Αρχιτέκτονας_01

Ανδρέας Αγγελιδάκης, Trollcasino, Made in Athens,
Ελληνική συμμετοχή στην 13η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας 2012

 

Hρθε η ώρα να αντιμετωπίσει και στη χώρα μας η αρχιτεκτονική, με μετατραυματικούς όρους, τον οριστικό κλονισμό της Υψηλής Νεωτερικότητας. Όχι ότι δεν πρέπει να εκτιμάμε αυτό το είδος αρχιτεκτονικής ή ότι δεν θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά δεν είναι το μόνο με το οποίο μπορούμε να ζούμε και να συνδιαλλασσόμαστε. Όλα τα προηγούμενα χρόνια μείναμε προσηλωμένοι στη λατρεία μιας απρόσιτης νεωτερικότητας, στην επιθυμία εκείνου που δεν είχαμε. Διαφορετικές γενιές αρχιτεκτόνων μεγάλωσαν με αυτήν την εξιδανικευτική νεύρωση και τη διαστροφή της ουτοπίας που κράτησε εκτοπισμένο το πραγματικό.

Σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής παραδείγματος. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι να προσθέτουμε συνεχώς καινούργια κτίρια στο περιβάλλον, αλλά το πώς θα αξιοποιήσουμε δημιουργικά εκείνα που ήδη υπάρχουν και παραμένουν κλειστά ή εγκαταλελειμμένα. Καινούργιο είναι πλέον ο τρόπος αναδιάταξης, επαναχρησιμοποίησης ή διασκευής του υπάρχοντος. Η αρχιτεκτονική περνάει από το νεωτερικό μοντέλο του μηχανικού, ο οποίος λειτουργεί σε μονόδρομους και κλειστά σχήματα, στο μετανεωτερικό μοντέλο του bricoleur, ο οποίος είναι πιο κοντά σε πρακτικές αυτοκατασκευής και λειτουργεί συνδυαστικά με ετερόκλητα υπολείμματα, θραύσματα, σπαράγματα, συναρτήσεις και συνδυασμούς.

Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να αναμετρηθούμε με μια σειρά νέους τρόπους ζωής και κατοίκησης και μ’ ένα διπλό χαρακτηριστικό της Αθήνας: τη συνεχή διαστολή των ερειπίων, τόσο στην ιστορική όσο και στη νεότερη μορφή τους  –που τείνει σε ένα είδος «ερειπιοφιλίας»– και το μοριακό χαρακτήρα της πόλης. Το αρχαιολογικό και το μοριακό πρότυπο υπερέχουν του γενικού (generic). Πρόκειται για τη διάσπαρτη δυναμική κατακερματισμένων καταστάσεων, επιχειρήσεων, μορφών κατοίκησης και επισφαλούς εργασίας, αρχαιολογικών περιοχών, εξυπηρετήσεων, εξαρθρώσεων, άσημων σημείων και ροών που δρουν σε εντατικό ρυθμό.

Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα η ελληνική αρχιτεκτονική κράτησε μια υπεροπτική στάση αδράνειας. Ωστόσο, τελευταία, άρχισε να δοκιμάζει πρακτικές πολεοδομικής ανάταξης και «βεβήλωσης» –δηλαδή απόδοσης εκ νέου στην κοινοχρηστία. Κι αυτό είναι ό,τι πιο σύγχρονο και αυτοφυές διαθέτουμε σήμερα. Εξηγούμαι: Όπως τα καταναλωτικά αντικείμενα, έτσι και τα κτίρια και οι χώροι της πόλης ενσωματώνουν την ίδια την ακαταλληλότητά τους προς χρήση η οποία γίνεται σήμερα περισσότερο ορατή. Αν εμείς, οι κάτοικοί τους, συχνά αισθανόμαστε αμηχανία και δυσανεξία απέναντί τους είναι επειδή πιστεύουμε ότι ασκούμε πάνω τους «το δικαίωμα κυριότητας», επειδή είμαστε «ανίκανοι να τα βεβηλώσουμε». *

Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι να προσθέτουμε συνεχώς καινούργια κτίρια στο περιβάλλον, αλλά το πώς θα αξιοποιήσουμε δημιουργικά όσα ήδη υπάρχουν και παραμένουν κλειστά ή εγκαταλειμμένα.

Σχηματοποιώ τέσσερις από τις κατευθύνσεις έρευνας που γίνονται διακριτές σε μια σειρά πρόσφατους διαγωνισμούς, έντυπες και ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις και εκθέσεις:

(α) Τη λογική του καταλόγου εργαλείων παρέμβασης και δραστηριοτήτων που εν δυνάμει μπορούν να αναπτυχθούν. Στην περίπτωση αυτή η παραθετικότητα υπερισχύει της σύνθεσης, ενώ ο «ίλιγγος της λίστας» δεν λειτουργεί μόνο ως μορφή αστικής ταξιθεσίας, αλλά και ως έκφραση συμπαράταξης των ατέλειωτων –και για αυτό ατελών– αναμίξεων του ιδιωτικού και του δημόσιου, του προσωπικού και του κοινωνικού στο νέο μετα-αστικό αρχιπέλαγος.

(β) Την αντιμετώπιση του σχεδιασμού ως ένα είδος μηχανισμού στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τόσο οι επεξεργασίες της αστικής επιδερμίδας όσο και μια σειρά μηχανές κατοίκησης ή επιτελεστικές δράσεις (performances). Με τον τρόπο αυτό η αρχιτεκτονική αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός δικτύου μηχανισμών που διαμορφώνουν και τροποποιούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Μια τέτοια στάση ενεργοποιεί τις ουτοπίες της δεκαετίας του 1970, αλλά και την κριτική δυναμική που εμπεριέχεται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.

(γ) Την ανάδειξη πρακτικών που προέρχονται από την αστική κηπουρική και την αστική γεωργία ως εναλλακτική στρατηγική απέναντι στα διεσταλμένα προβλήματα της διατροφής, η οποία ενθαρρύνει τα υπερτοπικά κοινωνικά δίκτυα και τις τοπικές κοινωνικές συναναστροφές, λειτουργώντας, επίσης, ανασταλτικά στην άναρχη επέκταση των προαστίων. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σ’ αυτήν την κατεύθυνση είναι η ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος για τα «κοινά» (commons) και της παράδοσης των οικιακών κήπων που χαρακτήρισαν το αθηναϊκό περιαστικό τοπίο καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.

(δ) Την «απεδαφικοποίηση» της αρχιτεκτονικής και τη διεύρυνσή της σε νέες σφαίρες σχεδιασμού μέσα από συμπληρωματικές κατασκευές ή αναρτήσεις. Στην «απεδαφικοποίηση» τείνουν και οι διαδικασίες «συρρίκνωσης» (shrinking cities) που προκαλούν τα μετα-αρχιτεκτονικά οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα της αποβιομηχάνισης και της αποαστικοποίησης. Πρόκειται για μια προβληματική του σχεδιασμού που εισήγαγαν στη χώρα μας οι «μεγαδομές» του Τάκη Ζενέτου, η οποία μετασχηματίζεται άρδην.

Ιδού τέσσερις ενδεικτικές κατευθύνσεις για την αρχιτεκτονική των χρόνων που έρχονται, οι οποίες ανοίγουν την πόρτα της καθημερινής ζωής και του διαλόγου με τους νέους τρόπους ζωής, κατοίκησης και εργασίας στις πόλεις.

Αριστείδης Αντονάς, Πληθυσμοί αποσπασμάτων, Urban Hall, 2011, Ελληνική συμμετοχή στην 13η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας 2012

Αριστείδης Αντονάς, Πληθυσμοί αποσπασμάτων, Urban Hall, 2011, Ελληνική συμμετοχή στην 13η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας 2012

* Αναφέρομαι στη «βεβήλωση» με την έννοια που της προσδίδει ο Giorgio Agamben (Βεβηλώσεις, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Αθήνα 2006). Ο όρος προέρχεται από τη ρωμαϊκή νομοθεσία, σύµφωνα µε την οποία ιερά ήταν τα πράγματα που ανήκαν στους θεούς και ως τέτοια δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα. Κατά συνέπεια, ιερόσυλη ήταν κάθε πράξη που παραβίαζε τη μη διαθεσιμότητά τους. Βεβηλώνω (profane) σήμαινε, λοιπόν, επαναπόδοσή τους στην ελεύθερη χρήση των ανθρώπων. Για τον συγγραφέα η βεβήλωση αναδεικνύεται σε πολιτικό καθήκον του καιρού μας, σε πράξη αντίστασης απέναντι σε κάθε μορφή διάζευξης,

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top