Η Χρυσή Αυγή τελείωσε, όχι όμως ο χρυσαυγιτισμός (φωτογραφία: Sooc).

Από την αιδήμονα σιωπή που ταίριαζε σ’ ένα περιθωριακό κομμάτι της πολιτικής βεντάλιας τη δεκαετία του ’90, με κάποιες σποραδικές επιθέσεις, βέβαια, που όμως δεν ίδρωναν το αυτί της επίσημης πολιτείας, περάσαμε στη φουρτουνιασμένη όχθη της Χρυσής Αυγής έχοντας βρέξει ακόμη και τα μπατζάκια μας.

Δεν ήταν ανέξοδη η διαδρομή, μας άφησε τραύματα, δημιούργησε ένα σχίσμα ανάμεσα στην πλειοψηφία των πολιτών που τάσσονται αναφανδόν στη δημοκρατία και σε εκείνους που ονειρεύονται να την καταλύσουν και στη θέση της να αντιτάξουν απολυταρχικές δομές στο όνομα της πατρίδας, της «καθαρότητας» της φυλής και του αίματος.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής (εκλογικά, αλλά και μέσα στο πολιτικό φαντασιακό ενίων) αποδείχθηκε πως δεν ήταν συγκυριακή, αλλά αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που συνέτειναν στο να σπρωχτεί βιαίως μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας στα άκρα της δεξιάς.

Το πόσο έχει ριζώσει ο χρυσαυγιτισμός στην ελληνική κοινωνία, αποδεικνύεται από τη διασπορά των ψήφων της σε διάφορα άλλα κόμματα.

Οχι, δεν ήταν καθόλου παραστρατημένοι ή εξαπατημένοι όλοι αυτοί που ψήφισαν τα φαιά τάγματα του Μιχαλολιάκου, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο Αλέξης Τσίπρας προεκλογικά. Κρίμα, διότι περιμένεις από έναν αριστερό πολιτικό να έχει μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος και ανάγνωσης της πραγματικότητας και να μην περιορίζεται σε επιδερμικές αναλύσεις προς άγρα ψήφων.

Το πόσο έχει ριζώσει ο χρυσαυγιτισμός στην ελληνική κοινωνία (φαινόμενο που ξεπερνάει το συγκεκριμένο κόμμα που έτσι κι αλλιώς, πλέον, δεν υφίσταται), αποδεικνύεται σήμερα από τη διασπορά των ψήφων της σε διάφορα άλλα κόμματα που κείνται στο δεξιό άκρο της πολιτικού τόξου.

Τα συμπεράσματα θα ήταν ακόμη πιο άσχημα αν είχε κατέλθει στις εκλογές και το κόμμα του Κασιδιάρη διότι ο συγκεκριμένος, αν και πίσω από την πόρτα της φυλακής, εξακολουθεί για αρκετό κόσμο να είναι ο επόμενος αρχηγός της ακροδεξιάς πτέρυγας.

Στο κέντρο της χώρας βρυχάται μια «μαύρη» καρδιά που όλους εμάς μας βλέπει ως δυτικόδουλους, υποταγμένους στους νεοταξίτες, ξόανα των Βρυξελλών και των διάφορων Σόρος.

Η πιθανολογούμενη είσοδος του υπερσυντηρητικού κόμματος ΝΙΚΗ στη Βουλή (στις πρόσφατες εκλογές άγγιξε την πόρτα του κοινοβουλίου), αλλά και οι ψήφοι που πήραν άλλα κόμματα που ομνύουν με επίταση στο γνωστό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» δείχνουν πως στο κέντρο της χώρας βρυχάται μια «μαύρη» καρδιά που όλους εμάς μας βλέπει ως δυτικόδουλους, υποταγμένους στους νεοταξίτες, ξόανα των Βρυξελλών και των διάφορων Σόρος.

Μπορεί τα μεγάλα κόμματα να διαγκωνίζονται μεταξύ τους με δέλεαρ την εξουσία, όμως τα πραγματικά ζητήματα δεν είναι μόνο το ποιος θα κάνει κυβέρνηση την επόμενη ημέρα, αλλά και οι υπόγειες διεργασίες που αναπτύσσονται στο μαλακό υπογάστριο της χώρας.

Αν δεν θέλουμε να γίνουμε Ιταλία (κι όμως, δεν είναι τόσο δύσκολο), αν δεν θέλουμε να βρεθούμε ξανά προ εκπλήξεων, θα πρέπει να παραδεχθούμε ανοιχτά πως ένα ποσοστό της τάξης του 10% (ίσως και παραπάνω) του εκλογικού σώματος ακούει τις λέξεις «αστική δημοκρατία» και φρίττει… εκ δεξιών (για να μη μιλήσουμε για κάμποσα αριστερά κόμματα που επίσης δεν αναγνωρίζουν της αξία της αστικής δημοκρατίας).

Δεν είναι ώρα να αντιπαραταθούμε σ’ αυτό το δεδομένο με κομψευόμενες εκφράσεις, να το αφήσουμε για μετά, να θεωρήσουμε πως έχει πιάσει ταβάνι και ότι το ποτάμι της Χρυσής Αυγής δεν γυρίζει πίσω. Είναι πολύ πιθανό αυτό το ποσοστό τα επόμενα χρόνια να ανέβει, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Οσο τα οικονομικά δεινά θα αυξάνονται για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όσο η μεσαία τάξη θα δέχεται συνεχόμενα πλήγματα και τα φοβικά σύνδρομα θα γιγαντώνονται, τόσο θα βλέπουμε μια ισχυρή αναδίπλωση κάποιων ανθρώπων και συνάμα τον προσεταιρισμό τους από ακραίους πολιτικούς συνδυασμούς.

Η ακροδεξιά «τρεντάρει» πανευρωπαϊκά δείχνοντας προς όλους πως δεν είναι μια συγκυριακή τάση, αλλά μια διαρκώς ανερχόμενη δύναμη.

Η δυνατότητα που έχουν αυτά τα κόμματα να εισδύουν στα μυαλά ανθρώπων με μειωμένη πολιτική σκέψη είναι σαρωτική. Χρησιμοποιώντας έναν άκρως λαϊκιστικό λόγο που λιπαίνεται από κορώνες περί απειλής της πατρίδας, περί του ελληνικού αίματος που κινδυνεύει να γίνει… νερό και περί ομπρέλας που μόνο η ατόφια ορθοδοξία μπορεί να μας προσφέρει, καταφέρνουν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες θα επέλεγαν κάτι πολύ λιγότερο εξτρεμιστικό.

Είναι μόνο ακροδεξιό το ζήτημα; Στην περιβόητη θεωρία των δύο άκρων έχει να αντιτάξει κανείς πως η άκρα αριστερά, ειδικά μετά τη σύλληψη των μελών της 17Ν και το ξεδόντιασμα άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων, δεν δείχνει να αποτελεί άμεση απειλή για τη δημοκρατία και σίγουρα δεν βρίσκει επαρκές ακροατήριο να στηρίξει τις θέσεις της.

Σε αντίθεση με την ακροδεξιά που «τρεντάρει» πανευρωπαϊκά δείχνοντας προς όλους πως δεν είναι μια συγκυριακή τάση (καίτοι εκμεταλλεύεται τη συγκυρία), αλλά μια δύναμη που διεκδικεί για τον εαυτό της μεγαλύτερο ζωτικό χώρο να αναπτυχθεί.

Αν πιστεύουμε πως η είσοδος της ΝΙΚΗΣ στη Βουλή είναι αμελητέο γεγονός και ότι τα μέλη της είναι κάτι χαριτωμένοι θρησκευόμενοι που πιστεύουν πως ο Άγιος Παΐσιος γνώριζε ακόμη και πότε θα συμβεί το τέλος του κόσμου, τότε θα έχουμε διαπράξει ένα ακόμη λάθος.

Ναι, τα μέλη του νέου αυτού κόμματος είναι αξιοπρεπείς, δεν ευαγγελίζονται την αυτοδικία, δεν κουρεύονται γουλί, δεν φορούν μαύρα ρούχα, δεν κραδαίνουν πέλεκυ, δεν έχουν δημιουργήσει τάγματα ασφαλείας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως βία δεν είναι μόνο οι επιδρομές σε μετανάστες, ομοφυλόφιλους και αντιφρονούντες. Υπάρχει και η άλλη βία, η υπόγεια, που υπό συνθήκες μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη, καθώς δεν φαίνεται, δεν κραυγάζει, αλλά κάνει τη δουλειά της υποσκάπτοντας τα θεμέλια της κοινωνίας.

 

Διαβάστε ακόμα: Κύριε Τσίπρα, οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής είναι καλές;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top