Το Μπλε Τζαμί

Το Τοπ Καπί, η Αγιά Σοφιά και το Μπλε Τζαμί αποτελούν την «Αγία Τριάδα» των αξιοθέατων για κάθε τουρίστα που σέβεται τον εαυτό του στην Πόλη.

Είναι γνωστή με πολλά ονόματα. Είναι δεμένη με χιλιάδες ιστορίες. Είναι μια πόλη με τόσους δεσμούς με τους Έλληνες που οι περισσότεροι έχουν ή θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον έναν λόγο για να την επισκεφτούν. Εγώ δεν το είχα κάνει τόσα χρόνια, παρ’ όλο που ταξιδεύω πολύ, αλλά μέσα μου ήξερα πως, αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν η ώρα για να επισκεφτώ την Κωνσταντινούπολη.

Οι δεσμοί αυτοί των Ελλήνων φάνηκαν από την αρχή, από την πρώτη στιγμή που ετοίμαζα το ταξίδι. Προτού καν πατήσω το πόδι μου στο Ατατούρκ είχα γεμίσει συστάσεις και shortlists, τόσες που αισθανόμουν λες και πάω στο Βόλο ή στη Θεσσαλονίκη κι όχι στην Ιστανμπούλ. Η μανία δε να με πείσουν για «τον καλύτερο μπακλαβά της Πόλης» ή «το καλύτερο κεμπάμπ», «το καλύτερο πρωινό» ή «το πιο εντυπωσιακό χαμάμ» ήταν έκδηλη σε κάθε μου αναφορά, σε κάθε μου ανάρτηση στο Facebook, σε κάθε μου κουβέντα.

12767923_955236541196841_1859399043_o

Στο Mikla, ο περίφημος Mehmet Gürs παρουσιάζει μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή κουζίνα, χρησιμοποιώντας καθημερινά, ίσως και παραμελημένα υλικά από την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας.

Το ταξίδι δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού μια καθυστέρηση δέκα ωρών στην αναχώρησής μας, λόγω αυξημένης χιονόπτωσης στο Ατατούρκ, μας έκανε να χάσουμε ουσιαστικά την πρώτη μέρα. Παρ’ όλα αυτά, το θέαμα της χιονισμένης Πόλης, με κάτασπρους τους τρούλους και τους μιναρέδες της, μας αποζημίωσε με το παραπάνω.

Το Mikla και τα «πρωινάδικα»

Η πρώτη νύχτα μας βρήκε σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Πόλης, το «Mikla». Είχε φτάσει επιτέλους ο καιρός να δοκιμάσω τη μαγειρική του περίφημου Mehmet Gürs, ο οποίος θεωρείται ένας εκ των πιονέρων της σύγχρονης τουρκικής κουζίνας, με επιρροές και από τη Σουηδία, τη δεύτερη του πατρίδα λόγω καταγωγής, αλλά και προϋπηρεσίας.

Στο Mikla, εδώ και δέκα χρόνια, παρουσιάζει μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή κουζίνα, χρησιμοποιώντας καθημερινά, ίσως και παραμελημένα υλικά από την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας, αναπαριστώντας έτσι στα πιάτα του αυτό ακριβώς που είναι η Ιστανμπούλ: μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ευρώπη, με ξεκάθαρο όμως ασιατικό χαρακτήρα και δικιά της, ξεχωριστή προσωπικότητα.

Προσιούτο, ποσέ αυγουλάκια και σος αβοκάντο επάνω σε τύπου χωριάτικο ψωμί στο Cuma

Προσιούτο, ποσέ αβγουλάκια και σος αβοκάντο επάνω σε τύπου χωριάτικο ψωμί στο Cuma.

Ο υπέρτατος ναός του πρωινού λέγεται «Cuma» και βρίσκεται στο λοφάκι του Cukurcuma με τις αντικερί, ατενίζοντας απέναντι το γειτονικό ομώνυμο τζαμί.

Επιλέξαμε το μεγάλο μενού γευσιγνωσίας, επτά πιάτων, και αμέσως είδαμε να περνούν μπροστά μας με (πολύ) μεγάλη ταχύτητα ωραία στημένα και σωστά μαγειρεμένα πιάτα με μπάμιες, όσπρια, παραδοσιακά τυριά και μικρά ψαράκια, τα οποία ομολογουμένως δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε σε γαστρονομικά εστιατόρια. Ειδική μνεία αξίζει στο αγαπημένο των Τούρκων αρνάκι που στο Mikla σιγομαγειρεύεται μέχρι να γίνει «λουκούμι», με το εξίσου αγαπημένο τους κύμινο, και σερβίρεται με βραστά σέσκουλα, φασόλια, αφυδατωμένο παστουρμά, σπιτική γιαούρτη και μια υπέροχη μους φιστικιού. Έπος!

1

Αβγά αλά Φλορεντίν με σος γιαουρτιού στο Cuma. | Διάφορα ψητά.

Ωστόσο, το πιο αγαπημένο γεύμα της ημέρας των Τούρκων, το πρωινό, ήταν αυτό που μάλλον μας έκλεψε την καρδιά. Το επόμενο πρωί δεν φάγαμε στο ξενοδοχείο, αλλά «το κόψαμε» με τα πόδια για το Cihangir, λίγο μετά την πλατεία Τaxim, όπου βρίσκεται το μικροσκοπικό «Kahvalti Evi», ένα από τα «πρωινάδικα» που επιβάλλεται να επισκεφτείς στην Πόλη. Εκεί δοκιμάσαμε Menemen, την τουρκική εκδοχή της στραπατσάδας με τομάτα και καυτερή πιπεριά, «γλείψαμε» ονειρεμένη κρέμα καϊμάκι με μέλι, βουτήξαμε σε τζατζίκι (!) και τσιμπολογήσαμε ταχίνι, φοβερή σπιτική μαρμελάδα βύσσινο και ωραίες ελίτσες, όλα συνοδεία του παραδοσιακού τους μαύρου τσαγιού, το οποίο -μεταξύ μας- απορώ πώς το πίνουν…

Διαβάστε ακόμα: Πώς ανακάλυψα στις Άνδεις ότι θα μπορούσα να γίνω πολιτικός.

Ο υπέρτατος, όμως, ναός του πρωινού λέγεται «Cuma» και βρίσκεται στο λοφάκι του Cukurcuma με τις αντικερί, ατενίζοντας απέναντι το γειτονικό ομώνυμο τζαμί. Εκεί, σε ένα πολύ χαριτωμένο και με προσοχή στη λεπτομέρεια περιβάλλον, θα δοκιμάσει κάποιος νόστιμα μαγειρεμένες παραλλαγές κλασικών πιάτων με αβγά, ενώ θα ακούει διάφορες γλώσσες από τους expat που συνηθίζουν να συχνάζουν στο ζεστό αυτό καφέ.

Τέτοιου είδους πρωινά, πάντως, ευθύνονται για το κουράγιο και τη δύναμη που μπορεί να πάρει κάποιος ώστε να περπατήσει όλη αυτήν την υπέροχη πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη, αφήνοντας το στίγμα του στα πιο όμορφα αξιοθέατά της, είτε πρόκειται για μνημεία από το παρελθόν της είτε για σύγχρονα αστικά κοσμήματα.

Ο μυστηριακός χορός των σούφι δερβίσηδων

Ο μυστηριακός χορός των σούφι δερβίσηδων.

«Τουριστίλα»

Ένα από αυτά είναι και το μουσείο Istanbul Modern, το οποίο στέκεται στην παραλία του Βοσπόρου στη περιοχή του Tophane. Το σύγχρονο αυτό, ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο ίδρυμα, το οποίο έχει στηθεί σε δύο ορόφους μιας πρώην αποθήκης και που διευθύνεται από τον Levent Çalıkoglu, περιέχει μια εντυπωσιακά μεγάλη συλλογή Τούρκων καλλιτεχνών του 20ου αι. και μια δεύτερη με οπτικοακουστικά έργα ντόπιων, αλλά και ξένων καλλιτεχνών.

Αν υπάρχει μια στερεοτυπική εικόνα για τον κλασικό Τούρκο περασμένων δεκαετιών, τότε οι χαμαμτζήδες του «Ταριχί Γαλατάσαραϊ Χαμάμι» την επιβεβαιώνουν στο ακέραιο.
12751674_955432021177293_1335719659_o

Ο Γιάννης Κοροβέσης απολαμβάνοντας μια κατάλευκη Κωνσταντινούπολη.

Ο βαθμός τουριστίλας (sic) ανεβαίνει αυτόματα στο κατακόρυφο τη στιγμή που κάποιος αποφασίσει να επισκεφτεί την τριάδα των μνημείων που κατακλύζεται καθημερινά από χιλιάδες κόσμο στο Fatih. Το Τοπ Καπί, η Αγιά Σοφιά και το Μπλε Τζαμί αποτελούν την «Αγία Τριάδα» των αξιοθέατων για κάθε τουρίστα που σέβεται τον εαυτό του στην Πόλη, παρότι τελικά εκ του αποτελέσματος ίσως να μην ικανοποιηθείτε και τόσο. Αυτά, όμως, έχουν τα πολυδιαφημισμένα αξιοθέατα.

Αντιθέτως, αν κάποιος ψαχτεί λίγο περισσότερο, ίσως ανακαλύψει και βιώσει καταστάσεις τόσο πρωτόγνωρες για κείνον, αλλά συνάμα τόσο οικείες για τον μέσο Τούρκο, που θα τον κάνουν να αισθανθεί την πραγματική ατμόσφαιρα της πόλης. Όπως το εντυπωσιακό θέαμα που πετύχαμε, πραγματικά κατά τύχη, στον τεκέ των Μεβλεβήδων Δερβίσηδων. Ο μυστηριακός χορός των διαφόρων σούφι κοινοτήτων είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους, κατά το σουφισμό, για να επέλθει η επαφή του πιστού με το Θεό και είναι σίγουρο πως θα αφήσει άφωνο όποιον τυχερό βρεθεί σε έναν τέτοιο χώρο και τον παρακολουθήσει.

Στην αγορά των μπαχαρικών

Στην αγορά των μπαχαρικών.

Στο χαμάμ και το παζάρι

Κάτι ακόμη που πρέπει να βιώσει κάποιος που θα αποφασίσει να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπόλη είναι σίγουρα η εμπειρία των τουρκικών μπάνιων ή αλλιώς χαμάμ. Διαλέξαμε το παλαιότερο στην πόλη, το «Ταριχί Γαλατάσαραϊ Χαμάμι», χτισμένο το 1481 από τον σουλτάνο Μπεγιαζίτ Β’ και διακοσμημένο από έναν Έλληνα της εποχής, τον Βασίλη Ηγουμενίδη. Βρίσκεται κι αυτό κεντρικότατα, στο Beyoglu, και διαθέτει ξεχωριστό τμήμα για τους άνδρες και ξεχωριστό για τις γυναίκες.

Διαβάστε ακόμα: «Το μόνο που ήθελα γυρίζοντας από την Ισλανδία, ήταν να επιστρέψω στην παγωμένη φλέβα της γης». 

Μετά την είσοδο σου στο χαμάμ, θα σου δοθούν ένα ζευγάρι παραδοσιακά ξύλινα τσόκαρα, καθαρές πετσέτες και θα οδηγηθείς από τον χαμαμτζή στον επιβλητικό και ομιχλώδη κυρίως χώρο. Ο χώρος αυτός αποτελείται από ένα πολυεδρικό μαρμάρινο βάθρο στο κέντρο του δωματίου, όπου μπορείς να ξαπλώσεις επάνω στην ατομική σου πετσέτα και να χαλαρώσεις για τη συνέχεια. Είμαι σίγουρος, μάλιστα, πως σε αυτήν τη χαλάρωση βοηθούν και οι σταγόνες που πέφτουν κατά διαστήματα από τον τρούλο του δωματίου και οι οποίες είναι το μοναδικό που ακούγεται μέσα στο χαμάμ.

Μετά από ένα διάστημα 15-20 λεπτών, μέσα στο οποίο ενδέχεται και να έχεις αποκοιμηθεί, θα ξεπροβάλουν από τη σιδερένια πόρτα του Γαλατασαράι Χαμαμί οι, άνω των 50 ετών, μυστακιοφόροι υπάλληλοί του, τυλιγμένοι με μια πετσέτα κάτω από τη συνήθως μεγάλη κοιλιά τους και το τριχωτό τους σώμα. Αν υπάρχει μια στερεοτυπική εικόνα για τον κλασικό Τούρκο περασμένων δεκαετιών, τότε οι χαμαμτζήδες του εν λόγω χαμάμ την επιβεβαιώνουν στο ακέραιο.

Γλυκά σε κατάστημα στην Λεωφόρο Ανεξαρτησίας

Γλυκά σε κατάστημα στη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας.

Η αποκάλυψη ήταν το διάσημο «Hunkar», στο Nicantasi. Εκεί μυηθήκαμε στην αυθεντική τουρκική κουζίνα με τα κλασικά μαγειρευτά της πιάτα να «εκτίθενται» σε μεγάλες βιτρίνες.

Αυτοί θα σε σηκώσουν από το βάθρο και θα σε καθίσουν στα πεζούλια που βρίσκονται γύρω από τους δεκάδες μαρμάρινους νεροχύτες του χώρου. Και κάπου εκεί αναλαμβάνει δράση η λούφα, ο κετσές και τα χέρια-δαγκάνες του χαμαμτζή που σε (ξε)πλένουν και σου κάνουν μασάζ, α λα παλαιά. Όπως τότε δηλαδή που οι Τούρκοι περνούσαν μία και δύο φορές τη μέρα από αυτά τα δημόσια λουτρά, ένεκα της απουσίας ατομικού στο σπίτι τους.

Η Πόλη, όμως, είναι διάσημη και για το μεγάλο της παζάρι. Δερμάτινα, παπούτσια, κασμίρια, αντίκες και κοσμήματα, απλώνονται σε έναν τεράστιο και δαιδαλώδη κλειστό χώρο, στον οποίο μπορείς να «χαθείς» για ώρες χαζεύοντας, παζαρεύοντας και προσπαθώντας να καταλάβεις τι από κει μέσα είναι αντικείμενο αξίας και τι όχι. Γιατί, μη σας ξεγελά η λέξη «παζάρι», εκεί μπορείς να βρεις και σπουδαίας ποιότητας προϊόντα, από εξαιρετικούς εμπόρους. Κι αν το πάρεις λίγο με τα πόδια, μπορείς να συναντήσεις και το περίφημο παζάρι με τα μπαχαρικά και να μεθύσεις με τα αρώματά του.

2

Το Yeni Lokanta μπορεί να μην είναι επιπέδου Michelin, αλλά θα φας στα πρότυπα του Mikla: πιάτα με καθημερινά υλικά της Μ. Ασίας, μαγειρεμένα με σύγχρονες τεχνικές και, προ πάντων, πολύ νόστιμα. | Πρωινό στο μικροσκοπικό Kahvalti Evi.

Ξανά για φαΐ

Λίγο πριν από το τέλος του ταξιδιού, την τελευταία μέρα, επισκεφτήκαμε δύο εξαιρετικά εστιατόρια για να κλείσει απολαυστικά η όλη γευστική μας εμπειρία. Το μεσημέρι κλείσαμε τραπέζι, μετά από αρκετές προσπάθειες προηγούμενων ημερών που δεν πετυχαίναμε το ωράριο, στο πανέμορφο μπιστρό «Yeni Lokanta», πολύ κοντά στη Λεωφόρο Ανεξαρτησίας. Το Yeni Lokanta μπορεί να μην είναι επιπέδου Michelin, αλλά θα φας στα πρότυπα του Mikla, επιλέγοντας δηλαδή ανάμεσα σε πιάτα με καθημερινά υλικά της Μ. Ασίας, μαγειρεμένα με σύγχρονες τεχνικές και, προ πάντων, πολύ νόστιμα. Αν σε αυτό προσθέσεις την αρκετά μεγάλη λίστα με τα (ακριβά) κρασιά τους, την εξαιρετική διακόσμηση και τους καλοντυμένους συνδαιτυμόνες που εύλογα δημιουργούν μια πολύ όμορφη ατμόσφαιρα, τότε θα καταλάβεις γιατί βρήκα το Yeni Lokanta καταπληκτικό.

Η αποκάλυψη, ωστόσο, ήρθε το βράδυ της ίδιας ημέρας, όταν από το Hilton Bosphorus που διαμέναμε αποφάσισα να πεταχτώ μέχρι το διάσημο «Hunkar», της οικογένειας Ügümü στο Nicantasi. Εκεί μυηθήκαμε στην αυθεντική τουρκική κουζίνα, με κλασικά μαγειρευτά πιάτα να «εκτίθενται» σε μεγάλες βιτρίνες που υπήρχαν στο χώρο του θορυβώδους εστιατορίου, με τους ζωηρούς και έμπειρους σερβιτόρους του να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Μπουρέκια, ρεβυθάδες, σουτζούκια, χουνκιάρ μπεγερντί (βεβαίως-βεβαίως), μια ψαρόσουπα-όνειρο και, για το κλείσιμο, εκμέκ κανταΐφι με καϊμάκι και καζάν ντιπί παρέλασαν από το τραπέζι, αφήνοντας μας απόλυτα ικανοποιημένους, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο εστιατόριο όπου φάγαμε.

Θα ξαναπάω στην Πόλη. Και θα ξαναπάω γιατί έχει τόσα μυστικά που μόνο αν μένεις μόνιμα μπορείς, ίσως, να τα εξερευνήσεις όλα. Θα ξαναπάω για να αγοράσω κι άλλα δισκάκια μουσικής από το Lale Plak, να περπατήσω κι άλλο τις ανηφοροκατηφόρες της, να ανακαλύψω κι άλλα εστιατόρια, ταβερνεία, ζαχαροπλαστεία, ή για να πετύχω και κάποιο ακόμα event, όπως τη συναυλία-αφιέρωμα στον τιτάνα της τουρκικής ψυχεδέλειας Baris Manco, η οποία είχε διοργανωθεί στο σούπερ μοντέρνο, κλειστό συναυλιακό χώρο Babylon. Τον «σύγχρονο εθνικό ήρωα» της Τουρκίας Baris Manco του οποίου τα τραγούδια μπορεί να τα ακούσεις στο λόμπι του πεντάστερου ξενοδοχείου σου, στο ταβερνάκι που θα φας πίνοντας τη ρακή σου, στο κλαμπ που θα διασκεδάσεις με τους φίλους σου ή ακόμα και από τα ηχεία του αεροπλάνου, περιμένοντας να απογειωθείς από το Ατατούρκ για την Αθήνα.

Ονειρεμένη κρέμα καϊμάκι με μέλι στο Cuma

Ονειρεμένη κρέμα καϊμάκι με μέλι στο Cuma.

Διαβάστε ακόμα: To ανδαλουσιανό ταξίδι του Γιάννη Κοροβέση.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top