Κλέβοντας κλαδιά από ανθισμένες αμυγδαλιές στην Παλιαχώρα της Αίγινας.

Κλέβοντας κλαδιά από ανθισμένες αμυγδαλιές στην Παλιαχώρα της Αίγινας.

Ο θεός είναι στον κήπο. Σκάψε να τον βρεις, έλεγε ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω. Στην Αθήνα, στο κέντρο της ιδίως, δεν είχα πια πού να σκάψω. Το χώμα είχε σχεδόν παντού εξαφανιστεί κάτω από τα πόδια μου. Άσφαλτος, ολόγυρά μου, τσιμέντο, μουντά πλακόστρωτα πεζοδρόμια, τσιμεντοστρωμένες επίσης αυλές και πλατείες. Μερικές –ακόμα χειρότερα– με μια πρόσθετη στρώση από πολύχρωμα δήθεν χαλίκια. Πάλι καλά που ο Καλατράβα επέμεινε τόσο πεισματικά να μείνει το πατημένο χώμα γύρω τουλάχιστον από το Ολυμπιακό Στάδιο της Καλογρέζας. Αλλά, ασφαλώς, ένας καλατράβα- με- κι- ας- κλαίω, δεν μπορεί μόνος του να φέρει την άνοιξη.

Μεγάλη, έλεγα λοιπόν, η αγωνία μου ν’ αντικρίσω ξανά λίγο χώμα, να το σκαλίσω και να το περιποιηθώ, όπως του αξίζει. Φανταστείτε, ως και τις μπουκαμβίλιες που είχα προλάβει να φυτέψω στον μικρό αρχαιολογικό χώρο –κομμάτι της Ρωμαϊκής Αγοράς– που συνόρευε με την αυλή τού προνομιούχου σπιτιού μου επί της Αδριανού στην Πλάκα, με διέταξαν οι βλοσυροί αρχαιολόγοι να τις ξεριζώσω αμέσως Εν τω μεταξύ και η πεζοπορία στους γύρω δρόμους και οι περιστασιακές επαφές μου με τους εξαχρειωμένους κι εκ των πραγμάτων εξαγριεμένους συμπολίτες μου γίνονταν κάθε μέρα όλο και πιο άχαρες και πιο οδυνηρές. Τσακωνόμουν διαρκώς με τους οδηγούς δικύκλων και τετράτροχων που διασχίζαν καμαρωτά –καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε– τους αφύλαχτους πεζόδρομους. Κι αρπαζόμουν κάθε τόσο με τους ανεπρόκοπους εμπόρους που απλώναν ως κάτω στο δρόμο, στο ένα μικρομάγαζο μετά το άλλο, την ίδια κι απαράλλαχτη τρισάθλια πραμάτεια: στραβοχυμένα αντίγραφα από παλιά αγαλματίδια, προχειροψημένα μελανόμορφα τάχα μου αγγεία, χάντρες, κιλίμια, μαντήλες της συμφοράς, ακατονόμαστα κομπολόγια και άλλα παρόμοια κακότεχνα χαϊμαλιά.

Όχι, η ηθική σταδιοδρομία μου σ’ αυτήν την τσιμεντοκρατούμενη κεντρική αυλή των θαυμάτων είχε προ πολλού κάνει τον κύκλο της. Ώρα για την αναχώρηση προς μια πιο υγιεινή, γνήσια γήινη περιφέρεια. Κι ακολουθώντας την παλιά καλή προτροπή του Αθηναίου ναυάρχου, αποφάσισα να καταφύγω κι εγώ, μαζί με τα στοιχειωδώς απαραίτητα συμπράγκαλά μου, στα «ξύλινα τείχη». Που θα με ταξιδεύανε στον Σαρωνικό, το μόνο μεγάλο πάρκο που έχει απομείνει στη ρημαγμένη πρωτεύουσά μας. Επιμένω, ωστόσο, πως χώμα ήθελα να ξαναβρώ μπροστά μου, όχι νερό. (Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να συνειδητοποιήσω πως η μετοικεσία μου συνδυαζόταν και με μια καταφανώς ευχερέστερη πρόσβαση στο απολαυστικό θαλασσινό μπάνιο). Ξεμπαρκάραμε, λοιπόν, ο γάτος μου κι εγώ στην Αίγινα. Ήθελα δεν ήθελα, η ταμπέλα «νεοαγρότης» είχε καρφιτσωθεί επάνω μου. Το θέμα ήταν πώς θα μπορούσα να τη διαχειριστώ από δω κι εμπρός. Τόσο το μικρό ισόγειο σπίτι που νοίκιασα στην αρχή όσο και η άλλη η ονειρεμένη πέτρινη βίγλα, σκαρφαλωμένη σ’ έναν βραχώδη λοφίσκο, απέναντι από τους τάφους των Σαλαμινομάχων, που βρήκα εν συνεχεία ν’ αγοράσω, είχαν εμπρός και πίσω τους υποτυπώδεις κήπους. Φυτεμένη με φουντωτές λεμονιές και πορτοκαλιές και με μια δροσερή κληματαριά η αυλή του πρώτου –«κτήμα» επέμενε να την αποκαλεί η σπιτονοικοκυρά μου–, γυμνό χώμα σπαρμένο με μπόλικες πέτρες κι αγκωνάρια γύρω από το χτισμένο με περισσή φροντίδα σπιτικό πάνω στο βράχο που είχε γίνει πια δικό μου. (Το καλύτερο κομπλιμέντο που άκουσα τότε ήταν από μια φίλη του γιού μου που, αντικρίζοντας τη μεταμόρφωση της περιμετρικής γυμνής αυλής τής μόνιμης πλέον εγκατάστασής  μου, μου είπε χαμογελαστά: «Μα, εδώ, ξεφύτρωσε η Κιβωτός του Νώε της αττικής βλάστησης»).

 

Όσα μου έμαθε η γη

Μικρά μποστάνια έστησα ασφαλώς και στα δύο διαδοχικά ενδιαιτήματά μου. Ήξερα φυσικά από την αρχή πως δεν ήταν δυνατόν να προσδοκώ αυτάρκεια σε ζαρζαβατικά από τις ερασιτεχνικές καλλιεργητικές μου φροντίδες. (Αξιώθηκα πάντως να γευτώ τα τελευταία αυτά χρόνια μερικά λαχταριστά κολοκυθάκια, καθώς και μελιτζάνες, πιπεριές και ξυλάγγουρα- σε σχετική αφθονία ετούτα εδώ-, κι ο καημός που μου έχει μείνει μονάχα είναι να καμαρώσω κάποια στιγμή και δικές μου ζουμερές κι ευωδιαστές –όπως παλιά– ντομάτες). Αλλά, σκύβοντας και ξεχορταριάζοντας τακτικά τα λιγοστά τετραγωνικά μέτρα γης με τα κηπευτικά μου, και παρακολουθώντας υπομονετικά την πορεία προς την καρποφορία των φυντανιών μου, έμαθα και μερικά άλλα ακόμα πιο πολύτιμα πράγματα. Τον ωραίο, σταθερό αλλά αργό πάντα ρυθμό της γης. Οποιαδήποτε απόπειρα εκβιασμού του αργόσυρτου αυτού ρυθμού καταλήγει σε ολέθρια αποτελέσματα. Ευπόριστα έλεγε ο δάσκαλός μου ο Επίκουρος πως είναι τα αγαθά της φύσης, οφείλουμε όμως να μάθουμε να σεβόμαστε την ιδιορρυθμία τους. Δεύτερο σπουδαίο μάθημα: ο συνδυασμός των εξωτερικών φροντίδων των φυτών του Κήπου με τη συνεχή και συνεπή επιμέλεια εαυτού.  Προσδοκούμε να προκόψουν τα βλαστάρια μας, αλλά ταυτοχρόνως ποτέ δεν παραμελούμε και τη δική μας εσωτερική αναζήτηση της αταραξίας. Τρεις οι κεντρικές επικούρειες αξίες, που σχετίζονται τόσο με τα σκαλίσματα έξω στη γη όσο και μ’ εκείνα βαθιά μέσα μας: η καρτερία, η ελπίδα και η ευαρέσκεια. Η καρτερική υπομονή ισχύει στον παρόντα χρόνο –υπομένουμε τις τυχόν στερήσεις προκειμένου να καλωσορίσουμε και να χαρούμε ακόμα πιο πολύ τα καλά που δεν θ’ αργήσουν να έρθουν. Η ελπίδα είναι προφανώς στραμμένη προς το μέλλον, είναι η πίστη, θα λέγαμε, στα χαράς ευαγγέλια που έρχονται (σε τούτη βέβαια τη ζωή, καμιά άλλη δεν υπάρχει). Ενώ η ευαρέσκεια κοιτάζει προς τα πίσω, στο πάντα και εξ ορισμού ευφρόσυνο παρελθόν μας. Καθώς για τον Επίκουρο, τον κατ’ εξοχήν ακαψούρευτο φιλόσοφο, «ο φρόνιμος άνθρωπος είναι εκείνος που βρίσκει τη δύναμη να θάψει στη λήθη τις δυσάρεστες αναμνήσεις και φροντιζει να θυμάται μόνον ευχάριστα πράγματα, που τ’ ανακαλεί κάθε φορά με τρυφερότητα και ευμένεια».

Εμείς οι νεοαγρότες είμαστε ιδιαίτερα ευνοημένοι. Δίπλα στα φτυάρια και τις τσάπες μας, ή ακόμα τις φρέζες και τα τρακτέρ μας, έχουμε στα σπίτια μας τα modem και τα laptop μας, που μας συνδέουν με τον έξω κόσμο, τον κοντινό ως και τον πιο μακρινό…

Τρίτη και σπουδαιότερη ίσως διδαχή. Ναι, αποφασίσαμε να ζήσουμε στην περιφέρεια, ν’ απαλλαγούμε από το πολύβουο και πιεστικό κέντρο, να χαρούμε πάνω απ’ όλα τον ιδιωτικό μας κήπο (που δεν είναι πάντως κλειστός, σαν το καταφύγιο εκείνο όπου απονενοημένα επιχειρούμε να προστατευτούμε από την άθλια εξωτερική πραγματικότητα). Αλλά η λαθρόβια αυτή κατάσταση διόλου δεν αποκλείει, παρά αντιθέτως εντείνει τη φιλόξενη διάθεσή μας, καθώς και τις αναζητήσεις μας σ’ όλον τον κόσμο –«περιχορεύειν την οικουμένην», συνιστούσε ο Επίκουρος πάλι– για  ομοϊδεάτες που ξέρουν να τιμούν, όσο κι εμείς οι ίδιοι, τη δύναμη της ανθρωπιάς, εν τω μέσω και εις πείσμα των δυνάμεων του σκότους.

Και εδώ, πρέπει να το πω, εμείς οι νεοαγρότες είμαστε ιδιαίτερα ευνοημένοι. Δίπλα στα φτυάρια και τις τσάπες μας, ή ακόμα τις φρέζες και τα τρακτέρ μας, έχουμε στα σπίτια μας τα modem και τα laptop μας, που μας συνδέουν με τον έξω κόσμο, τον κοντινό ως και τον πιο μακρινό. Για κατά περίσταση επικερδείς εμπορικές συναλλαγές, αλλά και σταθερότερα ακόμα για τη σωτηρία της ψυχής μας, σε απρόσκοπτη επικοινωνία με τις ψυχές ετερόκλητων φίλων. Μ’ ένα σμπάρο έτσι δυό τρυγόνια: Επιχειρούμε ν’ ανακτήσουμε, ή μάλλον να αναπροσδιορίσουμε στο ιδιωτικό μας άδυτο την τρισεύγενη ανθρώπινη κατάσταση, μακριά από το σαράκι της κεντρικής σκηνής, αλλά, καταφεύγοντας όποτε χρειάζεται και στα εξυπηρετικά σύγχρονα μηχανήματα επικοινωνίας, απαλλασσόμαστε ή έστω μετριάζουμε κάμποσες φορτικές δουλείες τις οποίες συνεπάγεται η άνιση συχνά μάχη με τα στοιχειά της φύσης. Που μέσα στο κόλπο είναι  βέβαια κι αυτά. Μπόρες είναι όμως που περνάνε, φτάνει να ξέρουμε να τις αντιμετωπίζουμε χωρίς σπουδή, ταραχή και, προπαντός, ανυπομονησία.

 

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είναι Ομότιμος καθηγητής Επικοινωνίας και συγγραφέας. Διαβάστε τη στήλη του στο Andro εδώ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top