Ένας δυνατός σεισμός που πλήττει την Αθήνα το 1894 προκαλεί σημαντικές ζημιές και στον Παρθενώνα. Όπως έγραψε ο Μιχάλης Α. Τιβέριος, καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συστήνεται τότε μια διεθνής επιτροπή ειδικών με σκοπό την αναζήτηση τρόπου καλύτερης προστασίας του:
Έτσι από το 1898 ως το 1902 στον ναό της Αθηνάς Παλλάδας έχουμε διάφορες στερεωτικές, ως επί το πλείστον, εργασίες, με υπεύθυνο τον πολιτικό μηχανικό Νίκο Μπαλάνο.
Το ίδιο πρόσωπο από το 1902 ως το 1909 αναστηλώνει το Ερεχθείο και από το 1909 ως το 1917 τα Προπύλαια. Στη δεκαετία 1923-1933 ο Μπαλάνος επανέρχεται στον Παρθενώνα με σοβαρές επεμβάσεις, αναστηλώνοντας σημαντικά τμήματα του. Με την ευλογία των Αρχαιολόγων οι οποίοι τον έχουν σαν θεό.
Αφού κατόρθωσε να αποκτήσει μεγάλη εξουσία και ελευθερία κινήσεων στην Ακρόπολη, ενέργησε σαν σύγχρονος εργολάβος με αποτέλεσμα όλο το έργο του που στην αρχή θεωρήθηκε σπουδαίο, σύντομα να καταστεί καταστροφικό για τα μνημεία.
Οι επεμβάσεις που πραγματοποίησε αντί να προσφέρουν θεραπεία στα αρχιτεκτονικά μέλη και στερέωση στα μνημεία, προκάλεσαν περισσότερες ζημιές και επιτάχυναν τον κίνδυνο κατάρρευσης τμημάτων του Παρθενώνα και των άλλων μνημείων της Ακρόπολης.
Διαβάζω από τον Φυλακτό Ευάγγελο, Καλλιτέχνη μαρμάρου και Ιστορικό ερευνητή: «Οι αστοχίες των επεμβάσεων του Νίκου Μπαλάνου διαχωρίζονται κυρίως σε τρία σημεία. Πρώτον, τα σίδερα που χρησιμοποίησε για τους συνδέσμους εκτός του ότι δεν ήταν κατάλληλα σφυρηλατημένα για να αποκτήσουν ανοξείδωση, δεν δέχτηκαν και την επιμελημένη μολυβδοχόηση με αποτέλεσμα να διαβρωθούν, να διογκωθούν και να προκαλέσουν ρωγμές και θραύσεις στα αρχαία μάρμαρα. Δεύτερον, πραγματοποίησε πολλές παρατοποθετήσεις των αρχαίων μελών κυρίως όταν το 1923-1930 αναστήλωνε το κεντρικό τμήμα της βόρειας κιονοστοιχίας του Παρθενώνα που είχε καταρρεύσει από την βόμβα του Μοροζίνι.
Πολλούς από τους πεσμένους σπονδύλους, εκτός του ότι δεν τους τοποθέτησε στην αρχική τους θέση, τους άλλαζε και τον προσανατολισμό ώστε το εσωτερικό τμήμα που παρουσίαζε λιγότερες φθορές να φαίνεται από την εξωτερική όψη για ένα καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Το τρίτο σημείο των άστοχων επεμβάσεων του Μπαλάνου είναι ότι δεν δίστασε να χρησιμοποιεί τα θραυσμένα μάρμαρα όπου τον βόλευε, απολαξεύοντας βάναυσα τις ιστορικές επιφάνειες των μαρμάρων για να δημιουργήσει επίπεδα τμήματα για την πιο εύκολη προσαρμογή μεταξύ τους. Η αναστήλωση του κεντρικού τμήματος της βόρειας περίστασης του Παρθενώνα υπήρξε το μεγαλύτερο σε όγκο αναστηλωτικό έργο. Δυστυχώς όμως θα δούμε σε λίγο ότι όλη αυτή η προσπάθεια που αποδείχτηκε ανάρμοστη και επικίνδυνη για το μνημείο πήγε χαμένη και στις μέρες μας έγινε η αποξήλωση και η αναστήλωση αυτού του τμήματος για δεύτερη φορά…».
Ξεφυλλίζοντας τα αρχεία της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων της Ακρόπολης παθαίνω σοκ: «Η μεγάλη χρήση σιδήρου που έγινε κατά τη διάρκεια όλων αυτών των εργασιών, η οξείδωση του οποίου προκαλεί ανεπανόρθωτες ζημιές στο μάρμαρο, η χρησιμοποίηση οπλισμένου σκυροδέματος, η απολάξευση των θραυσμένων επιφανειών των αρχαίων μελών για να συμπληρωθούν αυτά με καινούργιο μάρμαρο, είναι ορισμένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα των παλαιών επεμβάσεων.
Πρόκειται για μια περίοδο κυριαρχίας και ανεξέλεγκτης δράσης του Μπαλάνου στο ελληνικό αναστηλωτικό πεδίο, η οποία, λόγω των δυσμενέστατων εξωτερικών όρων διεξαγωγής των έργων, χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη κάθε ποιοτικής επιδίωξης και αρχής και την εκτέλεση των επεμβάσεων με οποιουσδήποτε τρόπους, μέσα και υλικά είναι διαθέσιμα και εφικτά (όπως λ.χ. τη δημιουργία αναστηλώσιμων αρχιτεκτονικών μελών με το συμπίλημα πολυάριθμων αρχαίων θραυσμάτων ποικίλης προέλευσης, τη χρήση σιδήρων κακής ποιότητας ή, κατά την αναστήλωση των κιονοστοιχιών του Παρθενώνος, τη χρήση τσιμέντου και άλλων, παντοίων, υλικών για τη συμπλήρωση των αρχαίων μελών).
Ταυτόχρονα πρόκειται και για μια περίοδο επιβολής και αναγνώρισης του έργου του Μπαλάνου διεθνώς, αλλά και της τελικής διαμόρφωσης της εικόνας της Ακρόπολης, η οποία με την επικράτηση των μαζικών μέσων επικοινωνίας τα μεταπολεμικά χρόνια θα διαδοθεί παγκόσμια ως ιδεογραμμικό σύμβολο της σύγχρονης Ελλάδας.
Με άλλα λόγια όλες οι παραπάνω εργασίες παρείχαν μάλλον πρόσκαιρη προστασία στα μνημεία, υπονομεύοντας όμως σοβαρά το μέλλον τους. Στο μεταξύ ο ναός της Αθηνάς Νίκης και ο πύργος πάνω στον οποίο πατά απειλούνταν άμεσα με κατάρρευση».
Αποφασίζεται η αποξήλωση και επανασυναρμολόγηση των μελών τους, εργασίες που άρχισαν το 1935 πάλι με τον Μπαλάνο και ολοκληρώθηκαν το 1940 με τον γνωστό αρχαιολόγο-αρχιτέκτονα Αναστάσιο Ορλάνδο, ο οποίος από το 1942, θα αναλάβει και τη διεύθυνση όλων των στερεωτικών και αναστηλωτικών εργασιών του Ιερού Βράχου, όπως στα Προπύλαια και στον Παρθενώνα.
Και εδώ αρχίζει μια νέα περίοδος, αποκατάστασης των ζημιών που προκάλεσε ο Νίκος Μπαλάνος, ο οποίος δοξάστηκε και αναγνωρίστηκε όχι για το επιπόλαιο και καταστροφικό του έργο, αλλά για το …αναστηλωτικό.
Εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο είναι η επισήμανση των βλαβερών συνεπειών που είχαν για τα μνημεία οι τεχνικές και οι τρόποι των επεμβάσεων Μπαλάνου. Ήδη στη δεκαετία του ’40, μεσούντος του πολέμου, αναφέρονται οι πρώτες οξειδώσεις των σιδερένιων οπλισμών που είχαν ενσωματωθεί στα μνημεία και η ταχύτατος εξ αιτία της οξείδωσης, θρυμματισμός τους.
Τα επόμενα χρόνια, με τη δραστική αλλαγή του περιβάλλοντος της Ακρόπολης, λόγω του μετασχηματισμού της Αθήνας από μια πόλη μεσαίου μεγέθους στη μητρόπολη του νεοελληνικού κράτους, η κατάσταση ραγδαία επιδεινώνεται. Στο πρόβλημα της οξείδωσης και διόγκωσης των σιδήρων και του επακόλουθου κατακερματισμού των μελών των μνημείων προστίθενται πλέον και η διάβρωση της επιφάνειάς τους από την ατμοσφαιρική ρύπανση και την όξινη βροχή, η επισφαλής στατική κατάστασή τους λόγω ερείπωσης, η φθορά που επέρχεται στην επιφάνεια του βράχου -ενός αυτοτελούς μνημείου, φορέα των ιχνών μιας μακραίωνης ιστορία – από τα πατήματα των επισκεπτών, που μαζικά πλέον συρρέουν στην Ακρόπολη.
Όλα αυτά ωθούν την ελληνική πολιτεία στο να συστήσει, το 1975, με την πεισματική εμμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μια διεπιστημονική επιτροπή, την «Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως», για τη μελέτη των προβλημάτων και τη λήψη μέτρων αντιμετώπισής τους.
Μια νέα φάση των επεμβάσεων στην Ακρόπολη αρχίζει, η οποία στοίχισε στο ελληνικό κράτος εκατοντάδες εκατομμύρια, προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές που προκάλεσαν η φύση, η ανθρώπινη άγνοια, η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, η φεουδαρχική και συντεχνιακή αντίληψη των αρχαιολόγων και η ανευθυνότητα.
Διαβάστε ακόμα: Αθήνα, ανοχύρωτη πόλη.