11924308_10153651521364073_8023536601998072578_n

Η Πλατουράδα με το μυστηριώδες σπίτι στην κορυφή της.

Λίγο μετά από την αρχή τής έτσι κι αλλιώς σύντομης διαδρομής του φέρι που πάει κι έρχεται ανάμεσα στην Αττική και την Εύβοια (και την κάνω όποτε πάω στο χωριό), από την θάλασσα ξεπροβάλλει ένα μικρό ξερό νησί με σχεδόν τέλειο τριγωνικό σχήμα όπου στην κορυφή του στέκεται, κατάμονο, ένα πέτρινο σπίτι.

Υπάρχουν κι άλλα νησιά, νησάκια και βραχονησάκια σπαρμένα σε αυτά τα θαλασσινά στενά, όμως τούτο δω πάντα τραβούσε την προσοχή των επιβατών των περαστικών πλοίων, καθώς το σπίτι μοιάζει να βρίσκεται εκεί χωρίς εμφανή λόγο, αφού το νησάκι δεν έχει φάρο, μα ούτε φαίνεται κάποιο δρομάκι ή μονοπάτι που να οδηγεί στην κορυφή από τα βραχώδη παράλια ούτε κανείς θυμάται να είδε ποτέ άνθρωπο γύρω του – μοιάζει σαν να γεννήθηκε κατ’ ευθείαν από το βράχο, έτσι πέτρινο και ωχρό που στέκει στην κορυφή του ανεμοδαρμένου τριγώνου, ποιος ξέρει πόσα χρόνια.

Το νησάκι έχει όνομα, όπως όλα τα νησιά στην ελληνική επικράτεια, ακόμα και οι ξέρες που ίσα-ίσα περισσεύουν από το κύμα. Λέγεται “Πλατουράδα” και είναι το κεντρικό νησί από μια ομάδα τεσσάρων βραχονησίδων που όλες μαζί τις λένε “Βεργούδια” ή, το πιο συνηθισμένο, “Βερδούγια” που ταιριάζει καλύτερα στην αρβανίτικη λαλιά της νότιας Εύβοιας.

Η Πλατουράδα με το μυστηριώδες σπίτι στην κορυφή της καθώς βρίσκεται στη μέση της ομάδας δεν έχει φάρο, έχουν όμως φάρους τα ακριανά νησάκια, κι ένα-δυο ακόμα ξερόβραχοι εκεί γύρω. Τα παλιά χρόνια, οι φάροι εκείνοι έσβηναν κι άναβαν από ανθρώπινο χέρι, και το έρημο σπίτι δεν ήταν παρά το πόστο του φαροφύλακα, ο οποίος από το αγνάντι του στην Πλατουράδα επόπτευε τα στενά και δύο φορές τη μέρα έμπαινε στο βαρκάκι του κι έπαιρνε γύρο τις βραχονησίδες, βρέξει χιονίσει, να ανάψει και να σβήσει τους πολύτιμους φάρους αυτοπροσώπως.

Ο προπάππους μου κάθε βδομάδα φόρτωνε τις προμήθειες στη βάρκα και έφευγε να περάσει μερικές μέρες στα Βερδούγια, κάνοντας σκάντζες με τον άλλο φαροφύλακα, εκεί στο πέτρινο σπίτι στην κορυφή, μοναχός και αυτάρκης καταμεσής της θάλασσας.

Ο προπάππους μου, Χρήστος Λιώνης από τα Κάψαλα Ευβοίας, ένα μεσόγειο χωριουδάκι εκεί απέναντι, έκανε χρόνια αυτήν τη δουλειά και κάθε βδομάδα φόρτωνε τις προμήθειες – τροφή, νερό, κουβέρτες, τσιγάρα, κρασί – στη βάρκα και έφευγε με τα κουπιά από τα παραλιακά Νέα Στύρα να περάσει μερικές μέρες στα Βερδούγια, κάνοντας σκάντζες με τον άλλο φαροφύλακα, εκεί στο πέτρινο σπίτι στην κορυφή της Πλατουράδας, χωρίς ρεύμα ή θέρμανση, μοναχός και αυτάρκης καταμεσής της θάλασσας.

Πού και πού έπαιρνε μαζί και καμιά κόρη (από τις τέσσερις που είχε) για παρέα, και η γιαγιά μου, που τότε θά ’ταν 10-12 χρονώ, θυμόταν βέβαια τις εκδρομές της στο νησί και τα βράδια στο μασίφ σκοτάδι που κάλυπτε τα πάντα – φανταστείτε, νύχτα σε μία βραχονησίδα του Ευβοϊκού, εκατό χρόνια πριν – όμως στους ανθρώπους της γενιάς της τέτοια πράγματα δεν έκαναν εντύπωση και δεν θεωρούσε ότι είχε τίποτα άλλο ενδιαφέρον να διηγηθεί.

11222796_10153651521404073_3955685452685597853_n

Το σπίτι πρέπει να κατοικήθηκε τελευταία φορά περίπου μισόν αιώνα πριν.

Η απόσταση που χωρίζει την Αττική από την Εύβοια σε αυτό το σημείο είναι σκάρτα έξι μίλια, μιλάμε δηλαδή για θάλασσα κλειστή, στενή, τριγυρισμένη από γη. Όμως, είναι νερά επικίνδυνα κι ανθρωποβόρα, διάσπαρτα από ξέρες και βράχους που έχουν στείλει στο βυθό (ή στο σκραπ) πολλά πλοία, ανάμεσα τους και τον «ελληνικό Τιτανικό», το θρυλικό ναυάγιο δηλαδή του επιβατηγού «Χειμάρρα» που ως σήμερα παραμένει το πιο πολύνεκρο δυστύχημα στη σύγχρονη θαλασσινή μας ιστορία.

Ήταν ένα παλιό ατμόπλοιο που στις 18 Ιανουαρίου του 1947 έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, φορτωμένο κόσμο κι ανάμεσα τους ένα αδιευκρίνιστο αριθμό από πολιτικούς κρατούμενους που τους πηγαίναν εξορία (εμφύλιος γαρ), και στις 4:10 αξημέρωτα της επόμενης μέρας, μέσα σε πυκνή ομίχλη και βαρύ κρύο, καρφώθηκε ακριβώς πάνω στα ύπουλα Βερδούγια και βούλιαξε επί τόπου, τραβώντας στον βυθό 383 ανθρώπους, πολλούς απ΄ αυτούς πισθάγκωνα δεμένους.

Γύρω στο 1965, μου λένε πως όλοι οι φάροι της περιοχής συνδέθηκαν με ηλεκτρικό σύστημα και πλέον άναβαν κι έσβηναν αυτόματα, οπότε το πέτρινο σπίτι στην Πλατουράδα πρέπει να κατοικήθηκε τελευταία φορά περίπου μισόν αιώνα πριν. Το πρωί στο Ίντερνετ πέτυχα μια φωτογραφία κάποιων τύπων που σκαρφάλωσαν στο νησί και φωτογραφήθηκαν με το σπίτι πίσω τους· μοιάζει ακόμα στέρεο και άθικτο, μία ρωμαλέα κατασκευή, σάρκα από το σώμα της πέτρας, φτιαγμένη άλλωστε από χέρια παλιών Αρβανιτών, που ήσαν περίφημοι πετράδες.

Πριν από λίγες μέρες, πλέοντας δίπλα από τα Βερδούγια για νιοστή φορά, τράβηξα αυτές τις δυο φωτογραφίες και σκέφτηκα να σας ιστορήσω τα καθέκαστα.

 

//Ο Βασίλης Σταματίου είναι (μεταξύ άλλων) δημοσιογράφος.

 

Διαβάστε ακόμα – Ανθή Δοξιάδη: «Πώς ο πατέρας μου σφράγισε την αισθητική μου σκοπιά του κόσμου».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top