ΝΙΚΟΣ-ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ-1

«Ακριβώς έτσι… όπως το είπες Όλγα ή Νίκο» (τα ονόματα είναι, προφανώς, επινοημένα και δεν έχουν καμία σχέση με υπαρκτά πρόσωπα).

Από τους παραλήπτες της επιστολής αυτής με τις κριτικές παρατηρήσεις που ακολουθούν, οφείλω προκαταβολικά να εξαιρέσω τις προσηνείς, δόκιμες χειρίστριες του λόγου και συνεπέστατες στη δουλειά τους κ. Μάρα Ζαχαρέα και Μαρία Χούκλη. Όσοι (ες) άλλοι (ες) το επιθυμούν και νομίζουν πως μπορούν να εξαιρεθούν, ας αυτοεξαιρεθούν. Παραμένει, ωστόσο, η κοινή διαπίστωση πως οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Παρατήρηση πρώτη: Τι χρειάζονται οι ειδικοί απεσταλμένοι, ακόμα και οι τακτικοί ανταποκριτές, όταν ο συντονιστής του κεντρικού ή άλλου δελτίου ειδήσεων ‒ως και των εκτάκτων‒ έχει την πεποίθηση πως γνωρίζει και ελέγχει καλύτερα το παρουσιαζόμενο θέμα από τους συνεργάτες του που έχουν επιφορτισθεί με το ρεπορτάζ; Μοιάζει δε πολύ συχνά αυτοί οι τελευταίοι να συμφωνούν αδιαμαρτύρητα με την εκτίμηση τού επικεφαλής του προγράμματος, εισάγοντας το σχόλιό τους με την παραδοχή: «Ακριβώς έτσι… όπως το είπες Όλγα ή Νίκο… (τα ονόματα είναι, προφανώς, επινοημένα και δεν έχουν καμία σχέση με υπαρκτά πρόσωπα). Ενώ εν συνεχεία κάποια στιγμή βουβαίνονται, καθώς ο κυρίαρχος της εκπομπής αναλαμβάνει να συμπληρώσει εκείνος τα κενά της ειδικής έρευνας ή και της τακτικής ανταπόκρισης.

Οφείλω να εξαιρέσω τις προσηνείς, δόκιμες χειρίστριες του λόγου και συνεπέστατες στη δουλειά τους κ. Μάρα Ζαχαρέα και Μαρία Χούκλη.

Παρατήρηση δεύτερη: Τι ανάγκη έχουμε τους εκάστοτε συνεντευξιαζόμενους δημοσιολόγους ή και τους διαφόρους πανελίστες, όταν ο συντονιστής της «στυλάτης» και κατά το δυνατόν φωτογενούς στρογγυλής τράπεζας (ή του cosy, κατά το μάλλον ή ήττον, σαλονιού ή και των παραθύρων που ανοιγοκλείνουν) διακόπτει τις εμπεριστατωμένες εισηγήσεις των συνομιλητών του με τη γεμάτη συγκατάβαση ‒οριακά επιτιμητική‒ αποστροφή «Για να το πούμε απλούστερα, ώστε να το καταλάβουν καλύτερα οι τηλεθεατές/ ακροατές μας…»; (Ακολουθεί, προφανώς, η εκλαΐκευση αρμοδίως του επιχειρήματος από τον κατά τεκμήριο αναρμόδιο τηλεπαρουσιαστή.) Και, αχ, εκείνο το τόσο πολυφορεμένο «βάλτε μια τελεία ή άνω τελεία» ‒ποτέ ένα κόμμα ή άλλο σημείο στίξης‒ προκειμένου να δοθεί ο λόγος σε κάποιον άλλο Καππαδόκη-εμπειρογνώμονα, που, δικαίως ή αδίκως, έχει περιοριστεί ως εκείνη την ώρα στον ρόλο της διακοσμητικής γλάστρας. Ή, ακόμα χειρότερα ‒ίσως όμως και καλύτερα, δεδομένης της ασυνεννοησίας μεταξύ του διευθύνοντος τη συζήτηση και των προσκεκλημένων του‒ προκειμένου να προβληθούν (συχνά σε καίρια σημεία του δεινοπαθούντος διαλόγου) τα «απαραίτητα» διαφημιστικά μηνύματα.

Παρατήρηση τρίτη: Αυτή είναι, το ομολογώ, που με πονάει ίσως περισσότερο από όλες τις άλλες, καθώς άπτεται του διασυρμού και της αχρήστευσης, εν τέλει, μιας εποικοδομητικής πρότασης που βρισκόταν εδώ και καιρό στον αέρα και που εγώ ο ίδιος την ενστερνίσθηκα και την υπερασπίστηκα τις προάλλες εδώ στο Andro. Για τη μικρή ιστορία, στο σημείωμά μου εκείνο, με θέμα την αντιμετώπιση της καταφανώς έκνομης, προδοτικής εν τέλει, δράσης της συμμορίας της Χρυσής Αυγής, παρότρυνα τους συνταγματομολόγους και άλλους «ειδήμονες» να εμπιστευθούν τους απλούς πολίτες (στη φιλοτιμία και την αποφασιστικότητά τους το ίδιο το Σύνταγμα προσβλέπει, άλλωστε, για τη διατήρηση της ρώμης και της λειτουργικότητάς του) και να τους παραχωρήσουν τη θέση τους στα πάνελ και στα τηλεπαράθυρα.

Χιούμορ, ναι, το θέλουμε και το χρειαζόμαστε. Δήθεν φιλικοί, όμως, ή και εχθρικοί σαρκασμοί, δεν χωρούν.

Παρακολούθησα λοιπόν προ ημερών μια εκπομπή, live και on air, που θεωρητικά υιοθετούσε το νέο αυτό πρότυπο της σύναξης σκόρπιων πολιτών ‒προσθέστε και τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των κοινωνικών μέσων‒ απέναντι σε έναν σημαίνοντα παράγοντα της πολιτείας, εξέχον μέλος της σημερινής κυβέρνησης. Είπα, και επιμένω, ότι η ωραία ιδέα αποδυναμώθηκε και τελικώς αχρηστεύθηκε, προϊούσης της ευτελούς παράστασης που είχε στήσει ο προπετής, επίμονα και κούφια ευφυολόγος (όταν δεν υπέκυπτε στον πειρασμό των αναμασημένων κλισέ και της πλαδαρής ηθικολογίας) εμπνευστής της. Τα ερωτήματα των συναθροισμένων πολιτών, αγωνιώδη τα περισσότερα από αυτά, περνούσαν ντούκου. Ο έμπειρος τεχνοκράτης υπουργός τα αντιμετώπιζε με περισσή ευκολία, βοηθούμενος και από την ανοχή και συχνά την ανεπίτρεπτη παιγνιώδη διάθεση του υπευθύνου της εκπομπής. Μερικά δε από αυτά φρόντιζε ο ίδιος ο τηλεπαρουσιαστής να τα σκρινάρει και να τα αποκλείει ως άτοπα. Η απογοήτευσή μου για το φιάσκο ήταν τέτοια που εγκατέλειψα στα μισά την εκπομπή.

Καλοί φίλοι με διαβεβαίωσαν εκ των υστέρων πως προς το τέλος του προγράμματος ο μειλίχιος ‒όσο και σφίγγα όταν το θέλει‒ υπουργός στριμώχτηκε κάπως επιτέλους, εκδηλώνοντας πλέον φανερή αμηχανία εμπρός στις όλο και πιο αποφασιστικές παρεμβάσεις των πληβείων συνομιλητών του. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, ως φαίνεται πάντως, για τον τηλεπαρουσιαστή μας. Που μπορούσε να είναι, αναλόγως την περίσταση, και με τον έναν (τον διακεκριμένο) και με τους πολλούς, τους κατά συνθήκη αφανείς. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Εξασφαλίζοντας έτσι και τη συνέχεια της φάρσας του, που καμώνεται ότι υιοθετεί το crowd sourcing και την προβολή της συλλογικής ευφυίας.

Παρατήρηση τέταρτη: Άμεσα συνδεδεμένη με το επιμύθιο της προηγουμένης. Στο δημόσιο λόγο οι χαριεντισμοί και οι ακκισμοί είναι ανεπίτρεπτοι. Όσο και οι καταχρηστικές, συγκεκαλυμμένες ή απροκάλυπτες, αυτοαναφορές. Χιούμορ, ναι, το θέλουμε και το χρειαζόμαστε. Δήθεν φιλικοί, όμως, ή και εχθρικοί σαρκασμοί, συνοδευόμενοι μάλιστα από ανοίκειες εμφατικές χειρονομίες, δηλωτικές, κυρίως, της κυριαρχίας πάνω στο εκτυλισσόμενο παιχνίδι, δεν χωρούν. Ασφαλώς και δεν θέλουμε βλοσυρούς κι αγέλαστους δημοσιογράφους, υποδυόμενους τους άτεγκτους εισαγγελείς. Ούτε όμως και σοβαροφανείς γελωτοποιούς που επιμένουν να κερδίζουν μόνο τις περαστικές εντυπώσεις.

 

Ο Δημήτρης Ποταμιάνος είναι Ομότιμος καθηγητής Επικοινωνίας και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Αλληλέγγυες μέρες» (Μάιος 2013) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top