Φωτό: saebaryo/flickr.com

Φωτό: saebaryo/flickr.com

Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν είχε υπολογίσει ότι θα φτάναμε εδώ τόσο γρήγορα. Η δημοσιογραφία που ήξερα ασθενεί ως υπερήλικη μητέρα και σε κανένα καλό γιο δεν αρέσει αυτή η στιγμή. Σχεδόν κανένα από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, στην Ελλάδα και στην Αμερική, που συνεργάστηκα και συνεργάζομαι από το 1989, αν υπάρχει ακόμα, δεν είναι πια αυτό που ήταν. Τα περισσότερα έχουν κλείσει και όσα επιζούν, μετρούν ώρες, μέρες και λεπτά και περικόβουν σελίδες, μισθούς και τιράζ. Όχι μόνο στη δύσκολη ελληνική πραγματικότητα, αλλά και στην αμερικανική, όπου το όνειρο ανεμίζει ακόμα σαν σκισμένη σημαία στους ανεμοστρόβιλους των μύθων και των εξελίξεων.

Η οικονομική κρίση δεν είναι, βεβαίως, η αιτία για το τέλος της πλανητικής έντυπης δημοσιογραφίας, είναι απλώς μια σύμπτωση. Το αχόρταγο Ίντερνετ καταβρόχθισε τόσες πολλές φιλοδοξίες και βιομηχανίες –τον Τύπο, τη μουσική, τις βιβλιοεκδόσεις, την τηλεόραση–, που σπέρνει διαρκώς βουνά από περιττώματα με έξυπνα ονόματα (Twitter, Facebook, youtube) και άλλα πιο φρέσκα ομοιώματα, χωρίς τα οποία η νέα γενιά δεν μπορεί να πάει ούτε ως τη γωνία.

Σήμερα είμαστε όλοι συγγραφείς, γράφουμε περισσότερο από ποτέ –η τελευταία φορά που η καθημερινή ανθρώπινη επικοινωνία βασιζόταν τόσο πολύ στη γραφή ήταν ο 19ος αιώνας, πριν από την εφεύρεση του τηλεφώνου. Μετά από έναν αιώνα γραφικής ανάπαυλας και τηλεφωνικής λογοδιάρροιας επιστρέψαμε με πάθος στην επιστολογραφική μας παράδοση, αυτή τη φορά με γραφική λογοδιάρροια.

Κάποτε μια λέξη άξιζε όσο και μια σκέψη. Ένα γράμμα όσο και ένα ποίημα. Ένα δημοσιογραφικό άρθρο όσο και μια εκλεκτή αλήθεια. Μια συνέντευξη όσο και μια αληθινή εξομολόγηση. Από τις μέρες της αξεπέραστης Οριάνας Φαλάτσι ως τα ύψη της αμερικανικής νέας δημοσιογραφίας που εγκαινιάστηκε από τις πένες του Καπότε, του Γουλφ, του Μέιλερ και του Talese, ο δημοσιογράφος –της τάξεως των εντύπων που υπηρέτησα εγώ τουλάχιστον–ήταν κάτι παραπάνω από ειδησεογράφος, ήταν ένας νομοθέτης της πραγματικότητας, ένας πεζογράφος της επικαιρότητας, ένας ιστορικός των μύθων και των αξιών τους. Όλα αυτά ανήκουν πλέον στο βασίλειο της μνήμης –εύχομαι όχι και της λήθης.

Σήμερα, λοιπόν, γίνομαι επισήμως blogger στη μητρική μου γλώσσα –αυτή είναι η προαγωγή μου! Και, βεβαίως, ούτε εγώ είχα υπολογίσει πως θα έφτανα εκεί που φοβόμουν τόσο γρήγορα. Αυτό είναι κάτι που το επαναλαβάνουμε συχνά όλοι του είδους μου άνω των 35, συμπεριλαμβανομένων των μακρινών θρύλων όπως η Τίνα Μπράουν, που μετά την ήττα του Newsweek τώρα παλεύει να αυξήσει το κασέ του Daily Beast, το οποίο εξακολουθεί να χαροπαλεύει στη σκιά του Huffington Post, που παραμένει η δημοφιλέστερη αμερικανική ηλεκτρονική εφημερίδα.

Αν ζούσε ο Λόρδος Βύρων, θα έγραφε blogs και θα οργάνωνε την ελληνική επανάσταση μέσω facebook.

Το μεγάλο σουξέ της HuffPost, με την οποία συνεργάζομαι, είναι η συνειδητοποίηση των δημιουργών της πως σε αυτό το μεταμοντέρνο δημοσιογραφικό τοπίο δεν μπορεί να υπάρχει ούτε budget για δημοσιογραφικές αποστολές, ούτε χρόνος για νοσταλγία, για αναστολές, για εξευγενισμό του αναγνώστη –ό,τι ήταν να γίνει, έγινε, τώρα όλα λειτουργούν σε στάδιο εκτόξευσης. Αν ο τρόπος που θεραπευόμαστε έχει αλλάξει, γιατί θα έπρεπε να είχε μείνει ίδιος ο τρόπος που ενημερωνόμαστε και ο τρόπος που ενημερώνουμε; Θεωρώντας ως δεδομένο πως η δημοσιογραφία δεν ανήκει πλέον στα ευγενέστερα κλιμάκια του πεζού λόγου που οριοθέτησε κάποτε ο Ηρόδοτος και που υπηρέτησαν οι μεγαλύτερες πένες του εικοστού αιώνα, ή αποδέχεσαι τους όρους του διαδικτύου ή πας για πάντα στην παραλία.

Ο Άντριου Σάλιβαν, ένας καταξιωμένος αμερικανός αρθογράφος, πρώην διευθυντής του αμερικανικού εβδομαδιαίου The New Republic και πρώην συνεργάτης της Μπράουν στο Daily Beast, πρόσφατα άφησε το Beast για να δοκιμάσει την τύχη του με μια δική του νέα ηλεκτρονική εφημερίδα, το Daily Fish. Παρότι το μέλλον προδιαγράφεται ισχνό σε μια εποχή που όλοι δημιουργούν τα προσωπικά τους sites και οι διαφημιστές έχουν budgets για ελάχιστους, ο Σάλιβαν πιστεύει πως το ρίσκο αξίζει τον κόπο. Διότι η επανάσταση του Ίντερνετ, που ξεγύμνωσε αρκετούς φθαρμένους θεσμούς, στο τέλος ίσως ωφελήσει αυτούς που το αξίζουν.

«Ο κόσμος έχει σταματήσει να εμπιστεύεται τους θεσμούς», είπε τις προάλλες ο Σάλιβαν. «Ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι New York Times μας ταΐζουν με τα ψέματα της κυβέρνησης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προεδρεύει των συστηματικών βασανιστηρίων των αιχμαλώτων και το Βατικανό προεδρεύει της πλανητικής συνομωσίας των βιασμών ανηλίκων. Πώς μπορεί στ’ αλήθεια να περιμένει κανείς από αυτούς που είναι κάτω από 30 να εμπιστευτούν πια τους θεσμούς;»

Και πώς μπορεί κανείς που είναι πάνω από 30 να εξακολουθεί να εμπιστεύεται αυτούς τους θεσμούς; Το Ίντερνετ, λένε, είναι η επανάσταση, και ας το δούμε από την καλή του πλευρά, αφού δεν μπορούμε αλλιώς. Αν ζούσε ο Λόρδος Βύρων, θα έγραφε blogs και θα οργάνωνε την ελληνική επανάσταση μέσω facebook. Έτσι, βεβαίως, δεν θα γινόταν ούτε θρύλος, ούτε ήρωας, ούτε θα πέθαινε προδομένος στο Μεσολόγγι. Διότι αυτή η «επανάσταση» δεν καλλιεργεί ήρωες, αλλά κυρίως νυσταγμένους θεατές.

Η φιλοδοξία κάθε ευπρεπούς νέας προσπάθειας, λοιπόν, όπως το Daily Fish, όπως το Andro, είναι η αντίδραση στην υπνηλία. Αν οι φθαρμένοι θεσμοί καταρρέουν, η στερνή μας γνώση θα τους εξωραΐσει.

Ο Μιχάλης Σκαφίδας είναι καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Queen’s College της Νέας Υόρκης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top