«ζινγκ ζινγκ ζινγκ πλοφ/ εικοσιεννέα μαύρο αναφωνεί ο κρουπιέρης/ πάει μ’ έχασα ψιθύρισα». (Edvard Munch, «At the Roulette Table in Monte Carlo», 1892. Munch Museum, Oslo).

Γιάννης Βαρβέρης, «Το ανάποδο καζίνο»

Τι το ’θελα εγώ μικρό παιδί
να μπω μέσα στην αίθουσα
καλά ήμουν στον προθάλαμο με τα στιχάκια
(χέρι μαχαίρι περιστέρι
ομοιοκαταληκτούσανε τα φρούτα
θα πέφτανε και κάτι ψωροκέρματα)
δε μου ’φτανε ο ληστής με το ’να χέρι
τα φώτα ήταν τα φώτα ήταν και μπήκα
κόκκινος καθώς ήμουν λόγω πάθους
αλλά και φοβισμένος βλέπεις πρώτη φορά
είπα να με ποντάρω σε απλές τύχες
ή με χάνω ή με κερδίζω διπλόν
σκαρφάλωσα λοιπόν σε μια ρουλέτα
στρογγυλοκάθισα στο κόκκινο νταμάκι
ζινγκ ζινγκ ζινγκ πλοφ
εικοσιεννέα μαύρο αναφωνεί ο κρουπιέρης
πάει μ’ έχασα ψιθύρισα μα εκείνος
τη μίζα σας και τριανταπέντε ακόμα
έκτοτε τρέχω κόκκινος εγώ
με τριανταπέντε μαύρους Γιάννηδες
στον ώμο.

 

(Από τη συλλογή «Πιάνο βυθού», εκδ. Ύψιλον, 1991. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα Τόμος Α’, 1975-1996»), εκδ. Κέδρος, 2008).

 

Στην επόμενη σελίδα: «Κούκος μονός».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top