IMK32051a

Τρέξε, Σίμο, τρέξε! Φωτογραφία: Γιώργος Σανταμούρης

Εξακόσια συνεχόμενα χιλιόμετρα με αυτοκίνητο ακούγονται δύσκολα. Με ποδήλατο αδιανόητα. Με ποδήλατο μέσα σε μια «πίστα» 5 και κάτι χιλιομέτρων σκέτη τρέλα. Για τα λόγο αυτό μόνον τρελοί μαζεύτηκαν στο κωπηλατοδρόμιο του Σχοινιά για να γυρίσουν και να ξαναγυρίσουν επί 24 ώρες στα πρότυπα των 24 Ωρών του Le Mans σε έναν μοναδικό αγώνα που διοργάνωσε η Ποδηλατική Ένωση Παλαιμάχων Αθλητών.

10 τετράδες, 7 δυάδες (αμφότερες με έναν αθλητή τους να βρίσκεται κάθε στιγμή στον δρόμο) και 10 «κατεστραμμένοι» σολίστες στήθηκαν στην εκκίνηση στις 6 το απόγευμα για την μεγάλη πρόκληση. Πρόκληση για όλους, αλλά ιδιαίτερα για αυτούς που θα το επιχειρούσαν σόλο, γυρνώντας συνεχώς για πάνω από 100 φορές τα 5 και κάτι χιλιόμετρα της διαδρομής.

Δεν ξέρω πώς προετοιμάζεται κανείς ψυχολογικά για ένα τέτοιο εγχείρημα, εγώ πάντως απλώς φρόντισα να μην το σκέφτομαι. Σκέφτηκα όμως πολύ καλά όλα όσα θα έπρεπε να πίνω και να τρώω, αφού, εκτός από την λογική –η οποία έτσι και αλλιώς έχει χαθεί προ πολλού–, το σώμα θα έχανε περίπου 18.000 θερμίδες (!) μαζί βέβαια με ηλεκτρολύτες και ό,τι άλλο διασφαλίζει την φυσιολογική του λειτουργία.

Τοποθέτησα λοιπόν στην κερκίδα τα 24 παγούρια, τις ενεργειακές μπάρες, τα σάντουιτς, τα ζυμαρικά και ό,τι άλλο θα συντρόφευε τα ολιγόλεπτα διαλλείματά μου, αντάλλαξα πειράγματα με τους υπόλοιπους «τροφίμους»-συνποδηλάτες και να ’μαι έτοιμος για την εκκίνηση, η οποία δόθηκε με τα ποδήλατα στην άκρη κι εμάς να τρέχουμε για να τα καβαλήσουμε.

24ωρο 3

Όταν οι αντοχές ήταν πολλές. Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας.

Τα νεύρα μου στα όρια

Γέλαγα με το αγωνιάρικο του πράγματος, ειδικά όταν συνέκρινα τα κλάσματα που κανείς θα μπορούσε να κερδίσει με τις ατέλειωτες ώρες που θα ακολουθούσαν. Το γέλιο, βέβαια, κόπηκε απότομα όταν αμέτρητα ποδήλατα άρχισαν να περνάνε δεξιά και αριστερά μου. Όχι, δεν ξεκίνησα πρώτος και όλοι με έφτασαν, ξεκίνησα τελευταίος και όλοι μου έριχναν ήδη γύρο! Τα χτυπήματα ήταν απανωτά, αφού τις πρώτες 6 ώρες άπαντες με περνούσαν σαν σταματημένο. Νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες, λεπτοί, εύσωμοι, όλοι με ταρακουνούσαν με τον αέρα τους κάθε φορά που «έσκαβαν» δίπλα μου.

Αφού κόντευα να πάθω αυχενικό από το πέρα δώθε του κεφαλιού για να δω ποιος περνάει, η απόφαση να πάω με τον ρυθμό μου ελήφθηκε από νωρίς. Το ίδιο νωρίς ήρθε και ο συμβιβασμός με την τελευταία θέση. Έτσι, ο μόνος στόχος που έμεινε «με το καλημέρα» ήταν να τερματίσω, ποδηλατώντας μέχρι το τέλος. «Με το καληνύχτα», πάντως, ξεκίνησε η ακούσια λήψη πρωτεϊνών, αφού τα μυγάκια είχαν αντικαταστήσει τον αέρα! Μέσα σε μια ώρα, βέβαια, η λήψη έγινε εκούσια, αφού όσα έζησαν πήγαν για ύπνο, αφήνοντας μόνο καμιά 30αρια ποδηλάτες ξάγρυπνους αλλά και αρκετούς φύλακες- Αγγέλους στην κερκίδα.

Ο δικός μου ήταν Αρχάγγελος, άκουγε στο όνομα Δημήτρης Λαζαρίδης και έκανε τους συναδέλφους του Μιχαήλ και Γαβριήλ να… ασχοληθούν απλώς με την κωπηλασία. Συγκινητικός από την αρχή μέχρι το τέλος, ήταν πάντα εκεί για να φροντίσει την τροφοδοσία μου, να με ενημερώνει για το πότε έπρεπε να σταματάω και να με εμψυχώνει στα δύσκολα.

Το ταπεινό μου κοντεράκι δεν διέθετε φωτισμό, οπότε ο μόνος τρόπος για να καταναλώνω το ένα παγούρι ενεργειακών ανά ώρα –επιλογή που λειτούργησε εξαιρετικά– ήταν να μετράω τους γύρους.

Τις πρώτες 6 ώρες όλοι με περνούσαν σαν σταματημένο. Νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες, λεπτοί, εύσωμοι, με ταρακουνούσαν με τον αέρα τους κάθε φορά που «έσκαβαν» δίπλα μου.

Το «1 γύρος, 2 γύροι, 3 γύροι , …, 6 γύροι» στοίχειωσε όλο το βράδυ μου, φτάνοντας τα νεύρα μου στα απόλυτα όρια. Αυτό, άλλωστε, είναι που σε σκοτώνει σε ένα τέτοιο σιρκουί: εκεί που μια μεγάλη διαδρομή αντιστοίχων χιλιομέτρων η εναλλαγή των εικόνων ξεκουράζει σώμα και νου, εδώ η μονοτονία σού παίζει άτιμα παιχνίδια, μετατρέποντας ακόμα και τα πιο ατσάλινα νεύρα σε… παραβρασμένα μακαρόνια. Αραιά και πού η ολιγόλεπτη συντροφιά κάποιου συναθλητή ήταν μια ευχάριστη αλλαγή, όμως γρήγορα βυθιζόμουν ξανά στην μοναξιά μου, η οποία συνολικά πρέπει να κράτησε για 590 (από τα 640!) χιλιόμετρα που διήνυσα.

Το μέτρημα των γύρων μοιραία χάθηκε κάπου μέσα στο σκοτάδι, και δυστυχώς χάθηκε προς τα πάνω. Έτσι, ενώ πίστευα ότι έκλεινα το 2ωρο, πληροφορήθηκα ότι έχω ακόμα μισή ώρα, γεγονός που με έφερε μπροστά στην ψυχολογικά δυσκολότερη στιγμή όλου του αγώνα. Η κατάρρευση απείχε χιλιοστά, το ίδιο όμως και η καταστροφή. Γιατί η νύχτα, η μονοτονία και η κούραση έχουν πολλούς, αλλά εξίσου ύπουλους τρόπους για να σε σκοτώσουν.

Και μπορεί με την αϋπνία να τα πήγα καλά και να μην κινδύνευσα να κοιμηθώ πάνω στο τιμόνι, ωστόσο αυτό δεν με εμπόδισε να «προσθέσω» (νοητικά) μια ακόμα λωρίδα στην ευθεία απέναντι από τις κερκίδες. Έτσι, πηγαίνοντας με 40 χιλιόμετρα, έκανα δεξιά από την άσπρη γραμμή για να επιτρέψω σε κάποιον να περάσει, πριν τα φώτα μου με κάνουν να συνειδητοποιήσω ότι δεν βρίσκομαι στην δεξιά λωρίδα (η οποία, φυσικά, δεν υπήρχε) αλλά χιλιοστά από το κράσπεδο!

Ευτυχώς η βλακεία μου δεν αποδείχθηκε μοιραία, ενεργοποίησε ωστόσο όλα τα καμπανάκια εγρήγορσης που διέθετα. Τα καμπανάκια βάραγαν ασταμάτητα, το ίδιο όμως βάραγα κι εγώ τα πετάλια, ξάγρυπνος και με τον δικό μου αργό πλην σταθερό ρυθμό.

 

Η μέρα φεύγει, η σκληρή δοκιμασία έρχεται… Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας.

Η μέρα φεύγει, η σκληρή δοκιμασία έρχεται…Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας.

Ανάμεσα στην προσπάθεια και την παραίτηση

Ο Αίσωπος θα ήταν περήφανος για του λόγου μου, αφού η Χελώνα πέρναγε τους αποκαμωμένους Λαγούς που έπαιρναν υπνάκους στις κερκίδες, γεγονός που μετά το πρώτο 8ωρο με έφερε στη δεύτερη θέση. Ο Τζίμης με ενημέρωνε για τους «αντιπάλους» κι εγώ πέρναγα τις ατέλειωτες ώρες σκεπτόμενος αν μου λέει αλήθεια. Ήξερα, βέβαια, ότι ακόμα και ένα ψέμα του θα ήταν για το καλό μου, είτε για να με πουσάρει είτε για να μην με απογοητεύσει ή με αγχώσει. Ωστόσο, το μόνο που ήθελα εκείνη την ώρα ήταν την αλήθεια και μόνον αυτή.

Το 12ωρο συμπληρώθηκε και με το γλυκό ακόμα φως έκανα το πρώτο μου μεγαλούτσικο (10λεπτο) διάλειμμα. Αποφάσισα να δώσω λίγο αέρα στα πόδια μου κι έτσι πήγα με αθλητικά στην τουαλέτα. Όμως η επανατοποθέτηση άφησε τα αριστερά δεσίματα χαλαρά, γεγονός που μετά από μια ώρα μου έδωσε τον αχίλλειο στο χέρι.

Το κατόπιν εορτής σφίξιμο, το ψυκτικό που έγινε must στα επόμενα διαλείμματά μου και ένα πιο ήρεμο πεταλάρισμα μείωσαν τον πόνο και έκαναν τις ώρες να περνούν λιγότερο βασανιστικά, ενώ από την άλλη η διατροφική «Βίβλος» που πιστά ακολούθησα μου επέτρεψε να ποδηλατώ ακούραστα λαμβάνοντας πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ηλεκτρολύτες και καφεΐνη σε σοφές δώσεις.

Η ζέστη ανέβαινε, ο αέρας το ίδιο κι εγώ πάλευα ολοκληρώνοντας τον ένα κύκλο μετά τον άλλο. Οι «ντόπες» δούλευαν καλά, αποτελεσματικότερη όλων όμως ήταν η φωνή του Δημήτρη. Εκεί που η ψυχή είχε κουραστεί περισσότερο από το σώμα, το «πάμε, Σιμάκο!» του πιστού μου «coach» κάθε φορά που περνούσα από την κερκίδα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια και την παραίτηση.

Η πρώτη θέση είχε από νωρίς κριθεί, όχι όμως και η δεύτερη, αφού η διαφορά των τριών και κάτι γύρων που με χώριζε από τον τρίτο δεν ήταν καθόλου μεγάλη. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτός ο τρίτος ήταν ο Χάρης Πλέγας, ένας εμπειρότατος και ικανότατος ποδηλάτης, ιδιαίτερα δυνατός στα τελευταία στάδια ανάλογων ποδηλατικών υπερμαραθωνίων.

 

Άντε, ακόμα λίγο έχει μείνει… Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας.

Άντε, ακόμα λίγο έχει μείνει…Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας.

«Πάμε, Σιμάκο!»

20η ώρα και ο Δημήτρης προσπαθεί να με καθησυχάσει, όμως οι φόβοι μου επιβεβαιώνονται όταν ο Χάρης καταφέρνει να ενταχθεί σε ένα «τρενάκι» γρήγορων ομάδων. Ο αχίλλειος, η κούραση, η πεσμένη ψυχολογία, όλα μεμιάς ξεχνιούνται και δαιμονισμένα προσπαθώ να συντηρήσω τη διαφορά.

Η αναγκαστική στάση αμφότερων για τον προτελευταίο ανεφοδιασμό ανακόπτει τον ρυθμό του, η συνέχεια όμως τον βρίσκει σε ένα νέο τρενάκι! Μόνο που αυτή τη φορά είναι η υπερταχεία των κορυφαίων ποδηλατών από τις τετράδες, που κινείται σε ένα τρομακτικό χαμηλό γυρολόγιο σε σχέση με μένα. Αποφασίζω να τα δώσω όλα για όλα και ουρλιάζω από την προσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα το καμένο μου μυαλό κάνει χιλιάδες υπολογισμούς για τον αν ο ρυθμός μου μπορεί να με φέρει δεύτερο μέχρι το τέλος.

Αποφασίζω να τα δώσω όλα για όλα και ουρλιάζω από την προσπάθεια, ενώ το καμένο μου μυαλό κάνει χιλιάδες υπολογισμούς για τον αν ο ρυθμός μου μπορεί να με φέρει δεύτερο μέχρι το τέλος.

Η 22η ώρα τελειώνει και το «τρένο» πλησιάζει φουριόζικο για να με ντουμπλάρει, όταν με την άκρη του ματιού μου βλέπω το τελευταίο βαγόνι να αποκόπτεται! Η λύτρωση και η εξαντλητική προσπάθεια επιφέρουν την κατάρρευση μπροστά από τις κερκίδες, όμως η φωνή του Χάρη ‒που σταματά κι αυτός το ίδιο εξουθενωμένος‒ δρα ως αμμωνία στον λιπόθυμο, ξαναφέρνοντάς με πάνω στο ποδήλατο σε λιγότερο από τρία λεπτά!

Δεν έχω να δώσω πλέον τίποτα, παρά μόνο να διασφαλίσω ότι το αγαπημένο μου (και πάντα άνετο και αξιόπιστο) Specialized Roubaix μου θα συνεχίσει να κινείται για τις επόμενες 2 ώρες. Σέρνομαι ετοιμοθάνατος, σαν τα βόδια που σβήνουν ώρα με την ώρα κάτω από την επίδραση της δηλητηριώδους δαγκωνιάς του δράκου του Κομόντο. Ο πανάξιος αντίπαλος με φτάνει λίγο πριν από την λήξη του 24ώρου όντας τρεις γύρους πίσω, και το τελικό σφύριγμα μου επιτρέπει να κοιτάξω κάτω και να πω στο διπλάσιο σε πάχος αριστερό μου πόδι «τώρα μπορείς να πονέσεις όσο θες!»

Αν και τα 640 περίπου χιλιόμετρα είναι τα περισσότερα που έχω κάνει ποτέ, έχω περάσει πολλές σκληρότερες και δυσκολότερες ώρες πάνω στο ποδήλατο από αυτές που πέρασα αυτό το 24ωρο. Ωστόσο, κάποιες πλευρές αυτού που ονομάζουμε «σωματική και ψυχολογική προσπάθεια» δοκιμάστηκαν σε αυτούς τους 126 μονότονους γύρους όπως δεν έχουν δοκιμαστεί ποτέ. Για αυτό και το «πάμε, Σιμάκο!» του αφοσιωμένου Δημήτρη θα κάνει πάρα μα πάρα πολύ καιρό να ξεχαστεί…

Ηλιοκαμένοι, εξουθενωμένοι, χαζεμένοι, αλλά νικητές! Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας

Ηλιοκαμένοι, εξουθενωμένοι, χαζεμένοι, αλλά νικητές! Φωτογραφία: Φώτης Πλέγας

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top