Στην περίπτωση της Χερντ, οτιδήποτε θεωρήθηκε ως φάουλ στη διαδρομή της, χρησιμοποιήθηκε για να φανεί αναξιόπιστη (Φωτογραφία: skynews).

Εξαρχής, όλοι λυσσάξανε να ισχυρίζονται ότι η Χερντ λέει ψέματα. Βίντεο στο TikTok πιθήκιζαν τον τρόπο έκφρασής της, μιμίδια ειρωνεύονταν την εμφάνισή της, γιουχαΐσματα ακούγονταν όταν έβγαινε από το δικαστήριο. Η Χερντ έγινε όλο αυτό το διάστημα ο περίγελως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του κοινού εν γένει.

Γιατί ο κόσμος δεν τη γουστάρει; Ποιες είναι οι συνέπειες όλου αυτού του μίσους; Γιατί σαφώς η κοινή γνώμη και μάλιστα οι γυναίκες είναι με το μέρος του Τζόνι Ντεπ; Κι αυτό χωρίς να ξέρουν προσωπικά κανέναν απ’ τους δύο.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς, ο Ντεπ δεν είναι όποιος κι όποιος. Σε αντίθεση με τους διάφορους Γουαϊνστάνηδες, έχουμε δω να κάνουμε μ’ έναν ατόφιο σταρ παγκόσμιου βεληνεκούς. Ο Τζόνι περιβάλλεται από την αύρα της διασημότητας, έχει τους φανατικούς φαν του που τον θαυμάζουν. Ξάφνου, η εικόνα αυτή ραγίζει και το κοινό οφείλει να συμφιλιώσει ένα σωρό δυσάρεστες παραφωνίες. Πολλοί καταφεύγουν στην άρνηση.

Η Άμπερ Χερντ δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα του «τέλειου θύματος» που έχουμε στο μυαλό μας.

Δεύτερον, πρόκειται για μια δίκη γεμάτη συμβολισμούς στη μετά-#MeToo εποχή. Έρχεται να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ. Να σημειώσουμε ότι η δίκη αφορά σε συκοφαντική δυσφήμιση. Όπερ σημαίνει πως κατά την εκδίκαση τίθεται εν αμφιβόλω ο λόγος του αρχικά φερόμενου ως θύματος. Υπάρχουν όλο και περισσότερες τέτοιες υποθέσεις. Μετά το #MeToo, είθισται να λέμε ότι τα στόματα επιτέλους λύθηκαν. Αλλά διαπιστώνουμε ότι αυτός ο λόγος δεν θέλουμε πια να ακούγεται. Θέλουμε κάποια στιγμή να το βουλώσουν, οπότε μιλάμε για «backlash».

Από την άλλη, η Άμπερ Χερντ δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα του «τέλειου θύματος». Τα προφίλ των θυμάτων και των θυτών επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε, πιστεύουμε ή δικαιώνουμε τα λόγια τους. Η φαμ φατάλ Χερντ δεν εμπίπτει σ’ αυτήν την «καθωσπρέπει» κατηγορία. Ενώ ο Ντεπ ανταποκρίνεται στην εικόνα ενός ευαίσθητου, «φευγάτου» τύπου που χλευάστηκε, προδόθηκε κι έπεσε θύμα της ίδιας του της φήμης.

Τώρα η Χερντ ενσαρκώνει το κλισέ της μοχθηρής γυναίκας-αράχνης.

Στην περίπτωση της Χερντ, οτιδήποτε θεωρήθηκε ως φάουλ στην έως τώρα «μοιραία» χολιγουντιανή διαδρομή της, χρησιμοποιήθηκε για να φανεί αναξιόπιστη. Αλλά με τον θύτη συνέβη το ανάποδο: Τα στραβοπατήματά του ήρθαν να δικαιολογήσουν τις πράξεις του. Το γεγονός ότι ο Τζόνι Ντεπ είχε μια δύσκολη ζωή ή ότι δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως τη συμπεριφορά του σε μια δεδομένη στιγμή, του αφαιρεί την ευθύνη στα μάτια του κόσμου και διασκεδάζει την εικόνα του -εν δυνάμει- θύτη.

Ο Ντεπ «κατηγορήθηκε» για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών (πασίγνωστο, μην κοροϊδευόμαστε), μίλησαν για δύσκολη παιδική ηλικία, για την οικογένειά του… Πράγματα που ενδεχομένως μπορούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά του, ακόμα και τη βιαιότητά του, και να τον συγχωρήσουν. Έτσι ο φερόμενος αρχικά ως θύτης μετατράπηκε σε αφελές θύμα. Θύμα της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς του και της εξάρτησής του από την Χερντ. Αυτή όμως είναι η βασική αρχή της κουλτούρας του βιασμού: συγχωρείς τον δράστη και ρίχνεις το φταίξιμο στο θύμα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής δύο μέτρων και δύο σταθμών.

Η Χερντ είναι μαχήτρια. Κι αν όλο αυτό κόστισε στην καριέρα του Ντεπ, κόστισε ακόμα περισσότερο στη δική της που ήταν στα σπάργανα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το στοιχείο της συνομιλίας του Ντεπ με τον φίλο του Paul Bettany όπου τον ακούς να λέει: «Την πνίγεις και μετά την καις. Ύστερα θα γ***σω το καμένο της πτώμα, για να βεβαιωθώ πως έχει ψοφήσει», μπήκε κάτω απ’ το χαλί.

Ο Ντεπ κέρδισε τη δίκη στις ΗΠΑ από θέση ισχύος, αλλά την είχε χάσει στην Αγγλία. Η κοινή γνώμη πάντως είχε αποφανθεί. Κρατάει όσα την επιβεβαιώνουν και ξεχνάει όσα την αμφισβητούν. Κατ’ αυτήν την κοινή γνώμη, η Χερντ υπερβάλλει ή, χειρότερο, μηχανορραφεί. Τώρα ενσαρκώνει το κλισέ της μοχθηρής γυναίκας-αράχνης. Έκανε το ασυγχώρητο λάθος να «κλέψει» τον Τζόνι και μετά να στραφεί εναντίον του. Μια τρελή.

Όχι μόνον απέρριψαν το μετατραυματικό σύνδρομο που της διέγνωσαν οι ψυχίατροι, αλλά την κατηγόρησαν και για διαταραχή προσωπικότητας, πως είναι μια «gold digger», υστερική, ανίκανη να ελέγξει τα συναισθήματά της, ψεύτρα κατά συρροή. Τους ερέθισε η επιμονή της. Όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι ψευδείς κατηγορίες σπανίζουν. Κι η Χερντ, όπως και να το κάνουμε, είναι μαχήτρια. Κι αν όλο αυτό κόστισε στην καριέρα του Ντεπ, κόστισε ακόμα περισσότερο στη δική της που ήταν στα σπάργανα.

Έχουμε ένα θέμα εδώ. Η αμφισβήτηση του λόγου των γυναικών δεν σκάει μύτη από το πουθενά. Πάντα υπήρχε. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι η υπόθεση αυτή θα αποκρυσταλλώσει περαιτέρω την άποψη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες δεν είναι όσο αθώες ισχυρίζονται. Κι αυτό είναι θλιβερό κι απαράδεκτο, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την άσκηση βίας.

Το δικαστήριο έπρεπε να τους στείλει πάραυτα σπίτι τους (Φωτογραφία: (Jim Watson / Associated Press).

Κάποιοι θα πουν ότι πλέον δίνεται η ευκαιρία και σε άνδρες που έχουν πέσει θύματα οικογενειακής βίας να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη. Πολύ αμφιβάλλω. Διότι, δυστυχώς, δεν νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο εκλάβαμε ή σχολιάσαμε αυτήν τη δίκη επιτρέπει στον κόσμο να κάνει μια προβολή του εαυτού του. Όσα παρακολουθήσαμε δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τη δική μας πεζή πραγματικότητα.

Γιατί τόσες γυναίκες παίρνουν το μέρος του Ντεπ; Χαμηλή αυτοεκτίμηση, ζήλια για τις δυνατές και όμορφες άλλες γυναίκες;

Η υπόθεση αυτή πουλάει το μύθο του τοξικού και καταστροφικού έρωτα. Με αλκοόλ, πρέζες και χρήμα να κυλάει εν αφθονία. Δεν ευαισθητοποιεί σχετικά με το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας, είτε ανδρικής είτε γυναικείας. Επιμένω πως πρόκειται για μια υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμισης κι όχι για άσκηση έμφυλης βίας. Είναι σημαντικό, γιατί το διακύβευμα εδώ είναι η ελευθερία, το δικαίωμα λόγου και όχι ποιος έσπασε τη μούρη του άλλου.

Εντάξει, αλλά όλα αυτά δεν απαντούν στο γιατί τόσες γυναίκες παίρνουν το μέρος του Ντεπ, στο γιατί μισούν τη Χερντ. Η Εύα Μπάρλοου, φίλη της Άμπερ, δίνει τη δική της εξήγηση: Χαμηλή αυτοεκτίμηση, ζήλια για τις δυνατές και όμορφες γυναίκες. Συμμόρφωση με μια αρχετυπική στάση που βασίζεται στο δίπολο ανδρική δύναμη-γυναικεία ομορφιά.

Η εντελώς προσωπική μου γνώμη για φινάλε; Πρόκειται για δύο τσόλια. Το δικαστήριο έπρεπε να στείλει πάραυτα σπίτι τους τους «κακομαθημένους» Τζόνι και Άμπερ. Αλλά, επιτρέψτε μου κάτι ακόμα: Το να φαντασιώνεσαι ότι είσαι στο κρεβάτι με τον Τζόρτζ Κλούνι ή τον Μελ Γκίμπσον να το καταλάβω. Αλλά με τον Τζόνι Ντεπ; Σοβαρά τώρα;

 

Διαβάστε ακόμα: 50 χρόνια «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: νέο ντοκιμαντέρ για τον βιασμό της Σνάιντερ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top