Credit: Laura Nolan/Flickr

    Η γόνδολα αποτελείται από 280 κομμάτια ξύλου (δρυς, καρυδιά, κερασιά, φλαμουριά, κέδρος, ακαζού, έλατο). Για την κατασκευή της απαιτείται ένας μήνας και το στάνταρ μοντέλο κοστίζει €20.000. Credit: Laura Nolan/Flickr

    Γράφει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο «Υδατογράφημα»: «Υπήρχε κάτι ξεχωριστά ερωτικό στο αθόρυβο και ανεξιχνίαστο πέρασμα του λυγερού κορμιού της γόνδολας πάνω στο νερό –θύμιζε το γλίστρημα της παλάμης σου στο τρυφερό δέρμα της αγαπημένης. Ερωτικό γιατί δεν υπήρχαν επακόλουθα, γιατί το δέρμα ήταν άπειρο και σχεδόν ακίνητο, γιατί η θωπεία ήταν ιδεώδης. […] Όμως τώρα ήξερα πώς νιώθει το νερό όταν χαϊδεύεται από νερό».

    Ξέρετε να αποκωδικοποιείτε το «fero», δηλαδή το σίδερο της γόνδολας, αυτήν την ατσάλινη οδοντωτή πλάκα που δεν έχει μόνο διακοσμητικό ρόλο, αλλά και στατικό; Τα έξι δόντια αντιπροσωπεύουν τα «sestieri», τις συνοικίες της Βενετίας (η giudecca είναι το μοναχικό δόντι που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά από τα υπόλοιπα), η κούρμπα της μεγάλης πλάκας είναι το Grand Canal, το κενό δηλώνει το κέρας του δόγη, το οποίο αντιπροσωπεύει επίσης, ανάποδα, τη γέφυρα του Rialto. Είναι το σήμα κατατεθέν της Βενετίας. Αλλά η γόνδολα αποτελείται κι από τμήματα λιγότερο ορατά, μελετημένα σύμφωνα με μια πανάρχαια τεχνογνωσία, και η λέξη απαντάται για πρώτη φορά σε ένα έγγραφο του 1094, γεγονός που την κάνει ένα από τα πιο καταπληκτικά παραδείγματα ιταλικού design όλων των εποχών.

    Οι πόρνες, σύμφωνα με διάταγμα του δόγη, έπρεπε πάντα να ταξιδεύουν με τις κουρτίνες της μικρής καμπίνας ανοιχτές.

    Αποτελείται από 280 κομμάτια ξύλου (δρυς, καρυδιά, κερασιά, φλαμουριά, κέδρος, ακαζού, έλατο), τα οποία τις παλιές εποχές κυρτώνονταν πάνω σε μια φωτιά από καλάμια του βάλτου, και στερεώνονταν με ξύλινες καβίλιες σε μήκος 10,85 μ. και φάρδος 1,40 μ. (όσο κι ένα γαλλικό κρεβάτι), βάρους 400 κιλών. Σήμερα, απαιτείται ένας μήνας για την κατασκευή της και το στάνταρ μοντέλο κοστίζει €20.000.

    Ο γονδολιέρης στέκεται όρθιος στο πίσω αριστερό μέρος (στη Βενετία το να οδηγείς πλεούμενο καθιστός θεωρείται ντροπή), κωπηλατώντας από τα δεξιά, εξ ου και η ασυμμετρία της γόνδολας, τροποποίηση που έγινε το 19ο αι. Ο εγκάρσιος άξονας είναι, κατά συνέπεια, μετατοπισμένος προς τα δεξιά, ώστε να κρατάει το βάρος του γονδολιέρη, ενώ η αριστερή πλευρά είναι πιο καμπυλωμένη, για να διατηρείται η ευθεία πορεία. Το μοναδικό κουπί είναι από ξύλο Ινδονησίας κι έχει μήκος 4,20 μ. Στηρίζεται στη «forcola» (διχάλα), το πιο καλλιτεχνικό –και πιο δύσκολο να γίνει– κομμάτι, ένα ξύλινο στήριγμα πάνω στο οποίο το κουπί πρέπει να μπορεί να βρει σημεία στήριξης για τις διάφορες μανούβρες: είναι κομψό όσο κι ένα γλυπτό του Brancusi, κι είναι ένας ειδικός τεχνίτης, ο «el remer», που το φτιάχνει από ρίζα καρυδιάς. Το να μάθεις να οδηγείς γόνδολα είναι πολύ δύσκολη τέχνη, στην οποία μόνο μια γυναίκα είχε διαπρέψει, η Ουιναρέτα ντε Π., γιατί, αν δεν οδηγήσεις σωστά, υπάρχει κίνδυνος το σίδερο να κόψει κεφάλια «σαν ραπανάκια ή να κόψει το κεφάλι του γονδολιέρη, κάτω από καμιά γέφυρα», γράφει ο Paul Morand το 1911.

    Boss Tweed

    Η απόλαυση του αισθησιακού γλιστρήματος της γόνδολας πάνω στη λιμνοθάλασσα είχε πολυάριθμους λάτρεις, από τον Μονταίνιο έως τη Γεωργία Σάνδη και τον Αλφρέντ ντε Μυσέ. Credit: Boss Tweed/Flickr

    Η εντύπωση που έκανε η γόνδολα έγινε γρήγορα αντιληπτή. Το μαύρο χρώμα της επιλέχτηκε από τη Γερουσία όχι ως σημάδι πένθους για την πανούκλα του 1630, ή για την πτώση της Δημοκρατίας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Αλλά, πρώτον, για να μπει ένα τέλος στο λυσσαλέο συναγωνισμό των Βενετσιάνων πατρικίων για το ποιος θα έχει την πιο βαρύτιμα διακοσμημένη και, δεύτερον, για να ξεχωρίζει καλύτερα μέσα στο νερό, ακριβώς όπως οι γυναίκες του 16ου αι. ντύνονταν στα μαύρα για να τονίσουν τη χλωμάδα της επιδερμίδας τους.

    Και όπως ακριβώς μια όμορφη σινιόρα, η γόνδολα κάθισε να της κάνουν το πορτρέτο οι ζωγράφοι: συχνά βρίσκεται σε πρώτο πλάνο στον Guardi, μόνη στη λιμνοθάλασσα. Στον Carpaccio, στο «Θαύμα του Σταυρού», οδηγείται από έναν γονδολιέρη στα μαύρα. Στον Gentile Bellini δεν έχει αποκτήσει ακόμα το «fero» της: οδηγείται από τον Γανυμήδη για να ελευθερώσει την ολόγυμνη και αλυσοδεμένη Αρσινόη, όπως μαρτυρεί ο Τιντορέτος.

    Η «forcola» (διχάλα), το ξύλινο στήριγμα πάνω στο οποίο το κουπί πρέπει να μπορεί να βρει σημεία στήριξης για τις μανούβρες, είναι κομψή όσο κι ένα γλυπτό του Brancusi.

    Στις αναπαραστάσεις της βλέπουμε επίσης αυτήν την πανάρχαια και βολική επιλογή που είναι η «felze», η καμπίνα, η οποία, άλλοτε, ήταν στολισμένη μόνο με φτέρες, στη συνέχεια με βελούδο και δαμασκηνά, και για γαρνιτούρα συνένοχα κουρτινάκια που τη μετέτρεπαν σε φιλόξενο σαλόνι ή πλωτή κρεββατοκάμαρη. Οι πόρνες, σύμφωνα με διάταγμα του δόγη, έπρεπε πάντα να ταξιδεύουν με τις κουρτίνες ανοιχτές.

    Η απόλαυση του αισθησιακού γλιστρήματος της γόνδολας πάνω στη λιμνοθάλασσα, συνοδευόμενου από το τραγούδι των γονδολιέρηδων που απήγγειλαν την «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ», είχε πολυάριθμους λάτρεις, από τον Μονταίνιο έως τη Γεωργία Σάνδη και τον Αλφρέντ ντε Μυσέ. Μόνον ο Γκαίτε μετέτρεψε την ποίηση σε λογαριασμό εξόδων: «Γόνδολα το βράδυ, τρεις λίρες· με τραγούδι από τον Tasse, έξι λίρες». Ο προφήτης, όμως, ήταν ο Μαρινέτι: τις ονόμαζε «κούνιες για ηλιθίους». Σήμερα, η γόνδολα χρησιμοποιείται μόνον από γηραλέους τουρίστες που πρέπει να την πληρώσουν όσο κι ένα πεντάστερο ξενοδοχείο. 400 γονδολιέρηδες έχουν άδεια πλοήγησης, όταν το 16ο αι. ο αριθμός τους υπολογιζόταν στις 10.000, τότε που οι γόνδολες είχαν δυο γονδολιέρηδες.

     

    Διαβάστε ακόμα: Η ιδιοφυία του Piero Fornasetti

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top