Η σημαία δεν είναι όπλο, αλλά ασπίδα (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

Από τη μία η απόσταση που πάντα εξαχνώνει τις ιστορικές ταυτίσεις. Από την άλλη οι ανούσιες παράτες του σχολείου που ουδέποτε μπόρεσαν να μεταλαμπαδεύσουν στους μαθητές το πραγματικό νόημα της ζώσας ελληνικής ιστορίας. Βάλτε στον… χυλό τις ιταμές γιορτές της χούντας όπου μετέτρεψε την Επανάσταση του 1821 σε μήνυμα σκληρής προπαγάνδας και τις διεθνιστικές φιοριτούρες της αριστεράς που θεωρούσε πως ο αγώνας στη Νικαράγουα ήταν πιο σημαντικός (!).

Ε, δεν θέλει και πολύ να ακούς για φουστανέλες, ραγιάδες, Αλή Πασάδες και να τρέχεις μακριά. Για χρόνια (ακόμη και στις μέρες μας, αλλά με ολοένα μειωμένη ένταση) οτιδήποτε εθνικό έμπαινε στην κατηγορία του συντηρητικού, του αναχρονιστικού, του επικίνδυνου. Προβαλλόταν με αρνητικό πρόσημο ωσάν κάποιοι να ήθελαν με το ζόρι να μας μετατρέψουν (ξανά) σε περιούσιο λαό του στυλ «όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες…». Αυτό το κλέος του παρελθόντος συχνάκις έρχεται και κάθεται στο σβέρκο μας και μας ενοχλεί. Δεν πρέπει όμως.

Κανένας Γάλλος δεν βάζει στο μυαλό του τέτοια διλήμματα όταν γιορτάζει την 14η Ιουλίου.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις μάχες που δίνονταν στα μπαλκόνια για μια ελληνική σημαία. Επί δικτατορίας όποιος δεν την τοποθετούσε σε εμφανές σημείο, ανάμεσα σε μπιγκόνιες και ορτανσίες, θεωρούνταν αναρχικό στοιχείο. Ηρθε και έδεσε το θέμα. Κανένας άλλος λαός δεν έχει ταυτιστεί με τα εθνικά σύμβολα αλλά συνάμα αποχαρακτηριστεί απ’ αυτά με τόση ένταση. Ακόμα δεν ξέρουμε αν πρέπει να αγαπάμε την πατρίδα μας ή να στεκόμαστε εχθρικά απέναντί της. Δεν έχουμε βγάλει συμπέρασμα αν είναι σωστό να γιορτάζουμε ολόψυχα το 1821 (όχι μόνο τώρα που κλείνουν 200 χρόνια από την Επανάσταση) ή το 1940 ή να αισθανόμαστε ενοχικά για τα πατριωτικά μας αισθήματα. Κι αυτό είναι κρίμα.

Αλίμονο, κανένας Γάλλος δεν βάζει στο μυαλό του αυτό το δίλημμα όταν γιορτάζει την 14η Ιουλίου ή ένας Αμερικανός όταν βγαίνει στους δρόμους, κραδαίνοντας την Αστερόεσσα, προς χάριν της Ημέρας της Ανεξαρτησίας. Φυσικά, θα πει κανείς, εδώ είναι Βαλκάνια και η ιστορία έχει παραχθεί -και συνεχίζει να παράγεται- με απίστευτη ταχύτητα και πλησμονή. Πάντα είχαμε περισσότερη ιστορία από όση μπορούσαμε να καταναλώσουμε. Πόσο μάλλον να συναισθανθούμε, να κατανοήσουμε και να μπολιαστούμε μαζί της.

Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε πως στα μέρη μας έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς διάφοροι εθνοκάπηλοι που χρησιμοποίησαν την ελληνική ιστορία (εν προκειμένω κι αυτή του 1821) για δικούς τους -ολότελα προφανείς- σκοπούς. Πρόβλημα τους, δεν μας λερώνουν. Η ιστορία έχει και μια αντικειμενική διάσταση, την οποία δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε. Μπορεί τα γεγονότα να υπόκεινται σε διαφορετικές αναλύσεις, όμως, αυτά καθ’ αυτά συνέβησαν, δεν γίνεται να αποκρυβούν. Άρα δεν θα τα αγνοήσουμε ούτε θα τα σνομπάρουμε.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι η πρώτη σημαντική στιγμή όπου η προνεωτερική ημεδαπή περνάει στη νεωτερική φάση της για τη δημιουργία εθνικού κράτους.

Όσο και αν κάποιοι επιθυμούν να υποβάλλουν την ελληνική ιστορία στην προκρούστεια κλίνη των ιδεολογικών τους μανιχαϊσμών, αυτή η ιστορία (με τα καλά και τα άσχημά της) είναι καταγεγραμμένη. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του είμαστε και θα είμαστε στο μέλλον.

Αν μη τι άλλο, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι η πρώτη σημαντική στιγμή όπου η προνεωτερική ημεδαπή περνάει στη νεωτερική φάση της για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Μπορεί σήμερα να θεωρούμε δεδομένη την κρατική οντότητα, τα σύνορα, την ανεξαρτησία μας, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Και σίγουρα πριν από το 1821 ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι οι καθημαγμένοι ραγιάδες, χωρισμένοι σε φατρίες, θα διανοούνταν να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος.

Αυτή η μέγιστη εθνική επίτευξη θα μπορούσε να γιορτάζεται κάθε μέρα. Και για ένα λόγο παραπάνω: δεν μας χαρίστηκε, αλλά κερδήθηκε στα πεδία των μαχών. Η διπλωματική διαπραγμάτευση ήταν και επακόλουθο στρατιωτικών νικών. Άρα: και αγωνιστές υπήρξαν και αίμα χύθηκε και ο αγώνας δεν έμεινε αδικαίωτος.

Πρέπει να σκεφτούμε πως τα εθνικά ζητήματα μάς αφορά όλους και ό,τι η έννοια του πατριωτισμού δεν ταυτίζεται με τίποτα με την πατριδοκαπηλία.

Προς τι όλα αυτά θα πρέπει να μας βάζουν σε ηθικό δίλημμα ή να μας δημιουργούν ένα ενοχικό υπόστρωμα; Φέτος λόγω και της πανδημίας δεν θα ριχτούμε πάλι στη διαλογική μάχη για το αν πρέπει να κάνουμε παρελάσεις ή όχι. Πάλι καλά. Γλιτώνουμε έστω πρόσκαιρα από μια ανούσια μάχη χαρακωμάτων.

Περισσότερο από ποτέ, όμως, πρέπει να σκεφτούμε πως τα εθνικά ζητήματα μάς αφορούν όλους και ό,τι η έννοια του πατριωτισμού δεν ταυτίζεται με τίποτα με την πατριδοκαπηλία. Ως εκ τούτου: γιορτάζουμε με το αθάνατο κρασί του ’21 βάζοντάς το σε σημερινές «κούπες». Σαν να λέμε: μετατοπίζοντας το νόημα της διαρκούς «Επανάστασης» στις σημερινές συνθήκες. Αλλιώς παραμένει μια παρελθοντολογία άνευ ουσίας. Το θέμα είναι να βρούμε τα σημερινά ζητούμενα ενός άλλου, σημερινού, αγώνα. Δεν χρειάζεται να τον κάνουμε με γιαταγάνια, μπορούμε να το κάνουμε με βιβλία, με την παιδεία μας, με τον πολιτισμό μας.

Όσο για την σημαία στο μπαλκόνι; Βάλτε τη… ελεύθερα. Η επόμενη αντίστοιχη ευκαιρία θα είναι σε 100 χρόνια.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top