akrithakis_kolaz

22 χρόνια πέρασαν από τον θάνατο ενός κορυφαίου καλλιτέχνη.

Είχαμε βγει να πιούμε με τον Αλέξη Ακριθάκη μετά τη συζήτησή μας, η οποία ξεκίνησε αλλά δεν τέλειωσε ποτέ. Λιάδα λέμε. Γιατί μόνο όποιος έπινε με τον Αλέξη καταλάβαινε τι θα πεί η μέθη να σε ξεσηκώνει.
Ήταν τόσο ανθρώπινο να πίνεις με τον Αλέξη που μόνο έπινες. Κι ας στράβωνε το στόμα μου απο το πολυ ποτό. Μου άρεσε.
Πρώτα στο υπόγειο της Φιλοθέης. Εκεί η ηρωίνη και το πολυ ποτό…” Αλέξη σε σκοτώνει…”
Μετά στο Νέο Ηράκλειο. Στο καινούριο σπίτι.
Ήθελε να πίνει γιατί ήταν τόσο έξυπνος άνθρωπος που δεν άντεχε τόσους ηλίθιους γύρω του…

14359105_864142880388647_5303431586830908036_n

Ήθελε να πίνει γιατί ήταν τόσο έξυπνος άνθρωπος που δεν άντεχε τόσους ηλίθιους γύρω του.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ

Αγαπητέ Νίκο,

Η ψυχική μου κατάσταση είναι στα μαύρα της τα χάλια. Η κοινωνικοπολιτική γύρω μας είναι σαν τα ερείπια ενός μεγάλου σεισμού. Κι εγώ μόνος έχω κλειστεί στο σπίτι μου και ζωγραφίζω με το φόβο ενός ισσοροπιστή στο σχοινί του τσίρκου. Γιατί η τέχνη έχει μια ευθύνη.

Η τέχνη έχει τη δύναμη να ανατρέψει και κυβερνήσεις. Αυτός είναι (και) ο ρόλος της.

Ο ζωγράφος βλέπει πάντα εξωτερικά. Ο καλλιτέχνης βλέπει εσωτερικά – είναι κάτι σαν τη φωτογραφία, να αντιστρέφεις το είδωλο.

Η τέχνη έχει και μία υποχρέωση στον πολιτικό τομέα, αλλά όχι πολιτικά ενταγμένη. Γιατί ανήκει σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που δεν την καταλαβαίνουν. Τέχνη είναι κάτι το σημερινό και το αέναο – όσοι έχουν αφτιά να βλέπουνε και όσοι έχουν μάτια να ακούνε.

Είναι ξημέρωμα. Έχω κουραστεί και εγώ δεν βλέπω – μόνο σκέπτομαι. Και είναι που πριν από πολλά χρόνια στο Μιλάνο μου είχε πει ο Ιόλας…”Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι τυφλός.”

Φιλιά. Αλέξης 22/03/1993.

O θάνατος είναι το ποσοστό συνειδητής ζωής που αφήνει ο άνθρωπος αχρησιμοποίητο. Ειδικά όταν γεννιέται καλλιτέχνης, όπως στην περίπτωση του Αλέξη Ακριθάκη το ποσοστό αυτό τον πνίγει… τον απειλεί.

Σίγουρα δεν ήταν από τα ευκολότερα πράγματα που μου ζήτησαν να κάνω: Να ασχοληθώ με τις αυτοκτονίες των φίλων του Αλέξη Ακριθάκη, αλλά και τον αυτοκτονικό τρόπο ζωής του ίδιου του φίλου μου.

Το Μάρτιο, σε μια συνάντησή μας με τη γυναίκα της ζωής του και μητέρας της λατρεμένης κόρης τους Χλόης στο μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, η Φώφη Ακριθάκη μου είπε ότι «Ο Αλέξης το θάνατο δεν τον φοβήθηκε ποτέ. Είχε εξοικειωθεί μαζί του. Είχε συμφιλιωθεί».

Σκέφτομαι ότι ο θάνατος είναι το ποσοστό συνειδητής ζωής που αφήνει ο άνθρωπος αχρησιμοποίητο. Ειδικά όταν γεννιέται καλλιτέχνης, όπως στην περίπτωση του Αλέξη Ακριθάκη το ποσοστό αυτό τον πνίγει… τον απειλεί.

Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Είχε δημιουργήσει έναν ολόδικό του ηθικό δεκάλογο με τον οποίο ξόρκιζε ότι τον ενοχλούσε… ότι άσχημο άλλαζε την καθημερινότητά του.

Μέρα και νύχτα, όταν η αδικία γύρω του ασχημονούσε, εκείνος γύριζε στις δημιουργίες του. Ήταν μια πράξη καθαρότητας η ζωγραφική του. Ήταν μια πράξη αισθητική. Μα στο βάθος ήταν ηθική. Αφού από μικρό παιδί σχεδόν την αδικία είχε συνηθίσει να τη βλέπει σαν μια πράξη ασχήμιας.

Είχα τη χάρη να με τιμήσει με τη φιλία του τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του. Μια φιλία έντονη, η οποία μου επιτρέπει να ισχυριστώ πια σήμερα πως, όταν επρόκειτο να θιγεί η ανθρωπιά του, ζητούσε να αντιδράσει ως οργανισμός πια… να βρίσει… να δημιουργήσει πράγματα που ό,τι κι αν τους κάνεις δεν λερώνονται με τίποτα: ένα καράβι, μια βαλίτσα, μια σφήνα, ένα τόξο, μια καρδιά… μια μπόλικη δόση ηρωίνης ή αλκοόλ στο αίμα του… «Αλέξη, παράτα το… αυτοκτονείς…» του είχα πει σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις, για να εισπράξω την απάντηση: «Αυτή η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο σύμφωνη με την αλήθεια, μην προσπαθείς να αποδείξεις την αλήθεια… όποιος αποδεικνύει την αλήθεια της κάνει κακό…»

Ο Αλέξης μεταλαβαίνει τη σοφία των γραμμών και των εικόνων, δίνοντάς τους τη δύναμη των συμβόλων. Η διαφάνεια του ουρανού τον εμπνέει. Η ελευθερία του υγρού στοιχείου τον συγκλονίζει. Το ταξίδι και η φυγή ήταν νόμοι για τον καλλιτέχνη. Νόμοι που υπαγορεύουν πράξεις με ανάλογη σημασία. Το Φως και το Σκοτάδι είναι το ξεκίνημα και το τέλος της ζωής. Είναι ολόκληρος ο κόσμος «Είναι η επαναστροφή μου στις αμαρτίες μου που με κάνει καλλιτέχνη», θα μου πει σε μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις μας.

Όταν η απελπισία του χτυπούσε το κουδούνι, τη δεχόταν. Και της αντέτασσε ένα τοξάκι, ένα κυματάκι, μια καρδιά… Δεν εθρήνησε ο Αλέξης στα δύσκολα. Ήξερε να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με την πιο διαυγή, καθαρή σύνθεση που το πνεύμα του μπορούσε να συλλάβει. Από το σύμβολο του ναυαγίου έβγαινε ένα υψηλό δίδαγμα φωτός…

Την έπαθε συχνά και αυτοτιμωρήθηκε αρκετά. Κράτησε, όμως, ακέραια τη φυσιογνωμία του και έριξε στον κόσμο της τέχνης δυο-τρία πράγματα. Αυτή είναι η μεγαλοσύνη του και η τιμιότητά του.

O Αλέξανδρος Ιόλας πίστευε ότι ο Ακριθάκης ήταν ο πλέον αυθεντικός καλλιτέχνης που είχε συναντήσει ποτέ… Την ώρα που κυλούσε η ηρωίνη ή το αλκοόλ στο αίμα του, κατέγραφα τις σκέψεις του στο μαγνητόφωνο.

Με τον Αλέξη γνωριστήκαμε το 1984. Μου είχε μιλήσει ο Αλέξανδρος Ιόλας με πάθος για τον Ακριθάκη. Τον θαύμαζε. Πίστευε ότι ήταν ο πλέον αυθεντικός καλλιτέχνης που είχε συναντήσει ποτέ… Την ώρα που κυλούσε η ηρωίνη ή το αλκοόλ στο αίμα του, κατέγραφα τις σκέψεις του στο μαγνητόφωνο. Αυτές τις σκέψεις, αυτές τις συζητήσεις από τον «καταραμένο» της γενιάς του (που έβλεπε τους φίλους του να αυτοκτονούν) παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Ήταν τέχνη το βρίσιμο. Τέχνη η αστικότητά του. Ήξερε να αυτοσαρκάζεται και παθιαζόταν στην αδυναμία του να μην μπορεί να πει τι είναι τέχνη… Ήξερε, όμως, ότι το να είσαι καλλιτέχνης είναι πράξη φονική. «Το πληρώνεις πολύ ακριβά Νίκο… βάστα, μην είσαι καλλιτέχνης… Το πληρώνεις πολύ ακριβά».

Δεν γνωρίζει τι είναι τέχνη. Ξέρει, όμως, ότι είναι μια αρρώστια… πράξη φονική. Κι ακόμη ότι το πρόβλημα του καλλιτέχνη του ίδιου είναι αυτοκτονικό.

Είναι κατάρα. Αλλά είναι και χυδαίο να βγάζεις λεφτά από την τέχνη. Τα πράγματα είναι μέσα και όχι έξω.

Ο Αλέξης Ακριθάκης αγνοεί την αλήθεια. Όπως και την τέχνη. Είναι ο μόνος τρόπος να εξηγηθεί.

14390902_864142953721973_6789085466660474197_n

Ο Αλέξης Ακριθάκης με τον υπογράφοντα, Νίκο Σταθούλη.

– Αλέξη… γεννήθηκες;
– Εδώ, στο Νέο Ηράκλειο. Με παιδικές μνήμες που καλύπτονται από στάχια.
– Τι ήταν αυτό που σε έκανε παιδί ακόμα να ανακατευθείς με τα χρώματα;
– Τα λαϊκά πανηγύρια.
– Σου άρεσαν τα πανηγύρια από μικρός;
– Το τι ξύλο είχα φάει δεν λέγεται. Τό ’σκαγα από το σπίτι, όμως το γούσταρα.
– Και η αντίδραση των γονιών σου;
– Θέλανε να πάω στο εργοστάσιο που είχαν οι ίδιοι.
– Η σχέση σου με το εργοστάσιο ποια ήταν;
– Καμία. Το μισούσα.
– Και η πρώτη σου επαφή πια πρόσωπο με πρόσωπο με την τέχνη;
– Όταν έφυγα από το σπίτι. Πέρασα μια μεγάλη περίοδο στο καφενείο «Βυζάντιο». Εκεί γνώρισα τον Χατζιδάκι, τον Μακρή, τον Αργυράκη, τη Μαρία Κάλλας, τον Ωνάση… Όλοι μαζευόντουσαν εκεί τότε.
– Αυτοί, ωστόσο, είχαν μία ευθεία διαδρομή, ενώ εσύ έκανες συνέχεια ένα σλάλομ.
– Ναι. Αλλά πήγαινα παράλληλα με αυτούς. Διαδρομές που ήταν ατέρμονες.
– Αλήθεια, έχεις μαλώσει ποτέ με καλλιτέχνες; Γιατί ξέρω ότι πολλούς τους βρίζεις.
– Μπορεί να τους έχω βρίσει, αλλά λίγοι καλλιτέχνες είναι κακοί άνθρωποι.
– Την ύβρη δηλαδή τη χρησιμοποιείς μέσα από μια πατίνα χιουμοριστική;
– Πάντα. Γι’ αυτό έχω αποτύχει.
– Ποιοι από τους καλλιτέχνες που έζησες κοντά τους είχαν χιούμορ;
– Χιούμορ είχε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Κώστας Ταχτσής είχε επικίνδυνο χιούμορ, που σημαίνει ότι δεν ήξερες που βρισκόσουνα αν σε έπιανε στο στόμα του. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε κι αυτός επικίνδυνο χιούμορ. Άσε που με είχε καλέσει μια φορά να φάω σπίτι του και δεν έφαγα. Σιχάθηκα. Που δεν σιχαίνομαι, τρώω κι από κάτω. Πιο βρόμικος άνθρωπος δεν υπήρχε… πολύ βρόμικος… αλλά πολύ καθαρός στα χρώματά του.
– Τι είναι τέχνη Αλέξη;
– Δεν ξέρω
– Γιατί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να πουν τι είναι τέχνη;
– Δεν ξέρω, ειλικρινά. Μια ανάγκη ζωής είναι… είναι μια αρρώστια… δεν έχει υπάρξει καλλιτέχνης που να έχει δώσει ορισμό της τέχνης. Ούτε θα υπάρξει. Έτσι είναι.
– Μήπως το να κινείσαι έξω από τα όρια είναι τέχνη;
– Ναι, αυτό είναι. Μόνο μην ξεχνάς ότι το πρόβλημα του καλλιτέχνη είναι αυτοκτονικό τελείως.
– Είναι λύτρωση να είναι κάποιος καλλιτέχνης;
– Δεν θα τό ’λεγα λύτρωση, θα τό ’λεγα κατάρα.
– Το πληρώνει ακριβά;
– Ναι. Ή φτηνά, αν είναι τίποτα.
– Είσαι μποέμ Αλέξη;
– Ξέρω γω…
– Καταραμένος;
– Είμαι. Το έγραφα από πολλά χρόνια στο κουδούνι μου στο Παρίσι.
– Οι μποέμ καλλιτέχνες κυκλοφορούν με Κάντιλακ;
– Όχι μωρέ, μια Άλφα Ρομέο έχω μεταχειρισμένη… Έχω σπάσει 15 αυτοκίνητα.
– Με πόσα χιλιόμετρα τρέχει το μυαλό σου Αλέξη;
– Δεν κοιμάμαι όλη τη νύχτα… και τρέχω με χίλια.
– Μίλησε μου για την παιδαγωγική σου; Τι έμαθες στους μαθητές σου ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου; Γιατί θέλησες να γίνεις καθηγητής;
-Τους έμαθα να βλέπουν τα πράγματα από μέσα τους και όχι να τα απεικονίζουν απέξω τους. Πώς να στο πω… να τα βλέπουνε μέσα τους. Θέλει πολύ δυνατή άσκηση αυτό. Ένα χάϊδεμα θέλει και το καταλάβανε οι μαθητές μου. Ένα άγγιγμα ότι μέσα είναι τα πράγματα, δεν είναι έξω.
– Εσύ για να το καταφέρεις αυτό τι χρειάστηκες;
– Ξέρω γω… από 16 χρόνων που έφυγα από το σπίτι. Τόσο χρειάστηκε.
– Μια απόφαση μόνο;
– Μια τόλμη θα έλεγα. Ή ένας βιασμός, όχι σε παρθένα, αλλά στον ίδιο μου τον εαυτό.
– Τι ψάχνεις να βρεις Αλέξη;
– Την ουσιαστική έννοια ψάχνω να βρω Νίκο. Γι’αυτό, όποτε έχω διδάξει, δεν έχω πει ποτέ στους μαθητές μου 10 πράγματα. Πάντα τους λέω ένα. Μόνον ένα. Για να μπορεί να γίνει αφομοιώσιμο μέσα τους. Γιατί, αν τους πεις 10, δεν μαθαίνουνε καλά. Κι αυτό το είχα ζήσει από τη σχολή στο Παρίσι, όπου, εντάξει, μας λέγανε πολλά, αλλά κάθε μέρα που έφευγα κράταγα μόνο ένα πράγμα.
– Είσαι πολύ φειδωλός στις εκθέσεις σου, είσαι πολύ φειδωλός στο έργο σου, δεν παρουσιάζεσαι συχνά, γιατί;
– Δεν έχω λόγο να μιλήσω. Για να βγω να μιλήσω, πρέπει να βρίζω από το πρωί έως το βράδυ. Έβρισα μία φορά, έβρισα δύο και για να βρίσω κάποιον πρέπει να με προκαλέσει.
– Να βρίσεις γιατί;
– Να τους χέσω γαμώτο. Γιατί σε αναγκάζουν να βρίσεις. Το φέρνουν από δω, το φέρνουν από κει, τάχας με μία ευγένεια, αλλά σε φέρνουν μέχρι το λαιμό… Αυτοί δεν βρίζουνε, αλλά σε φέρνουνε σε θέση να τους βρίσεις. Σε ενοχλούν στα ίσια. Κοντράρεσαι. Η συμπεριφορά τους είναι χυδαία. Σε κοροϊδεύουν, σε αντιγράφουν. Όταν εσύ έχεις κάνει μια ολόκληρη διαδρομή και έρχεσαι να βάλεις τρικλοποδιά σε μένα, εγώ δεν έχω τι να σου πω. Εγώ δεν έχω πόδι να σου βάλω τρικλοποδιά εκείνη την ώρα. Διότι εσύ λειτουργείς με ένα σύστημα από πίσω σου, το οποίο σε έχει καλύψει πλήρως και εγώ είμαι ένας φτωχός ξεβράκωτος καλλιτέχνης.
– Έχεις μια τρέλα Αλέξη.
– Εγώ έχω τρέλα;
– Την τρέλα του καλλιτέχνη.
– Πάρα πολλές φορές στη ζωή μου, η τρέλα έχει λειτουργήσει και μου έχει ταράξει το μυαλό. Θυμάμαι ένα Σάββατο βράδυ που έφευγα και πήγαινα κάπου στην Ξενοκράτους στο Κολωνάκι. Θυμάμαι τις αντιδράσεις των πλουσίων που με θέλανε και δεν με γαμήσανε. Ήταν και μια ηδονική θέση δική μου. Τρέλα δηλαδή.
– Είναι τρέλα και τώρα που τολμάς και το λες…
– Δεν ντρέπομαι, γιατί να ντραπώ για πράγματα που έχω κάνει; Εκείνο που με ενοχλεί σε πολλούς είναι ότι έχουν κάνει μύρια όσα και το κρύβουνε.
– Δεν φοβάσαι;
– Τι να φοβηθώ; Για να τα πω αυτά, δεν φοβάμαι πρώτα το παιδί μου. Γιατί να το πει άλλος στην κόρη μου και να μην της τα πω εγώ.
– Έχεις απομονωθεί Αλέξη;
– Ναι, για αρκετό καιρό.
– Ποια είναι η αφορμή;
– Δεν θέλω να πω.

 O Ακριθάκης δεν προσποιείται. Πέφτει από ψηλά και ξανασηκώνεται, τσαλαπατημένος, αλλά με το χαμόγελο, χωρίς δικαιολογίες, περήφανος, ευπροσήγορος μέχρι το τέλος.
14322627_864142960388639_544721720514585261_n

Δεν τον ένοιαζε τον Αλέξη πότε θα φύγει. Ήταν κάθε μέρα έτοιμος για το ταξίδι αυτό.

Δημοσιεύω αυτή τη συνομιλία σαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σκέψης και της φιλοσοφίας του στην καθημερινότητά του. Είχε υπόσταση η προσωπικότητά του και ας κινδύνευε. Δεν τον ένοιαζε τον Αλέξη πότε θα φύγει. Ήταν κάθε μέρα έτοιμος για το ταξίδι αυτό. Γιατί από πολύ νωρίς είχε ολοκληρώσει έναν κόσμο τον οποίο είχε διαμορφώσει μόνος του. Ήταν μια αντιμετώπιση του θανάτου αυτή.

Όλοι αργά ή γρήγορα κάτι αντιτάσσουν στο θάνατο. Άλλος τη θρησκεία, άλλος το καθήκον, άλλος την οικογένεια, την πατρίδα, την επιστήμη, την επανάσταση… Και, όπως θα έλεγε ο ποιητής, «Πολλοί αντιτάσσουν στο θάνατο την επιπολαιότητά τους και μόνο, το κρασί ή τη μεγαλύτερη ηδονή». Σε όλα μέσα ήταν ο Αλέξης. Αλλά προτιμούσε, λάτρευε το γράψιμο και τη ζωγραφική του. Ένα ολόκληρο έργο-κόσμος που ήταν τόσο δεμένο με τη ζωή του, τόσο ιερό και τόσο υπάκουο στο ένστικτο της αυτοσυντήρησής του: «Ο θάνατος έχει αίσθηση και αμεσότητα… είναι μια αστραψιά στο σκοτάδι, έχει μια σπιρτάδα… δεν έχει κουβεντολόι», θα παρατηρήσει στην εμμονή μου να μετριάσει το αλκοόλ που έβλεπα μέρα τη μέρα να τον σκοτώνει… «Εντάξει, μωρέ Νίκο, θα τη βγάλουμε…»

Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, θεωρητικός τέχνης και φίλος του από τα χρόνια του Βερολίνου, σημειώνει στο βιβλίο του: «Αλέξης Ακριθάκης», Εκδόσεις Αδάμ 2006. «Για πολλά χρόνια, ο νεαρός Ακριθάκης δεν θα έχει ατελιέ, ούτε καν σπίτι. Ζει διάχυτα και σκόρπια από δω κι από κει, αλλά κυρίως ζει δίπλα στον Μακρή, τον Ταχτσή, τον Εμπειρίκο, τον Βαλαωρίτη, τον Σχινά, τον Αραβαντίνου, τον Κουτρουμπούση, τον Πουλικάκο, τον Δενέγρη, τον Γονατά, τον Καρούζο, τον Σαχτούρη, τον Πετρόπουλο, τον Μεϊμάρη, τον Χέλμη, τη Λυμπεράκη, τον Βαλτινό. Όλοι τους συγγραφείς, και πρώτα απ’ όλα ποιητές. Οι καλύτεροι της γενιάς τους, οι πιο αληθινοί».

Η ζωή του Βερολίνου, στα πρώτα χρόνια του ’70, συγκεντρώνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες καλλιτεχνικές και πνευματικές κοινότητες στον κόσμο. Συναντήσεις, εκδηλώσεις, εργαστήρια, συζητήσεις, εμπειρίες, χάπενινγκ, εκθέσεις και περιπέτειες, συγκροτούν μια από τις πιο ελευθεριάζουσες, δημιουργικές, φιλελεύθερες και δυναμικές στιγμές στην καλλιτεχνική ιστορία του 20ου αι.

Το έργο και η προσωπικότητα του Ακριθάκη θα επέμβουν ριζοσπαστικά σ’ αυτό το κλίμα και σύντομα θα δώσουν έναν ιδιαίτερο τόνο και μια λεπτή χροιά στον αυτοσχεδιασμό, την απόγνωση, τη φαντασία, την ηδονή, την αυτοκαταστροφικότητα, την αφέλεια, την ανιδιοτέλεια, τον πόνο, το πάθος, τον αυτοσαρκασμό, τη μέθη, το γκροτέσκο, το νέο-ντανταιστικό πνεύμα, το παράλογο, τη γενναιοδωρία, την παιδικότητα, τη φάρσα, τον έρωτα, την αυτοκτονικότητα, τη φιλία, την αδρεναλίνη, την ατέλειωτη κατανάλωση ενέργειας και την πτώση. Και ο Ακριθάκης δεν προσποιείται. Πέφτει από ψηλά και ξανασηκώνεται, τσαλαπατημένος, αλλά με το χαμόγελο, χωρίς δικαιολογίες, περήφανος, ευπροσήγορος μέχρι το τέλος.

Από τη φάμπρικα μέχρι τη διαδήλωση, από το τσίρκο μέχρι την κηδεία, από το θέατρο μέχρι τον Καραγκιόζη, από τη μέθη μέχρι το δημόσιο χάσιμο του εαυτού, η διάσταση που τον απασχολεί αδιάκοπα αγγίζει μία πρωτόγνωρη, αρχαϊκή δραστηριότητα, η οποία συνιστά μια συνεχή γιορτή, πέρα από κάθε τυπικό και που, όπως κάθε πρωτόγονη και αρχέγονη γιορτή, σέρνει το ζώο από μέσα μας στο βωμό της προσφοράς. Είναι, μ’ αυτόν τον τρόπο, μοίρασμα της θυσίας και του δώρου που ενσαρκώνει παραδειγματικά και αυτόβουλα η τέχνη και η προσφορά της. «Τέχνη είναι ο βαθύς ο πόνος. Τέχνη είναι ο βαθύς ο έρωτας. Τέχνη είναι το προθανάτιο γέλιο. Τέχνη είμαστε ΕΜΕΙΣ με όλα τα ελαττώματα και τα πάθη. Δεν υπάρχει προτέρημα στη τέχνη», γράφει ο Ακριθάκης το 1977.

Ακόμα κι αν ο Ακριθάκης έχει ήδη μπλέξει με τα ναρκωτικά από το 1971 στο Βερολίνο, δεν είναι τα ναρκωτικά που εννοεί όταν μιλάει για ελαττώματα και πάθη. Δεν χρειάζεται δικαιολογίες γι’ αυτά που κάνει. Δεν είναι ο καλλιτέχνης που παίρνει ναρκωτικά. Ο Ακριθάκης τα χρειάζεται όταν δεν είναι συγκεντρωμένος στη γραφή του έργου του, όταν η καθημερινότητα τον φθείρει και νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, τις στιγμές που δεν είναι ένα με τον πόνο και τον έρωτα, όταν δεν θα ήθελε να ξέρει, αλλά δεν μπορεί να αγνοεί τη μιζέρια που καραδοκεί σε κάθε γωνιά.

Δεν τον φοβίζει ο θάνατος ούτε η αυτοκτονία, αλλά η ψυχική ένδεια, που καταλήγει στην αδυναμία να κρίνει κάποιος με απόλυτα και αυστηρά μέτρα τον εαυτό του, στην αδυναμία να φτάσει ως το άκρο της αντοχής, όπως ο ακροβάτης. «Φτάνω χαμηλά στο βυθό της ζωής μου με μια μάσκα κι ένα καλάμι», γράφει σ’ ένα σχέδιο στα τετράδιά του.

14344342_864142887055313_7511496299520698445_n

Με τον σκύλο του, στο ατελιέ του.

Η επιμελήτρια τέχνης Μαρία Κοτζαμάνη, με αφορμή την τελευταία του έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με τίτλο «Α… όπως ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ» γράφει,για το «Εδώ» και το «Επέκεινα»: «Το ταξίδι που έχει μονίμως κατά νου ο καλλιτέχνης είναι το ταξίδι προς την αιώνια σιωπή, προς το άχρονο “Επέκεινα” του θανάτου.

Όλη η προβληματική του Ακριθάκη διαμορφώνεται γύρω από το θανατερό αυτόν άξονα. Για να ξορκίσει τις σκοτεινές δυνάμεις του εσωτερικού τρόμου, ο Ακριθάκης επιστρατεύει τον πιο αίθριο λυρισμό των εικόνων του, χρησιμοποιεί τις πιο τρυφερές μνήμες της αθωότητας και της παιδικής ηλικίας.

Έτσι, ο εξωραϊσμός του τρόμου καταλήγει σε μια συμπαιγνία με το θάνατο. Τα αποτρόπαια σύμβολα του θανάτου μετατρέπονται σε χαρούμενα και ελκυστικά παιχνίδια: Οι πολύχρωμες βαρκούλες στο “Καρουσέλ” της χαράς μοιάζουν με παιδικά φερετράκια. Τα τρομερά μυστικά των παιδικών αναμνήσεων θάβονται κι αυτά προσεκτικά σε μια σειρά από κουτιά φερετράκια… Ο καλλιτέχνης κερδίζει το δικαίωμα της ελευθερίας του, και χρεώνεται το τίμημα της νεκρικής μοναξιάς του. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο ο καλλιτέχνης έτσι όπως το εννοεί ο Ακριθάκης. Είναι ένας ζωντανός-νεκρός, καταδικασμένος να βιώνει ταυτόχρονα ο ίδιος τη ζωή και το θάνατό του».

Είναι Φεβρουάριος του 1990. Ο Αλέξης βρίσκεται ακόμα στο ατελιέ του στη Φιλοθέη. Τον συναντώ με την ηρωίνη να κυλά στο αίμα του. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια σακούλα με 50 γραμμάρια. Δεν ήταν σε θέση να κάνουμε συνέντευξη. Ετοίμαζε την έκθεσή του, τα λουλούδια του, φόρο τιμής στους φίλους του που είχαν αυτοκτονήσει. Την επομένη μού στέλνει στο σπίτι ένα γράμμα ζωγραφισμένο με λουλούδια κι αυτό… ίδια λουλούδια των αυτόχειρων φίλων του.

«Αγαπητέ Νίκο,

Μου ζήτησες μια συνέντευξη για την έκθεση με τα λουλούδια στην γκαλερί “7”. Τα λουλούδια στη μνήμη των αυτόχειρων φίλων μου. Λοιπόν, αντί για συνέντευξη προτιμώ να σου γράψω αυτό το γράμμα χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να το δημοσιεύσεις. Μη φανταστείς πως κι εγώ δεν έχω περάσει τέτοιες σκέψεις. Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα έχουν διαλυθεί.

Το 1960, στο Παρίσι, ο Κώστας Μιχαλόπουλος έγραψε ένα ποίημα «Πάμε να φύγουμε εαυτέ μου».

Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης σε κάποιο κείμενό του για τον Γιώργο Μακρή τελείωνε με την εξής φράση «…Η απελπισία θα πρέπει να τον σκότισε, κι έτσι ανέβηκε στην ταράτσα και από κει σκορπίστηκε στους ανέμους».

Για τον Θάνο Ζευγολάτη δεν έχει γραφτεί τίποτα. Ήτανε φίλος μου και είχε και αυτός έναν ηρωικό θάνατο. Όσο για τον Σπύρο Κοντολέοντα, πήρε το υδροκυάνιο μέσα σε σουμάδα και είπε στη μάνα του «Στην υγειά σου, μάνα».

Νίκο μου, τα λουλούδια είναι μια καινούργια δουλειά μου. Κάποιο πρωί, μόνος στο σπίτι έπινα το τσάι μου. Την προηγούμενη, μια φίλη είχε φέρει γλαδιόλες. Τις αντιπαθώ. Αλλά δεν ξέρω πώς μου ήρθε η ιδέα να ζωγραφίσω λουλούδια που δεν αγαπώ. Έτσι άρχισα κάθε μέρα να πηγαίνω στο ανθοπωλείο της γειτονιάς μου να αγοράζω ένα λουλούδι αντιπαθητικό κατ’εμέ και να το ζωγραφίζω. Μέρα με την μέρα, όμως, κατάλαβα πως αυτά τα λουλούδια παίρνανε μια παραμόρφωση, και έβγαινε μια μοναξιά, κάτι υάκινθοι γίνονταν νεκρικοί.

Άρχισε ο μεγάλος προβληματισμός. Πού βρίσκομαι; Τι κάνω; Γιατί ζωγραφίζω; Τα πρώτα λουλούδια τα έσκισα. Και θέλω να σου τελειώσω αυτό το γράμμα με μια φράση του Κώστα Καρυωτάκη «…που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά».

Νίκο σε φιλώ. Αλέξης.

 

//O Νίκος Σταθούλης είναι δημοσιογράφος και σύμβουλος τέχνης.

 

*Για την επιμέλεια του κειμένου ευθύνεται ο Γιώργος Κωνσταντινίδης.

 

Διαβάστε ακόμα: Πέτρος Αυλίδης, “Σοφάροντας στο Βερολίνο με τον Ακριθάκη…” 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top