scabardonis

«Όταν είχαμε λίγο μπακίρι παραπάνω, πηγαίναμε να πιούμε ουζάκι στης Χήρας, ένα μικρό μαγαζάκι στην Μελενίκου. Η κυρα-Χάιδω ήταν μια καλλιτέχνις της Ars Povera», θυμάται ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.

Η απόλαυση έχει άμεση σχέση με τον βαθμό στέρησης. Όταν όλα σου προσφέρονται, ή όλα μπορείς να τα ’χεις, τίποτε δεν περιέχει, πια, την μυθολογία του ποθούμενου, που δύσκολα αποκτιέται – σαν την απόσταση, στον έρωτα, που πολλαπλασιάζει τον πόθο: όταν βλέπεις παντού τέλεια σορτσάκια, τότε το σόρτ χάνει την αίγλη του.

Στη δεκαετία του ’70 ήμασταν φτωχοί και έφηβοι – ο καλύτερος συνδυασμός. Για να βγάζουμε κάνα φράγκο, κάναμε ευκαιριακές δουλειές – μετακομίσεις, γκαρσόνια και διάφορα άλλα. Εννοώ, όλη η παρέα. Και όταν είχαμε λίγο μπακίρι παραπάνω, πηγαίναμε να πιούμε ουζάκι στης Χήρας, ένα μικρό μαγαζάκι στη Μελενίκου, μεταξύ καφενείου και ταβέρνας. Η κυρα- Χάιδω που το κυβερνούσε και μαγείρευε, ήταν μια έξυπνη και δραστήρια γυναίκα, αγράμματη βέβαια, που ωστόσο τα κατάφερνε μια χαρά.

«Είχαμε ήδη έρθει στο κέφι και με κάνα τραγουδάκι στο τζουκ μποξ, ρίχναμε και τις λεπιδιαστές γύρες μας. Κανονικό γλέντι».

Το ουζάκι κόστιζε μιάμιση δραχμή και περιλάμβανε ένα ποτηράκι ούζο νταμιτζάνας, από τον Τσιπίτση, που πουλούσε χύμα αλκοόλ, λίγο παραπάνω, κι ένα πιατάκι που είχε δυο σαρδέλες τηγανητές, ένα κομματάκι τυρί, δυο πιπερίτσες τουρσί, λίγη ντομάτα, ή λάχανο (ανάλογα την εποχή), ολίγη φασόλια του νταβά και μια φέτα ψωμί. Αν είχανε μείνει τηγανητές σαρδέλες από την προηγούμενη μέρα, η κυρα-Χάιδω δεν τις πετούσε, παρά τις έβαζε στον φούρνο και τις έκανε πλακί – νοστιμότατες. (Ήταν μια καλλιτέχνις της Ars Povera). Με δυο ουζάκια κομπλέ, με τρεις δραχμές, χορταίναμε και φχαριστιόμασταν. Σφουγγίζαμε το πιάτο επιμελώς και παραγγέλναμε και ένα ουζάκι σκέτο για συνέχεια, με λίγο ψωμί, αντί μισής δραχμής – είχαμε ήδη έρθει στο κέφι και με κάνα τραγουδάκι στο τζουκ μποξ, ρίχναμε και τις λεπιδιαστές γύρες μας. Κανονικό γλέντι.

Το ότι δύσκολα βρίσκαμε τα χρήματα για να πάμε, η παρέα, η ανεμελιά, και το κλίμα του χώρου, με κάνει να πιστεύω, να νιώθω, πως δεν έχω απολαύσει νοστιμότερο ουζάκι.

Από τότε, σιγά-σιγά μεγαλώσαμε, φτιαχτήκαμε κάπως, αρχίσαμε να βγάζουμε λεφτά, ήρθε η εποχή της ευδαιμονίας και, όποτε πηγαίναμε για ούζο, παραγγέλναμε τα καλύτερα και τα περισσότερα, πολύ πιο πολλά απ’ όσα τελικά τρώγαμε, αλλά ποτέ δεν ήμασταν ευχαριστημένοι – ήταν πια, όλα προσφερόμενα, εύκολα, σχεδόν κάθε μέρα, ή όποτε μας κάπνιζε. Γέμιζε το τραπέζι και ξεχείλωνε από τους μεζέδες – βάζαμε τα ψωμιά και τα μπουκάλια σε διπλανές καρέκλες για να χωρέσουνε τα φαγιά. Βαριόμασταν. Είχε χαθεί η γοητεία, η στέρηση. Το ολίγο, το σπάνιο και το ακριβό. Το δυσπρόσιτο.

Περνώ, πότε πότε, από την Μελενίκου. Παντού πολυκατοικίες – το μαγαζάκι της Χήρας, είναι τώρα, πια, ένα κατάστημα της Vodafone.

//Το τελευταίο βιβλίο (33 διηγήματα) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Νοέμβριος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Βουτσάς –Τα χρόνια της μεγάλης φτώχειας στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top