Οι γονείς του Κωνσταντίνου Αλεξάκου σε παλιότερη φωτογραφία.

“Οι γονείς μου (1970)”

Η πρώτη φορά που θυμάμαι να παίζω ξύλο ήταν στη δευτέρα δημοτικού. Οι συμμαθητές μου εν έτει 1979 (και αργότερα μερικοί) δυσκολευόντουσαν να δεχτούν πως η μητέρα μου ήταν μιγάς, πόσω μάλλον τα όποια Κογκολέζικα χαρακτηριστικά κουβαλούσα εγώ τότε ‒ μεγαλύτερη μύτη, άφρο μαλλί και μια ευκολία στο καλοκαιρινό μαύρισμα (βοήθησε και το Μανιάτικο αίμα σε αυτό).

Σε κάποιο διάλειμμα, έπαιξα ξύλο με πέντε-έξι συμμαθητές μου και «καθάρισα» για το υπόλοιπο του δημοτικού. Η αποτυχία εδώ ήταν του σχολείου, όσο και των οικογενειών των συγκεκριμένων συμμαθητών. Στα 7 μας δεν είχαμε καμία ευθύνη, ούτε αυτοί για την καζούρα, ούτε εγώ για τον τρόπο που βρήκα για να πάψει η καταγωγή μου να είναι θέμα και να συνεχίσουμε σαν παρέα να πετάμε ανεπιτυχώς μπάλες σε μια μπασκέτα που δεν φτάναμε.

Ο κατά το ήμισυ Μανιάτης πατέρας μου επίσης είχε παίξει ξύλο στο δικό του σχολείο, όπως έμαθα δεκαετίες μετά. Το δικό του πρόβλημα ήταν ότι ήταν ξανθός με ροζ δέρμα στα χρόνια μετά την Κατοχή, οπότε η υπόθεση ήταν πως ο ίδιος ήταν το αποτέλεσμα κάποιας «σύμπραξης» της μητέρας του με τους Ναζί.

Ο κατά το ήμισυ Μανιάτης πατέρας μου επίσης είχε παίξει ξύλο στο δικό του σχολείο, όπως έμαθα δεκαετίες μετά.

Η αλήθεια φυσικά ήταν άλλη. Ο παππούς μου ήταν πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ η γιαγιά μου ήταν Γερμανίδα και βρέθηκε εδώ πολύ πριν τον πόλεμο. Ο πατέρας της ήταν φιλέλληνας και ήρθε σαν μεταλλειολόγος του Σλήμαν. Ζούσαν μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας με τα έξι τους παιδιά, και έμεναν όλο και περισσότερο εδώ με την δικαιολογία του κλίματος, «δεν αρρωσταίνουν τα παιδιά», όταν η πραγματικότητα ήταν πως απλά τους άρεσε περισσότερο εδώ.

Ο πόλεμος τους βρήκε στην Ελλάδα. Αναζήτησαν τρόπους να αποφύγουν την Γερμανική επιστράτευση, πολέμησαν στο πλευρό των αντιστασιακών εναντίον των Ναζί, και δύο από τα παιδιά πέθαναν στη μάχη. Ο ένας εκ των δύο εκτελέστηκε στην Κοκκινιά επιχειρώντας να έρθει σε διάλογο και να σταματήσει μια επίθεση Γερμανών που δεν δεχόντουσαν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. Η αφήγηση λέει πως «δεν έμεινε ρουθούνι» μετά την εκτέλεση, πως βγήκαν από τα προκαλύμματά τους οι Έλληνες υπερασπιζόμενοι τον θάνατο του Γερμανού και κατέσφαξαν τους άλλους Γερμανούς…

Όσο για την αδερφή τους, έγκυος στον πατέρα μου το ’42, κρύφτηκε στο χωριό, στη Μάνη. Στην Αθήνα το φαγητό ήταν λίγο, ενώ κινδύνευε από «ατύχημα» αν έμενε κάποιος στη γερμανική προφορά και όψη. Το Γύθειο ήταν μικρό ‒την ξέρανε. Ο πατέρας μου μεγάλωσε με το μετακατοχικό στίγμα του «ξανθόψειρα» χαραγμένο μέσα του, ανεξαρτήτως οικογενείας.

Διαβάστε ακόμα, Γιάννης Οικονομίδης: «Καμιά φορά το μικρό ψάρι μπορεί να φάει το μεγάλο»

Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απλή. Καμία πραγματικότητα δεν είναι απλή, όσο κι αν επιχειρεί να την απλοποιήσει το όποιο απόλυτο φασιστοειδές. Η πραγματικότητα δεν είναι απλή ούτε σε καιρό πολέμου, όταν οι φανατικοί των συρράξεων καταφέρουν να οδηγήσουν λαούς στο απόλυτο «μαζί μας ή εναντίον μας», και τις συνακόλουθες φοβικές αφηγήσεις και συμπεριφορές μίσους.

Η βιασύνη των “κεντρώων” να βαφτίσουν Συριζαίους όσους επιτέθηκαν στον Μαραντζίδη, θυμίζει το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ»: Γήπεδο.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή τον ξυλοδαρμό του Μαραντζίδη χθες, και τα θυμάμαι σε κάθε περιστατικό βίας που προκαλεί κάποιος ηλίθιος με τη δικαιολογία των πολιτικών του πιστεύω, του συνδικαλιστικού του αγώνα, ακόμα και της ανοησίας του «μου στραβοκοίταξαν την κοπέλα και οι άντρες δεν τα σηκώνουμε αυτά» (η κοπέλα του που τα σηκώνει και δεν δέρνει είναι σαφώς κατωτέρου επιπέδου ύπαρξη…).

Σε κάποιες ηλικίες υπάρχουν δικαιολογίες ‒για τα πιτσιρίκια, όχι για τους γονείς που οφείλουν να τα διαπαιδαγωγήσουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουμε καμία απολύτως δικαιολογία όταν απλοποιούμε, εικάζουμε στο κενό, γενικεύουμε και εν τέλει σηκώνουμε χέρι, καρέκλα, τασάκι, γιαούρτι, ή όπλο. Όπως δεν έχουμε δικαιολογία όταν διάγουμε πολιτικό διάλογο με όρους που μόνο στην βαθιά αντιπαράθεση μπορούν να καταλήξουν, χωρίζοντας την κοινωνία σε «εμείς και εσείς». Δεν είναι απλά ηλίθιο, είναι οικονομικά αντιπαραγωγικό, όσο και πολιτικά επικίνδυνο.

Ο ανώριμος ΣΥΡΙΖΑ του 4% έσφαλλε κατ΄ επανάληψη ως προς αυτό. Οι συγκρουσιακοί αριστεριστές εντός του επιχείρησαν ξανά και ξανά να διχάσουν με πολιτικές υπεραπλουστεύσεις, ειδικά στο πλαίσιο του «αντιμνημονιακού αγώνα», ενώ κάποιοι από αυτούς άσκησαν και βία. Εκτίμησή μου είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ του 30% επιχειρεί να κάνει κάτι διαφορετικό ‒με επιτυχία ή όχι, θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Η μετάβαση από το ριζοσπαστισμό που γίνεται η γλώσσα κόμπος στα θέματα βίας, στον πολιτικό ριζοσπαστισμό (για ριζοσπαστικό κέντρο μιλάνε σήμερα μερικοί κεντροαριστεροί και κεντροδεξιοί) δεν είναι εύκολη, ειδικά όταν σέρνεις ως έρμα το πρόσφατο παρελθόν σου και μαζί κάποιο κόσμο που οφείλει να ωριμάσει μαζί σου. Ούτε ήταν μόνο αριστεριστές ο ΣΥΡΙΖΑ του 4%.

Ο φόβος τρέφει τη βία, ειδικά όταν κηρύσσεται από κυρίαρχους πολιτικά χώρους. Όχι ο βλαμμένος που κτύπησε τον Μαραντζίδη γιατί «του θίξανε τη γκόμενα» ‒την αριστερά ΤΟΥ.

Αν η εκτίμησή μου είναι σωστή, αν επιχειρείται όντως αυτή η μετάλλαξη από κόμμα διαμαρτυρίας σε κυβερνητικό κόμμα, οι κεντρώοι πώς οφείλουν να αντιδράσουν; Η χθεσινή επίθεση φαίνεται να έγινε από αντιεξουσιαστές της αριστεράς. Η βιάση των κεντρώων να τους βαφτίσουν ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ θύμιζε «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ». Γήπεδο. Μόνο που τα γήπεδα στην πολιτική καταλήγουν σε αίμα. Ποιος είναι ο κεντρώος εδώ, και ποιος ο ακραίος τελικά;

Διαβάστε ακόμα, Σάκης Σερέφας: Πώς η βία τού έγινε εμμονή 

Ο όρος «κεντρώος αντικομουνιστής» δεν μπορεί παρά να θυμίζει το εξίσου φοβικό «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…». Πόσω μάλλον, όταν μιλάμε για ένα κέντρο που δέχτηκε Μπαλτάκους και Βορίδηδες, όχι σαν πρόσωπα αλλά σαν πολιτικές. Ο κ. Μπαλτάκος απειλούσε εξ ονόματος της κυβέρνησης πως θα συγκυβερνήσουν με την ΧΑ αν χρειαστεί, την εποχή που τα τάγματα εφόδου της ΧΑ συνέπρατταν στις επιχειρήσεις σκούπα της ΕΛΑΣ για την «ανακατάληψη των πλατειών», και απαντούσε το 2012 μέσα από το Μαξίμου στο Δίκτυο για την Ρατσιστική Βία πως «δεν μας απασχολεί το ρατσιστικό έγκλημα». Για να μην επεκταθούμε στην έμπρακτη προσπάθεια προσέγγισης, μέρος της οποίας καταγράφηκε σε βίντεο γυρισμένο εντός Βουλής.

Πού πήγε ο νόμος για την ιθαγένεια, κι ο αντιρατσιστικός; Τι τους μπλοκάρει, αν όχι η ακροδεξιά αφήγηση (αν όχι πεποίθηση) που πασχίζει να διατηρήσει ζωντανή αυτή η κυβέρνηση προς τέρψη των μισαλλόδοξων εντός και εκτός της; Εκεί που ήταν το κέντρο, και προς τι η τόση ανοχή;

Η πολιτική έξαρση εντείνεται καθημερινά, με κύριο χαρακτηριστικό την οπισθοδρόμηση προς την φοβική κοινωνία, με την κύρια ευθύνη να βρίσκεται στο Μαξίμου και όσους την κλιμακώνουν για να διατηρηθεί η κυβέρνηση στην εξουσία δια τη πόλωσης. Αυτό ονομάζεται καιροσκοπισμός, και είναι καθρέφτης όσων έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2010 και το 2011 στο πλαίσιο του «αντιμνημονιακού αγώνα». Η προσπάθεια των κατ’ όνομα κεντρώων να κρατήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 2011, μόνο κεντρώα δεν είναι, όσο κι αν η ενδεχόμενη δυσπιστία είναι κατανοητή. Έπρεπε να τον τραβάνε με νύχια και με δόντια προς το κέντρο.

Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απλή. Καμία πραγματικότητα δεν είναι απλή, όσο κι αν επιχειρεί να την απλοποιήσει το κάθε φασιστοειδές.

Η προσπάθεια περιχαράκωσης και δαιμονοποίησης μιας κομματικής δύναμης που έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πλέον, τον σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό και το 30% της ψήφου είναι ακραία συμπεριφορά που οδηγεί σε δεινά. Αν το κέντρο θέλει να διατηρήσει το ρόλο του ενήλικου – ρυθμιστή στα πολιτικά πράγματα, καλά θα κάνει να αρχίσει να φέρεται σαν ενήλικος. Γιατί αυτή την ώρα παίζει με τη δημοκρατία, και δεν γελάει κανείς.

Πολιτικά φιλελεύθερος, οικολόγος και σοσιαλδημοκράτης δηλώνω και θα συνεχίσω να απαιτώ από την κυβέρνηση όλων μας ‒δεν είναι κυβέρνηση μόνο των ψηφοφόρων της‒ να φέρει το Σύμφωνο Συμβίωσης, τον αντιρατσιστικό και το νόμο για την ιθαγένεια στη Βουλή εναρμονιζόμενη με την ανοιχτή Ευρώπη. Θα καλωσορίσω τον ΣΥΡΙΖΑ στο φάσμα των κεντρώων κομμάτων, και θα συνεχίσω να οικτίρω την υπεραπλούστευση του φόβου που τρέφει μόνο φασίστες, μισαλλόδοξους και ρατσιστές «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Ειδικά αν είναι από «τους δικούς μου». Γιατί ο φόβος τρέφει τη βία, ειδικά όταν κηρύσσεται από κυρίαρχους, πολιτικά και επικοινωνιακά, χώρους. Όχι ο τυχάρπαστος βλαμμένος που έψαξε χθες τον Μαραντζίδη γιατί «του θίξανε τη γκόμενα» ‒την αριστερά ΤΟΥ.

Κρεμάστε ό,τι ταμπέλα σας βολέψει, αλλά δεν θα σιωπήσω μπροστά στην επικίνδυνη χυδαιότητα. Έμαθα να τις αγνοώ από πολύ μικρός, τόσο τις ταμπέλες, όσο κι αυτούς που τις κρεμάνε. Είναι και θέμα οικογενειακής παράδοσης ‒μετράμε νεκρούς και πληγές από το μίσος και την υποκρισία.

Διαβάστε ακόμα: Πού πήγαν τα παιδιά της δικτατορίας;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top