με υγρά μαύρα μάτια και σπινθηροβόλο βλέμμα».

«Κάποια φασκιωμένα μωρά κοιμόντουσαν ανεπηρέαστα από τον ντόρο, τις μουσικές και τα κλαρίνα στη διαπασών, που έφταναν από το αγροτικό το φορτωμένο με γλάστρες και σακιά με χώμα».

«Έβλεπες αγόρια και κορίτσια άλλοτε θλιμμένα κι άλλοτε ξεκαρδισμένα στα γέλια».

«Θυμάμαι πόσο εγκάρδια με υποδέχτηκαν κάποιοι από τους τσιγγάνους, και πόσο φιλόξενοι ήταν».

Λίγη ώρα έξω από το κέντρο της Αθήνας βρίσκεται ένας άλλος κόσμος.

Τα μάτια αυτών των παιδιών λένε όλη τους την ιστορία.

 

// Ο Πέτρος Μπιρμπίλης είναι συγγραφέας, πρώην δημοσιογράφος. Εχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους και τα κλιπ των Στερεο Νόβα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ήλιος, κύματα και σέρφινγκ στο κέντρο του Μονάχου

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top