Το Masseria Saietti στο Ruffano. (Όλες οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Φαλλιέρου)

Ξαφνικά ήταν σαν ένα τεράστιο χέρι να μας πήρε από το γραφείο στην Αθήνα και να μας μετέφερε στην Puglia της Ιταλίας, την οποία στην Ελλάδα την λέμε Απουλία, και καμία απορία να μην έχετε για το αν είναι ένα ταξίδι που μυρίζει καλοκαίρι ακόμα κι αν το κάνεις αρχή της άνοιξης. Η Puglia είναι εκεί που η τελειώνει το τακούνι της ιταλικής μπότας, εκεί που η θάλασσα γλύφει τις ακτές και φτιάχνει αμμουδερές παραλίες και επιβλητικούς βράχους, και τα χωριά είναι σαν βγαλμένα από παλιά ταινία, από εκείνες που οι πρωταγωνιστές στο τέλος πάντα ερωτεύονται και δεν ξέρουν αν περισσότερο γοήτευσαν ο ένας τον άλλον, ή αν και οι δύο γοητεύτηκαν από το σκηνικό. Αυτή είναι η μικρή ιστορία μας από τη φετινή άνοιξη στη Puglia.

 

Μια από τις πιο ωραίες παρέες που είδαμε στο Ruffano.

Ανακαλύπτοντας τους artisans του Ruffano

Μέσα σε μια σπηλιά, πρώην στάβλο, πρώην σφαγείο, νυν τρατορία ο μαυροφορεμένος τυπάρας φέρνει για βραδινό αυτά που έφτιαξε η μαμά του στην κουζίνα. Αλμυρούς λουκουμάδες και torta di patate (πατατόπιτα) και κεφτεδάκια κόλαση. Εμφανίζεται άλλο μαντεμένιο σκεύος με κοκκινιστό κρέας που μαθαίνω ότι είναι τοπική λιχουδιά από άλογο, και αυτή τη στιγμή νιώθω τις τρίχες της πλειοψηφίας υμών που μας διαβάζετε να σηκώνονται, αλλά είναι παραδοσιακό πιάτο βαθιάς γεύσης.

Πανηγύρι στο Ruffano.

Αθερίνα πάνω σε ψωμί μουλιασμένο με σαφράν.

Την άλλη μέρα, ο ήλιος είναι πάλι ψηλά και χορεύει ταραντέλες με τις σκιές, και στην μέχρι σήμερα ήσυχη πόλη του Ρουφάνο, τώρα υπάρχει συνωστισμός. Είναι η γιορτή του Αγ. Μάρκου που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Απριλίου και έμποροι γεμίζουν δρόμους και δρομάκια, ένα κανονικό πανηγύρι όπως τα ελληνικά, πραμάτεια απλώνεται όπου φτάνει το μάτι, πράγματα που αγγίζουν το φολκλόρ ή το παλιακό, καντίνες με γλυκά, ένας τύπος με τραχιά χέρια που πλέκει χειροποίητα καλάθια πιο κάτω, ένας άλλος που πουλάει μια νοστιμιά φτιαγμένη από τηγανητή αθερίνα πάνω σε ψωμί μουλιασμένο με σαφράν. Όταν ο ήλιος φτάνει στο ζενίθ, κάθεσαι και παραγγέλνεις ένα εσπρεσάκι και μαζί ανακαλύπτεις την χαρά του παστιτσότο, ενός απίθανου γλυκίσματος με τριφτή ζύμη γεμιστή με κρέμα.

Εσπρεσάκι και παστιτσότο, ένα απίθανο γλυκό με τριφτή ζύμη γεμιστή με κρέμα.

Χώνεσαι στις εκκλησίες, μαζί με τον κόσμο, και μέσα στις εκκλησίες κρύβονται κρύπτες, μικρές σπηλιές με τοιχογραφίες βυζαντινές ξεθωριασμένες, που πάσχισαν να σωθούν από τις επιδρομές και τον χρόνο και τα ψιλοκατάφεραν. Εκκλησίες και κρύπτες, δυο κόσμοι δεμένοι αλλά τόσο διαφορετικοί, σαν να περνάς σε δεύτερη διάσταση σε σειρά μυστηρίου με αρχαιολόγο Ιταλό που κουνάει εκφραστικά τα χέρια του, και στο τέλος ρίχνει (με τις γνώσεις του) το κορίτσι.

Ο Rocco Luca, ο οποίος έχει φτιάξει διακοσμητικά ταμπουρίνα μέχρι και για τους Dolce & Gabbana.

Και μετά πας βόλτα στην αγορά της πόλης, όπου πίσω από μαγαζιά ταπεινά υπάρχουν τα εργαστήρια, οι τεχνίτες, και σε αφήνουν να δεις πώς φτιάχνουν το χειροποίητο εμπόρευμά τους. Αμέτρητα tamburelli, ταμπουρίνα δλδ, από έναν αεικίνητο τύπο ονόματι Rocco Luca, που δεν τον προλαβαίνει το μάτι και που φτιάχνει διακοσμητικά ταμπουρίνα για τους Dolce & Gabbana, και έχει παίξει και στο Ηρώδειο δύο φορές ο ίδιος. Στο παραδίπλα εργαστήριο ο αγγειοπλάστης φτιάχνει μήλα-γούρια της επαρχίας του Salento, και παραδίπλα σαν σύγχρονος Thor κάποιος άλλος σφυρηλατεί μπακίρια.

Η μπάντα στους δρόμους του Ruffano τη μέρα της γιορτής του Αγ. Μάρκου.

Το βράδυ η μπάντα δίνει τη θέση της σε διάφορα συγκροτήματα και events.

Η νύχτα ξαναπέφτει στο Ρουφάνο και η πλατεία έχει γεμίσει τεράστιες πολύχρωμες φωτεινές εγκαταστάσεις. Ο κόσμος παρ’ όλα αυτά παραμένει ευλαβής και σχετικά σιωπηρός, περιμένουν τη λιτανεία του Αγίου Μάρκου, όπου πίσω από τη περιφερόμενη φιλαρμονική και το άγαλμα του αγίου, ακολουθούν όλοι χωρίς φωνές, απλώς ψάλλοντας και περνώντας μπροστά από τα φωτισμένα μπαλκόνια της πόλης. Μετά η πλατεία γεμίζει μουσικές και ξυλοπόδαρους και συγκροτήματα και ανθρώπους που βγάζουν φωτιές γιατί η γιορτή έχει ανάψει κι εκείνη σαν μια μικρή φωτιά που ζεσταίνει ακόμα πιο πολύ την ήδη ζεστή ανοιξιάτικη νύχτα.

 

Βόλτα στο Salve.

Ποδηλατώντας στο Salve

Μια απλή τοπική βιβλιοθήκη, είναι ένα ζωντανό έργο τέχνης στο Salve, όχι μακριά από το Ρουφάνο. Κάθε αίθουσα, κι ένα σκαλιστό ταβάνι. Και πιο δίπλα μια μυστική πόρτα μας βάζει σε ένα δωμάτιο γεμάτο νήματα και αργαλειούς, πολλούς και διαφορετικούς αργαλειούς, κειμήλια εν ενεργεία που πλέκουν την ιστορία της πόλης. Ένα ιταλικό μπαρμπέρικο αντικριστά της βιβλιοθήκης είναι κλειστό για σιέστα, εδώ την τιμούν την παράδοση του μεσημεριάτικου ύπνου.

Νεαροί φτιάχνουν την παραλία του Salve καθώς το καλοκαίρι πλησιάζει.

Καβαλάμε ποδήλατα και ακολουθούμε το αεράκι της θάλασσας που έρχεται από κάτω, και όσο ποδηλατούμε στην ιταλική εξοχή το προβληματόμετρο (το όργανο εκείνο που μετράει τα προβλήματα που ίσως είχαμε πίσω στην Αθήνα) μηδενίζει, το δικό μου νομίζω εκείνη τη στιγμή μηδένισε. Αν βρεθείτε εκεί, μη βαρεθείτε την ποδηλατάδα, και μάλιστα, αφού έχετε ταράξει το πετάλι, ξαναγυρνώντας πίσω στην πλατεία χωθείτε στην κεντρική τρατορία, όπου ήταν από τις ωραιότερες που δοκιμάσαμε, σκέψου μόνο να τρως καθισμένος σε κήπο τραγανή σαρδέλα με γέμιση από ψίχα ψαριού με σάλτσα ντομάτας-μελιτζάνας.

 

Στιγμές χαλάρωσης στη Santa Maria di Leuca.

Εξερευνώντας σαν Ροβινσώνες τις σπηλιές της Santa Maria di Leuca

Φτάνεις με το αυτοκίνητο στη Σάντα Μαρία ντι Λέουκα και στέκεσαι κάτω από τον θεόρατο φάρο, τον δεύτερο πιο μεγάλο σε όλη την Ιταλία, μετά τον φάρο της Γένοβας. Και τα μικρά παιδιά παίζουν στην πλατεία αλλά ακούς τις φωνές τους πίσω από την πλάτη σου γιατί εσένα τα μάτια σου έχουν κολλήσει στη θέα που απλώνεται από κάτω, τις επαύλεις της Σάντα Μαρία, που σου λέει ο ξεναγός ότι οι ντόπιοι ανταγωνίζονταν για το ποιος θα φτιάξει την πιο εντυπωσιακή. Μαροκινές, αραβικές και κάθε είδους βίλες στέκονται εκεί η μία δίπλα στην άλλη, σαν δειγματολόγιο αρχιτεκτονικών στυλ, εποχών και ανθρώπινης έμπνευσης.

Με βαρκάκι στις σπηλιές της Santa Maria di Leuca.

Στη μαρίνα μπροστά από τις επαύλεις, λίγοι φασαριόζικοι έφηβοι κατεβαίνουν μούσκεμα από το ιστιοπλοϊκό, είχαν πάει για μάθημα και βούτηξαν κιόλας. Η δική σου βάρκα σε περιμένει να σε πάει στις σπηλιές που κρύβονται στα θαλάσσια έγκατα της Σάντα Μαρία και σε ένα λεπτό είσαι στο άκρο της Ιταλίας, ακριβώς στο τακούνι, εκεί που το τακούνι της μπότας «καρφώνει» τη θάλασσα. Η βόλτα με το βαρκάκι στις σπηλιές είναι από τις πιο επιβλητικές και ‘ζεν’ εμπειρίες που σου επιφυλάσσει αυτός ο τόπος. Νερά και βράχοι με σχεδόν «ψηφιακούς» χρωματισμούς, και νιώθεις σαν να είσαι σε σποτάκι με τον David Gandy και διαφημίζεις ιταλικό άρωμα φορώντας το μαγιό σου.

Μπανιαρόλα: μικρά σπιτάκια για τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας της παλιάς εποχής που δεν ήθελαν να μαυρίσουν.

 

Η διάλεκτος που μιλούν στην Gallipoli, ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών και λατινικών, επιβιώνει ακόμα – μάλιστα κάποια σχολεία τη διδάσκουν.

Ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω από το ελληνικό όνομα της Gallipoli

Σε όλη εκείνη την περιοχή, ψήγματα ελληνικότητας κρύβονται εκεί που δεν το περιμένεις. Μαθαίνεις για τους Grico, ή Γρίκο, την κοινότητα ελληνικών καταβολών που απλώνεται σε αυτό το κομμάτι της Νότια Ιταλίας και ακόμα ζει εκεί, στην παλιά Magna Grecia. Η γλώσσα τους, η διάλεκτός τους, ένα μείγμα αρχαίων ελληνικών και λατινικών, επιβιώνει ακόμα, μάλιστα κάποια σχολεία τη διδάσκουν. Ο μύθος λέει ότι τους πρώτους Έλληνες οδήγησε εκεί ο βασιλιάς της Κρήτης, Ιδομενέας. Οι ντόπιοι μιλάνε για την ομορφιά, το «κάλλος», και βλέπεις αυτή την ομορφιά να διαπνέει την Gallipoli, ή όπως την λένε αρκετοί Καλλίπολη, που βρέχεται από το Ιόνιο. Περιδιαβαίνεις τα πλακόστρωτα σοκάκια της μέσα στο κάστρο, και βλέπεις ότι στην ουσία είναι ένα νησί – ένα νησί που η παλιά πόλη συνδέεται με την νέα πόλη με μια γέφυρα. Οι παραλίες στην Gallipoli είναι μέρος του αξιοθέατου, ακόμα πιο ήρεμες και αγνές αυτή την εποχή του χρόνου, κι η άνοιξη εδώ έχει γεύση από αυγουστιάτικες διακοπές.

 

Ένα πραγματικό ναυάγιο που ο διάσημος Έλληνας γλύπτης Κώστας Βαρώτσος το έκανε έργο τέχνης μεγάλης κλίμακας με την γυάλινη τεχνική του.

Παίρνοντας τελευταίες αναμνήσεις από το Otrando και την γύρω ακτογραμμή

Με δυσκολία αφήνεις την Puglia να σε αφήσει. Θες λίγο ακόμα. Θες να γραπωθείς από το Ότραντο και είναι κι εκείνο σαν να σε υποδέχεται λίγο πιο εγκάρδια γιατί το πρώτο πράγμα που βλέπεις με το που αφήνεις το αυτοκίνητο είναι ένα έργο του Βαρώτσου, ένα καράβι στη στεριά, ένα πραγματικό ναυάγιο που ο διάσημος Έλληνας γλύπτης το έκανε έργο τέχνης μεγάλης κλίμακας με την γυάλινη τεχνική του.

Η αφ’ υψηλού ομορφιά του Ponte Ciolo.

Φεύγοντας από εκεί, για τελευταία εγκεφαλικά screen shots έχεις τις εικόνες από τις βουτιές που κάνουν οι Ιταλοί μέσα στον Απρίλη σε σημεία που η θάλασσα φτιάχνει τoν molto bello κολπίσκο Cala dell’ Aquaviva, ή την φυσική πισίνα της Marina Serra, ή την αφ’ υψηλού ομορφιά του Ponte Ciolo με τη γέφυρα πάνω από τα σμαραγδί νερά. Και την ώρα που σου καίει ο ήλιος το σβέρκο, εύχεσαι να σου αφήσει σημάδι εκεί που τελειώνει το μπλουζάκι, για να σου θυμίζει λίγες μέρες παραπάνω αυτό το ανοιξιάτικο καλοκαίρι στην Puglia. Αυτό το τεράστιο χέρι που σε πήρε από την Αθήνα και σε έφερε εκεί είχε δίκιο.

 

⇒ Info: Για την Puglia, αεροπορικώς: από Αθήνα προς Ρώμη ή Μιλάνο και ανταπόκριση για Μπρίντιζι.

 

// Ευχαριστούμε πολύ την Masseria Saietti για την φιλοξενία, τον Evangelista Leuzzi που ήταν ο βασικός μας οικοδεσπότης και οδηγός, τον Emmanuele Rizzello για τη βοήθειά του, τη Melissa Calo για την ημέρα στο Salve, τον Stefano Cortese για τις γνώσεις του για το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής, και όλους όσοι μας υποδέχτηκαν σε αυτό το ταξίδι.

 

Διαβάστε ακόμα: Αποστολή στις Μαλδίβες – Η πολυτέλεια της απλότητας στο Kandolhu resort

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top